Ο Πηλέας ήταν γιος του βασιλιά της Αίγινας, Αιακού και της Ενδηίδας, αλλά και πατέρας του μεγάλου ήρωα Αχιλλέα. Ο Πηλέας αναγκάστηκε από τον πατέρα του να εξοριστεί από την Αίγινα μαζί με τον αδερφό του Τελαμώνα, αφού τα ονόματα τους συνδέθηκαν με τη δολοφονία του αδερφού τους Φώκου. Ενώ, ο αδερφός του θα μεταβεί στο όμορο νησί της Σαλαμίνας, για να βρει καταφύγιο, ο Πηλέας προτίμησε την ενδοχώρα και κατευθύνθηκε βόρεια και συγκεκριμένα στη Φθία.
Ο Πηλέας κατέφυγε στο παλάτι του βασιλιά της Φθίας Ευρυτίωνα, γιο του Άκτορα. Ο Ευρυτίωνας τον δέχτηκε στο βασίλειο του, τον εξάγνισε και του έδωσε γυναίκα του την κόρη του Αντιγόνη, καθώς και το ένα τρίτο του βασιλείου του, το βασίλειο των Μυρμιδόνων, ως προίκα. Ο Πηλέας με την Αντιγόνη απέκτησαν την Πολυδώρα, η οποία ήταν μητέρα του Μενέσθιου, που πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο ως ο ένας από τους πέντε υπαρχηγούς των Μυρμιδόνων, όπως τους είχε ορίσει ο Αχιλλέας .
Δυστυχώς όμως, οι περιπέτειες του Πηλέα δεν τελειώνουν εδώ. Λίγο αργότερα εμφανίζεται στην πόλη της Αιτωλίας, Καλυδώνα ένας τρομερός κάπρος που προκαλούσε τεράστιες καταστροφές στους χωρικούς της ευρύτερης περιοχής. Ο κάπρος αυτός στάλθηκε από τη θεά Άρτεμη, ως τιμωρία στον βασιλιά της πόλης Οινέα, γιατί προσέφερε σε όλους τους θεούς τους καρπούς της χρονιάς, με εξαίρεση την Αρτέμη. Ως εκ τούτου, η εξουδετέρωση του κάπρου ήταν εξαιρετικά δύσκολη.
Έτσι, ο Οινέας κάλεσε πολλούς ήρωες για να τον βοηθήσουν και ανάμεσα σε αυτούς τον Πηλέα και τον πεθερό του Ευρυτίωνα. Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού του Καλυδώνιου κάπρου ο Πηλέας σκότωσε κατά λάθος τον Ευρυτίωνα και αναγκάστηκε να εξοριστεί για δεύτερη φορά αυτήν την φορά, κατέφυγε στην Ιωλκό, όπου φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά της περιοχής Άκαστο, καθώς και οι δύο είχαν συμμετάσχει στην Αργοναυτική εκστρατεία. Στην Ιωλκό όμως, δεν έτυχε της φιλόξενης υποδοχής που είχε τύχει στη Φθία.
Ενώ, ο Άκαστος δέχεται να τον εξαγνίσει, για δεύτερη φορά για τον φόνο του πεθερού του, η βασίλισσα της Ιωλκού Αστυδάμεια, ερωτεύεται τον Πηλέα. Ο Πηλέας δείχνοντας σεβασμό στον Άκαστο, ο οποίος τον φιλοξενούσε δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα της βασίλισσας. Η Αστυδάμεια όμως, δεν δέχτηκε την απόρριψη και αποφάσισε να τον εκδικηθεί.
Αρχικά, η πληγωμένη βασίλισσα έστειλε ένα γράμμα στη σύζυγο του Πηλέα Αντιγόνη, πως εκείνος την είχε ξεχάσει, αφού παντρεύτηκε την κόρη του Άκαστου. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο η Αντιγόνη δεν άντεξε και αυτοκτόνησε από τον καημό της, παρ’ όλα αυτά η εκδικητική μανία της βασίλισσας δεν σταμάτησε εκεί. Έπειτα, άρχισε να διαβάλλει τον Πηλέα στον σύζυγο της, Άκαστο και αφού διαστρέβλωσε τα γεγονότα και ισχυρίστηκε πως εκείνος την παρενόχλησε, ενώ, παράλληλα αποπειράθηκε να τη βιάσει προσβάλλοντας τον, αφού δεν τίμησε ούτε τον ίδιο ούτε τη φιλοξενία που του προσέφερε.
Ο Άκαστος, πιστεύοντας τη σύζυγό του θέλησε να εκδικηθεί τον Πηλέα, όμως, επειδή οι δυο άντρες ήταν συνδεδεμένοι με θρησκευτικούς δεσμούς λόγω της κάθαρσης, δεν μπορούσε να τον σκοτώσει έτσι, κατέστρωσε ένα εναλλακτικό σχέδιο εξόντωσης του. Θέλησε να εγκαταλείψει τον Πηλέα στο Πήλιο, για να τον κατασπαράξουν τα άγρια θηρία ή στο έλεος των Κενταύρων, θεωρώντας πως αυτοί θα τον σκοτώνανε, λόγω της άγριας φύσης τους.
Έτσι, προφασιζόμενος το κυνήγι άγριων ζώων ξεκίνησαν μαζί με τον Πηλέα για το Πήλιο. Εκεί, την ώρα που ο Πηλέας, έπειτα από την κούραση του κυνηγιού, κοιμόταν, ο Άκαστος του αφαίρεσε το μαχαίρι και τον εγκατέλειψε άοπλο μέσα στο δάσος. Για καλή του τύχη, ο Κένταυρος που συνάντησε ήταν ο Χείρων ο οποίος ήταν παππούς του από τη πλευρά της μητέρας του, Ενδηίδας.
Επίσης, συνάντησε και άλλους απροσδόκητους συμμάχους, τον Ιάσωνα και τους Διόσκουρους -τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη- και με αυτούς αρωγούς, επέστρεψε στην Ιωλκό, την κυρίευσε και σκότωσε τον Άκαστο και την Αστυδάμεια, ενώ, τέλος, κάποια άλλη εκδοχή θέλει να μην πείραξε τον Άκαστο, αλλά να διαμέλισε την Αστυδάμεια, επειδή εκείνη ήταν η πρωταίτια της σκευωρίας εναντίον του.
- Ακολουθεί το δεύτερο μέρος για τον Πηλέα…