Γράφει η Μαρία Δήμου
Ο Ανρί Ρουσσώ, ήταν ένας ζωγράφος του Μεταϊμπρεσιονισμού (κίνημα με τις βάσεις και τα γνωρίσματα του Ιμπρεσιονισμού με εντονότερο συναισθηματικό υπόβαθρο), του οποίου το έργο, αναγνωρίστηκε στις απαρχές του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε στην ιστορική πόλη της Λαβάλ στην Γαλλία, το 1844. Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίζονταν κατά κύριο λόγο από φτώχεια, περνώντας ο ίδιος μάλιστα ένα σύντομο διάστημα στην φυλακή, κατηγορούμενος για κλοπή χρημάτων και γραμματοσήμων. Υπήρξε αδύναμος μαθητής κατά τα σχολικά του χρόνια, ωστόσο, με μια προφανή έφεση στην ζωγραφική και την μουσική και συγκεκριμένα το βιολί. Ύστερα, σε νεαρή ηλικία ξεκινάει να εργάζεται στο τελωνειακό γραφείο του Παρισιού, το οποίο εκτός από σταθερή δουλειά, του προσδίδει επίσης και το παρατσούκλι, «ο Τελωνιακός».
Αυτοδίδακτος και μάλιστα δίχως ουδεμία καθοδήγηση ή ιδιαίτερη καλλιτεχνική καλλιέργεια, ξεκίνησε να ζωγραφίζει στα 30 του. Με θάρρος και αυτοπεποίθηση για την δουλειά του, παίρνει την άδεια αντιγραφέα έργων από το μουσείο του Λούβρου και στα 40 του αρχίζει πλέον να επενδύει στο ζωγραφικό του έργο. Στο μεταίχμιο του τέλους των 40 του και των αρχών των 50 του χρόνων, ο Ρουσσώ αποφασίζει να εγκαταλείψει την συμβατική του δουλειά και να πορευτεί πλέον ως ένας ανεξάρτητος, αυτοαπασχολούμενος ζωγράφος, δίνοντας την ώθηση στην τέχνη του να λάμψει και να ταξιδέψει τον κόσμο, μακριά από τα «κουτάκια» της καθημερινότητας που γνώριζε έως τώρα.
Άρχισε να ζωγραφίζει μετά τα 40 έτη του
Δυστυχώς, αυτό που ονειρευόταν δεν του επέφερε και την αντίστοιχη οικονομική υποστήριξη, οπότε και βρήκε καταφύγιο στην διδασκαλία μουσικής και εικαστικών για τα προς το ζην. Οι κριτικοί από την άλλη, τον απέρριψαν, τον λοιδόρησαν και οι πίνακές του κατέληξαν στο παζάρι του δρόμου, μέσω από όπου τελικώς, ανακαλύφθηκαν από τον διάσημο τότε, Picasso. Έκτοτε, πρόλαβε να «γευτεί» την γλύκα των ελίτ καλλιτεχνών και να αναγνωριστούν το όνομα και τα έργα του, μέχρι το ψυχρό και απότομο τέλος της ζωής του. Εξαιτίας μιας μόλυνσης που προήλθε από έναν ήπιο -φαινομενικά- τραυματισμό του στο πόδι, το 1910 ο Ρουσσώ φεύγει από την ζωή στην ηλικία των 66 ετών.
Φυλακίστηκε για κλοπή και άνοιγε τα παράθυρα για να φύγει η ενέργεια των έργων του…
Στο μεταξύ, πραγματοποίησε δύο γάμους από τους οποίους απέκτησε πολλά παιδιά. Από αυτά, εν τέλει, έμεινε μόνο ένα, ενώ τα υπόλοιπα πέθαναν από αρρώστιες. Η πρώτη του γυναίκα, επίσης αρρώστησε και πέθανε το 1888. Στην διάρκεια της ζωής του, προσπάθησε πολλάκις να προωθήσει τους πίνακές του, με αποτέλεσμα να δέχεται παραγγελίες από τους γείτονές του για πορτραίτα, παρ’ ότι ο ίδιος δεν ζωγράφιζε με τέτοια ακρίβεια που θα ζητούσε ο ακαδημαϊκός τρόπος προσωπογραφίας. Όμως ο Ρουσσώ δεν μοιάζει να αυτοαποκαλέστηκε ποτέ ως αντισυμβατικός ούτε και ως επαναστάτης, θεωρώντας πως έχει πιάσει το νόημα των περιβόητων ακαδημαϊκών και πλέον συγκαταλέγεται ως ένας εξ αυτών.
Αυτό που ο ίδιος δεν αντιλαμβανόταν, είναι ότι αυτό που είκαζε άρτιο και σύμφωνα με τους κανόνες, δεν ήταν αυτό που τελικά γοήτευσε όλο του το κοινό μέχρι και σήμερα. Η ζωγραφική του, παραπέμπει σε παιδική, απλοϊκή και χωρίς βάθος και ουσία. Αυτά τουλάχιστον ήταν τα συνήθεις λόγια των κριτικών. Έστω όμως και αν πρόκειται για κάτι τόσο επιφανειακό και επίπεδο, πως θα ήταν ποτέ δυνατόν αυτό να προκαλεί τέτοιο δέος στην θέασή του; Είναι αξιοσημείωτο, το πως ο Ρουσσώ βρίσκει τον τρόπο να καθηλώνει τα βλέμματα, με την ίδια ακριβώς τακτική που το κάνουν και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές και τα θέματα των έργων του, σαν να μπορούν να κοιτάξουν την ψυχή σου.
Ο Ρουσσώ, διαρκώς εξομολογείται και εξιστορεί τις εμπειρίες του στις άγριες ζούγκλες του Μεξικό κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Όντας όμως, εμφανώς ονειροπαρμένος, μυθομανής και κατά συνέπεια εξαιρετικά επιρρεπής στις κολακείες, θα αρκεστούμε στο ότι η έμπνευσή του ερχόταν από τις τακτικές του βόλτες στον ζωολογικό κήπο και στις απεικονίσεις της ζούγκλας από τα βιβλία.
Σημαντικότερο έργο του, αποτέλεσε δικαίως η ζωγραφική του περίοδος της άγριας ζωής, των εξωτικών ζώων και των τροπικών φυτών. Εκεί, διατηρεί ένα μυστήριο, όπου ανάμεσα στο πληθωρικό χρώμα υποβόσκει ένα βαθύ, ακατανόητο σκοτάδι. Η αρμονία διασπάται διαρκώς από μια αναταραχή και μια αγωνία, έναν φόβο, προερχόμενο από το ένστικτο της επιβίωσης και την εγρήγορση που δεν σε αφήνει να αφεθείς, περισσότερο γιατί υπάρχει κίνδυνος αυτό που βλέπεις να σε υπνωτίσει και να σε παρασύρει στα έγκατα της μαύρης μαγείας. Παρόμοιες άλλωστε, ήταν και οι ανησυχίες του ίδιου του Ρουσσώ, που φοβόταν πως η αρχέγονη ενέργεια που εκπέμπουν οι πίνακές του θα περίλουζε όλο τον χώρο, γι’ αυτό και άνοιγε διάπλατα τα παράθυρα για να εξαλειφθεί.