Γράφει ο André Hallack*
Όταν ακούμε την ιδιότητα «Διευθυντής Ορχήστρας», ή μαέστρος όπως αποκαλείται συχνά στα ελληνικά από τον ιταλικό όρο, η χαρακτηριστική εικόνα σήμα-κατατεθέν, που συνήθως μας έρχεται αμέσως στο νου, σχεδόν σαν καρικατούρα, είναι κάποιος με άτακτα και τρελά μαλλιά, να κουνά τα χέρια του με μανιώδη τρόπο μπροστά σε μια ορχήστρα κρατώντας ένα λεπτό μακρόστενο ξυλάκι.
Από παιδί όταν ήμουν, αυτό το μακρόστενο ξυλάκι πάντα μου έκανε μεγάλη εντύπωση και μου προκαλούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και περιέργεια.
Με αυτό, ο Διευθυντής Ορχήστρας φαινόταν να μεταδίδει μια επιβλητική αύρα, λες και ήταν ένας μάγος. Ναι, ένας μάγος της μουσικής -θα μπορούσε κάποιος να πει- που κρατάει ένα μαγικό ραβδί με το οποίο μπορεί να μαγεύει μια ολόκληρη ορχήστρα, Μια ορχήστρα σαν να την κρατούσε στην παλάμη του χεριού του, έτοιμη να εκτελεί ότι της προστάζει, άλλοτε με δύναμη και ένταση σαν κεραυνός κι άλλοτε απαλά σαν ρυάκι.
Αυτή η περιέργεια να ανακαλύψω τη φύση και την ιστορία πίσω από τη μπαγκέτα (baguette), όπως αποκαλείται η «ράβδος» του μαέστρο ή baton (όπως την αποκαλούν οι Άγγλοι) με έφερε σε επαφή με μια από τις πιο ενδιαφέρουσες, αν και όχι πολύ διαδεδομένες προσωπικότητες/ συνθέτες στην ιστορία της κλασσικής μουσικής.
Μια ορχήστρα σαν να την κρατούσε στην παλάμη του χεριού του, έτοιμη να εκτελεί ότι της προστάζει
Θεωρείται ο πατέρας του γαλλικού ύφους της Μπαρόκ μουσικής, όπως και της γαλλικής όπερας (tragédie en musique ή tragédie lyrique), από την οποία αποκήρυξε κάθε ιταλική επιρροή, αφού θεωρούσε την ιταλική όπερα ακατάλληλη για τη γαλλική γλώσσα και την προσάρμοσε κατά την προτίμηση του γαλλικού κοινού.
Επίσης, θεωρείται ο πρώτος Ευρωπαίος συνθέτης που επιμελήθηκε με περισσή λεπτομέρεια ό,τι αφορούσε την ορχήστρα δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην πειθαρχία των μουσικών και στην τήρηση του ρυθμού. Απαιτητικός καθώς ήταν, εκπαίδευε ο ίδιος τους μουσικούς και τους τραγουδιστές και διηύθυνε το θέατρό του μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια.
Μπορούμε να πούμε ότι έθεσε τις βάσεις για την ορχήστρα, με την σύγχρονη έννοια του όρου, γράφοντας για συγκεκριμένο αριθμό οργάνων και χωροθέτοντας τα σε συγκεκριμένες θέσεις. Η επίδραση της μουσικής του ήταν επίσης εμφανής στην Αυλή όπου και εργαζόταν καθώς αντί για τις αργές και επιβλητικές κινήσεις που είχαν επικρατήσει μέχρι τότε στα μπαλέτα και τους χορούς της Αυλής, εισήγαγε χορούς με ζωντάνια και γρήγορους εύθυμους ρυθμούς.
Μια προσωπικότητα που όμως, σημάδεψε την θέση του στην ιστορία με τον πιο απρόσμενο τρόπο. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει πως, παρ΄όλη τη μεγάλη δόξα, δύναμη και επιρροή που απολάμβανε, κινδύνευε να ξεχαστεί και να περιπέσει σε λήθη όντας σχεδόν άγνωστος σήμερα.
Ο λόγος που τον θυμόματε δεν ήταν άλλος από τον τρόπο που πέθανε.
Ο λόγος για τον Giovanni Battista Lulli ή κατά κόσμον Jean-Baptiste Lully.
Γιος μιας οικογένειας μυλωνάδων, ο Lully γεννήθηκε το 1632 στη Φλωρεντία – το αρχικό του όνομα ήταν Τζοβάννι Μπατίστα Λούλλι (Giovanni Battista Lulli). Συνήθιζε να λέει ότι ένας Φραγκισκανός μοναχός του έδωσε τα πρώτα του μαθήματα μουσικής και του δίδαξε κιθάρα. Ωστόσο πληροφορίες για την γενικότερή του εκπαίδευση και τη μουσική του κατάρτιση κατά τη διάρκεια της νιότης του στη Φλωρεντία δεν έχουμε. Αργότερα έλαβε και μαθήματα βιολιού και χορού.
Το 1646, έπιασε το πρώτο τυχερό του λαχείο. Κατά τη διάρκεια του γιορτασμού του Mardi Gras, το Καρναβάλι στη Φλωρεντία, ενώ τριγύρναγε στους δρόμους ντυμένος ως Harlequin (αρλεκίνος) με το βιολί του διασκεδάζοντας τους παριστάμενους, ο νεαρός Lully προσέλκυσε τη προσοχή και το ενδιαφέρον του Roger de Lorraine, Chevalier de Guise, γιού του Charles.
Ο Δούκας του Guise (ο οποίος, όπως θα περίμενε κανείς από όλο αυτόν τον τίτλο, ήταν ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο.) ο οποίος επέστρεφε στη Γαλλία και έψαχνε κάποιον που μπορούσε να συνομιλήσει στα ιταλικά με την ανιψιά του, την Anne Marie Louise d’Orleans, τη Δούκισσα του Montpensier (εξίσου πολύ σημαντικό πρόσωπο που τύχαινε να είναι η ξαδέλφη του βασιλιά της Γαλλίας).
Ο Chevalier πήρε το αγόρι μαζί του στο Παρίσι όπου, σε ηλικία δέκα τεσσάρων ετών, εισήλθε στην υπηρεσία της Δούκισσας και έμεινε μέχρι το 1652, υπηρετώντας ως «garçon de chambre» και ως δάσκαλος ιταλικών. Στο μεταξύ και μέσα σε αυτό το διάστημα, ο Lully πιθανώς να αξιοποιούσε το χρόνο του εκεί προς βελτίωση των μουσικών του δεξιοτήτων δουλεύοντας με τους μουσικούς της αυλής της Δούκισσας και σπουδάζοντας με τους συνθέτες Nicolas Métru, François Roberday και Nicolas Gigault.
Το ταλέντο του έφηβου Lully ως κιθαρίστας, βιολιστής και χορευτής γρήγορα του χάρισαν το παρατσούκλι “Baptiste” και “le grand baladin” (μεγάλος καλλιτέχνης δρόμου).
O νεαρός Lully σύντομα κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή του επίσης νεαρού Λουδοβίκου (ο οποίος στη συνέχεια θα στεφόταν Λουδοβίκος XIV της Γαλλία), όταν συμμετείχε μαζί του χορεύοντας στο μπαλέτο Ballet Royal de la nuit, όπου ο Lully έπαιξε και ερμήνευσε αρκετούς ρόλους, όπως π.χ. έναν βοσκό, έναν στρατιώτη και έναν ζητιάνο.
Ο Λουδοβίκος απολάμβανε τους ρόλους και τον χορό του Lully τόσο πολύ που πολύ γρήγορα τον διόρισε Compositeur de la musique instrumentale (Αυλικό Συνθέτη Οργανικής Μουσικής) της Βασιλική Αυλής, όπου θα διέμενε και θα πέρναγε το μεγαλύτερο μέρος της (μικρής) ζωής του εργαζόμενος εκεί, και στη συνέχεια διευθυντή της προσωπικής ορχήστρας βιολιών του βασιλιά, γνωστή ως Petits Violons («Μικρά Βιολιά») όπως και διευθυντή της βασιλικής ορχήστρας μουσικής δωματίου.
Ο Lully σε συνεργασία με τον θεατρικό συγγραφέα Μολιέρο δημιούργησαν από κοινού το κωμικό μπαλέτο
Ο Lully ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να καταστήσει τον εαυτό του απαραίτητο στην βασιλική αυλή και στον βασιλιά του. Η φωνητική και οργανική του μουσική στους αυλικούς χορούς και στα μπαλέτα, στα οποία συμμετείχε ο βασιλιάς, τον είχαν καταστήσει αναντικατάστατο.
Μέχρι τα τέλη του 1660, ο Lully είχε συνθέσει πολλά μπαλέτα, στα οποία χόρευε ο ίδιος καθώς και ο βασιλιάς. Έτσι, όταν ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙV ανέλαβε τα ηνία της διακυβέρνησης το 1661, διόρισε τον Lully Επιθεωρητή της βασιλικής μουσικής και Μουσικό Διευθυντή της βασιλικής οικογένειας.
Ταυτόχρονα, ο Lully είχε μια μακρά γνωριμία και συνεργασία με τον θεατρικό συγγραφέα Μολιέρο (Molière), δημιουργώντας από κοινού το κωμικό μπαλέτο, ένα είδος θεατρικής κωμωδίας που πλαισιώνεται με χορευτικά. Ο Lully γνώρισε μεγάλη επιτυχία γράφοντας μουσική για τις κωμωδίες του Μολιέρου, είτε για αυτές που σχεδιάστηκαν για γλέντια στη βασιλική αυλή, είτε για άλλες που ήταν για το παριζιάνικο θέατρο του Molière.
Εντούτοις, εγκατέλειψε το είδος αυτό, καθώς σταδιακά μειώθηκε το ενδιαφέρον του βασιλιά και στράφηκε στην όπερα.
Το 1672, ο Lully έγινε διευθυντής της Βασιλικής Ακαδημίας της Μουσικής και της Βασιλικής Όπερας και μεταξύ το 1673 και το 1687, ανέβαζε μια καινούργια όπερα κάθε χρόνο. Φημολογείται πως ο Lully ήταν ένας αχαλίνωτα φιλόδοξος άνθρωπος αποφασισμένος να πετύχει αυτό που ήθελε με κάθε τρόπο επιστρατεύοντας ένα συνδυασμό μέσων όπως απειλές, δωροδοκίες και έξυπνες χειραγωγήσεις.
Έτσι, κατάφερνε να εξοντώσει κάθε ανταγωνισμό και να αποκτήσει μονοπώλιο στην έκδοση, σύνθεση και ανέβασμα του μουσικού είδους που τον ενδίεφερε, την όπερα. Υπερασπιζόταν και προστάτευε με νύχια και με δόντια το μονοπώλιό του που του έδωσε, κατά συνέπεια, πλήρη έλεγχο, μέχρι το θάνατό του, όλης της μουσικής που εκτελείτο στη Γαλλία
Ύστερα από χρόνια στη βασιλική αυλή της Γαλλίας, ο Lully πολιτογραφήθηκε Γάλλος υπήκοος, θεσπίζοντας έτσι το γαλλικό του όνομα. Ίσως έτσι να θεώρησε πως θα του ήταν πιο εύκολο να αναρριχηθεί στη πυραμίδα της καλής κοινωνίας, σε αντίθεση με το Ιταλικό του όνομα και φτωχική του καταγωγή.
Ο αντίστοιχος Διευθυντής Ορχήστρας της εποχής ήταν ο Χρόνο-Δότης που κρατούσε το ρυθμό για την ορχήστρα χτυπώντας μια μακριά βαριά ξύλινη ράβδο στο πάτωμα.
Μάλιστα, όταν παντρεύτηκε την Madeleine Lambert, κόρη γνωστού τραγουδιστή και συνθέτη της εποχής, ο Giovanni Battista Lulli λέγεται πως συστήθηκε ως “Jean-Baptiste Lully, escuyer [αξιότιμος κύριος], γιός του Laurent de Lully, gentilhomme Florentin [τζέντλεμαν της Φλωρεντίας], αν και αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός ήταν μια αναλήθεια
Ίσως να αναρωτιέστε αυτή τη στιγμή μετά από την παραπάνω ιστορική διαδρομή του Lully: άραγε ποιος να’ ναι ο κρίκος που να συνδέει την μπαγέτα με τον Lully και πως, ψάχνοντας το ένα θέμα, βρέθηκα στο άλλο;
Η απάντηση βρίσκετε στις 8 Ιανουαρίου 1687, όταν Λυλλί διηύθυνε ένα Te Deum (θρησκευτικό ύμνο) που είχε συνθέσει προς τιμήν του Βασιλιά Λουδοβίκου XIV, ενόψει της ανάρρωσής του βασιλιά από μια σοβαρή ασθένεια.
Να αναφέρουμε εδώ πως την εποχή εκείνη, ο ρόλος του διευθυντή ορχήστρας με τη μπαγέτα όπως τον γνωρίζουμε σήμερα δεν υφίσταντο. Αντιθέτως, ο αντίστοιχος της εποχής ήταν ο Χρόνο-Δότης ο οποίος, κατά το έθιμο της εποχής κρατούσε το ρυθμό για την ορχήστρα χτυπώντας μια μακριά βαριά ξύλινη ράβδο στο πάτωμα.
Μέσα στο πάθος και την ένταση της στιγμής, ο Lully κατά λάθος χτύπησε με την ράβδο ένα δάχτυλο του ποδιού του, δημιουργώντας ένα απόστημα στο δάχτυλο που μετετράπη σε γάγγραινα. Για κάποιο περίεργο λόγο, o Lully αρνήθηκε να ακρωτηριαστεί το δάχτυλο του ποδιού του (ίσως ανησυχούσε μήπως αυτό επηρέαζε τις χορευτικές του επιδόσεις) κι’έτσι, άφησε την τελευταία του πνοή στις 22 Μαρτίου του 1687.
Το ατύχημα αυτό που κόστιζε τη ζωή στον Lully, θεωρείται ένας από τους πιο ασυνήθιστους θανάτους στην μουσική ιστορία
Άφησε την τελευταία του όπερα, Αχιλλέας και Πολυξένη ημιτελή. Οι δύο γιοί του, Ζαν-Λουί και Λουί, επίσης σταδιοδρόμησαν ως μουσικοί της γαλλικής αυλής.
Το ατύχημα αυτό που κόστιζε τη ζωή στον Lully και που θεωρείται ένας από τους πιο ασυνήθιστους θανάτους στην μουσική ιστορία, ήταν και μια τραγική ειρωνεία της τύχης καθώς έγινε ενώ ο Lully διεύθυνε έναν ύμνο προς τιμήν της αποκατάστασης της υγείας και του βασιλιά.
Το ατύχημα αυτό, όμως, ίσως και να θεωρείται κομβικό και καθοριστικό σημείο καθώς ο θάνατος του Lully μπορεί να συνέβαλε στην πάψη της χρήσης των μακριών βαριών ξύλινων ράβδων και την σταδιακή αντικατάστασή τους με πιο κοντές, λεπτές και ελαφριές.
Μπαίνοντας στον 18ο αιώνα, η μπαγέτα άρχισε να κερδίζει δημοτικότητα ως το πιο βολικό εργαλείο για τη διεύθυνση ορχήστρας. Από τότε, έχουν γίνει αρκετές τροποποιήσεις ώστε να εξελιχθεί στη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα.
Υπάρχουν αρκετές πτυχές και ανέκδοτα σχετικά με τη ζωή του Jean-Baptiste Lully για να γίνουν ταινία, όπως κι έγινε από τον Βέλγο σκηνοθέτη Gérard Cobiau το 2000 με την ταινία «Le Roi Danse», βασισμένη στη βιογραφία του Lully από τον Γάλλο μουσικολόγο και συγγραφέα, Philippe Beaussant.
*Ο André Hallack είναι μουσικός και τον απολαμβάνουμε μόνο κάθε Σάββατο βράδυ στο Μοναστηράκι, στο Cafe Avissinia