Συνέντευξη στον Κώστα Κατόπη
Λατρεύει το έργο του λόρδου Βύρωνα και έχει εντρυφήσει σε αυτό. Η διεθνής εικαστικός Λυδία Βενιέρη, η οποία ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν χάνει ποτέ τους δεσμούς της με την Ελλάδα, παρουσιάζει στη Δημοτική Πινακοθήκη Αμαρουσίου «Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι, όπου και έχει γεννηθεί, την έκθεσή της που έχει τίτλο «Βυρωνική εποχή».
Τα έργα της είναι εμπνευσμένα από τον Βύρωνα, την προσωπικότητα, τη μορφή του, την ποίησή του, τα οποία μελέτησε βαθιά. Η έκθεση διοργανώνεται από την Κοινωφελή Επιχείρηση του Δήμου Αμαρουσίου (ΚΕΔΑ).
Παράλληλα, το πρώτο μέρος της δουλειάς της σημαντικής εικαστικού, που είναι εμπνευσμένο επίσης από τον Λόρδο Βύρωνα παρουσιάζεται αυτή την εποχή στο Momus – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη.
Η καλλιτέχνις χρησιμοποιεί σύγχρονα μέσα για να αναπαραστήσει τη βυρωνική εποχή, να ζωντανέψει τις ιστορίες, τους χαρακτήρες, τα πρόσωπα του έργου του Βύρωνα. Επεξεργάζεται ψηφιακά, μεγάλα φωτογραφικά ταμπλό δημιουργώντας γοητευτικές ψευδαισθήσεις, σ’ έναν αλληγορικό κόσμο που ακροβατεί ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, με τον βυρωνικό μύθο να πρωταγωνιστεί.
– Η «Βυρωνική εποχή», αποτελεί συνέχεια του κύκλου με τους «Βυρωνικούς ήρωες» που παρουσιάζετε παράλληλα στη Θεσσαλονίκη. Ποια είναι η εξέλιξη η συνέχεια από τον έναν κύκλο στον άλλο;
– Οι «Βυρωνικοί Ήρωες» παρουσιάζονται στο MOMus στη Θεσσαλονίκη, σε μια έκθεση που επιμελείται η Συραγώ Τσιάρα.
Αρχικά ήθελα να δώσω μια ατμόσφαιρα από πίνακες του Ντελακρουά ή του Ζέριχο, αλλά κατά τη διάρκεια κατάλαβα ότι δεν ενδιαφέρομαι για την αναπαράσταση μιας θεατρικής σκηνής αλλά της στιγμής που ζούσα εκείνη την στιγμή στο στούντιό μου.
Π.χ. με ενδιαφέρει να «πιάσω» μια πολύ συγκεκριμένη έκφραση, όπου το μοντέλο μου ατενίζει έναν κόσμο που το έχω πείσει ότι υπάρχει εκείνη τη στιγμή. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω γιατί πρόκειται για αίσθηση που γίνεται όλο και πιο συνειδητή.
– Μιλήστε μας για την πολύ ενδιαφέρουσα και διαφορετική τεχνοτροπία σας;
– Η δουλειά αυτή έχει διαφορετικά στάδια έμπνευσης και δημιουργίας που έχουν να κάνουν με άτομα που συναντώ και με εμπνέουν θυμίζοντάς μου κάτι από κάποια σκέψη, όλο το παιχνίδι της φωτογράφησης και της θεατρικής ατμόσφαιρας που χρειάζομαι, αναζήτηση τοπίων και τελικά ο συνδυασμός όλων αυτών μαζί.
Είναι κάτι που το έκανα από παιδί, αλλά που με τους βυρωνικούς ήρωες και τη σημερινή τεχνολογία εξελίσσεται διαρκώς. Ακόμα και το υλικό στο οποίο τυπώνω τα έργα εξελίσσεται.
– Ζείτε στο εξωτερικό, όπου συχνά κάνετε και εκθέσεις. Πώς νιώθετε μια Ελληνίδα του κόσμου, μια πολίτης του κόσμου; Σας αρέσει που μοιράζετε τη ζωή σας μεταξύ Ελλάδας και Νέας Υόρκης;
– Πριν τη Νέα Υόρκη είχα ζήσει δεκατέσσερα χρόνια στη Γαλλία στο Παρίσι όπου σπούδασα και άρχισα πολύ νέα την καριέρα μου. Συχνά αισθάνομαι ότι είναι η πόλη που με επηρέασε παρά πολύ σε αυτό που είμαι.
Για κάποιο λόγο μου έδινε εμπιστοσύνη, σιγουριά και ασφάλεια που δεν την έχω αισθανθεί άλλου. Όμως, στη Νέα Υόρκη άνθισα διαφορετικά: αισθάνθηκα πολύ πιο ελεύθερη στον δημιουργικό τομέα: δεν χρειαζόμουν να συνδέω με αναφορές ξύλινης γλώσσας τις πράξεις μου, τους νεωτερισμούς μου, τα πειράματα μου.
Λες και όλα γίνονται αποδεκτά αρκεί που συμβαίνουν εκεί, η ίδια η πράξη τα καταξιώνει. Δεν υπάρχει «δήθεν», όλα γίνονται αποδεκτά με φυσική περιέργεια. Όλα τα στυλ μπλέκονται όπως σε μια μπερδεμένη μνήμη.
Με εμπνέει επίσης πολύ η Λατινική Αμερική. Τη νιώθω σαν μια μεγάλη δύναμη που καταφθάνει.
– Η ελληνική τέχνη και οι εκπρόσωποί της πώς γίνονται δεκτοί στο εξωτερικό;
– Οι Έλληνες έχουν δύναμη και γοητεία και διαπρέπουν μεμονωμένα. Δεν τους υποστηρίζει το κράτος τους όταν βρίσκονται στο εξωτερικό, σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό κράτος και δυστυχώς ούτε οι μαικήνες του τόπου μας, που είναι καταξιωμένοι και δυνατοί, δεν υποστηρίζουν τους Έλληνες που διαπρέπουν στο εξωτερικό, ενώ οι συλλογές τους απαρτίζονται από κάθε άλλη εθνότητα.
Το δηλώνω από προσωπική εμπειρία επειδή πέτυχα και στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη χωρίς καμία υποστήριξη. Αυτό δημιουργεί σιωπηλό θυμό και χρόνιο παράπονο μια δυσάρεστη και άρρωστη ατμόσφαιρα που θέλει τον Έλληνα είτε μεγιστάνα είτε φτωχό συγγενή και μας γελοιοποιεί και μας μειώνει σαν λαό.
Γι αυτό και μεγάλοι καλλιτέχνες από παλιότερη γενιά, όπως ο Τάκης, η Χρύσα, ο Σαμαράς, αισθάνονταν μειωμένοι κι αδικημένοι. Ήμουν 23 ετών όταν η μαντάμ Πομπιντού έστεκε μπροστά στο έργο μου και το θαύμαζε στο Μπομπούρ κι αυτό είναι μεγάλη τιμή για την Ελλάδα.
Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, αν γινόταν τέτοια τιμή το κράτος, θα υποστήριζε την καριέρα του καλλιτέχνη του.
– Κάνετε κάτι άλλο παράλληλα;
– Μετά τους Δίδυμους Πύργους δημιούργησα την εικαστική τριλογία μέσα στην εικοσαετία που ακολούθησε – «Χειμερία Νάρκη», «Forever After», τη «Σκευωρία των Δελφινιών», που πλέον γίνεται τετραλογία καθώς δουλεύω τώρα τον «Δέκατο τρίτο Μήνα».
Επίσης, δουλεύω ένα βίντεο στο οποίο θα παρουσιάσω τον «Βυρωνικό Κώδικα» σε διηγηματική μορφή. Εικονογράφησα το βιβλίο του Δημήτρη Ινδαρέ «Λενάκι» που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Εστία κι έχει θέμα έρωτα αλλόθρησκων του 19 αιώνα και θα συνεργαστώ μαζί του στην ταινία που ετοιμάζει.
Έκανα ένα video animation για την ουβερτούρα της Πολιορκίας της Κορίνθου που σκηνοθέτησε η Ροδούλα Γαϊτάνου κι επιμελήθηκε η Κατερίνα Κόσκινα και τον Οκτώβριο οργάνωσα την Πέμπτη Μύκονο Μπιενάλε.
Συμμετείχα επίσης στην Μπιενάλε των γυναικών στην Τεργέστη.
– Άλλα σχέδια γι’ αυτή την εποχή ή αργότερα;
– Ίσως έχω απωθημένο να κάνω μια ταινία, ποιος ξέρει…
INFO
«Βυρωνική Εποχή»>
Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη «Σπύρος Λούης»
Ημέρες και ώρες λειτουργίας: Δευτέρα έως Σάββατο 10.00-14.00 και 17.00-20.00
Διεύθυνση: Βασ. Σοφίας, Πλατεία Ηρώων, 15124 – Μαρούσι
Τηλ.: 2108056314
Επιμέλεια Έκθεσης: Σωζήτα Γκουντούνα