Γράφει η Μαρία Δήμου
Αίμα, κτηνωδία, ανθρώπινη κατάρρευση… Αυτές μεταξύ άλλων είναι οι ελάχιστες λέξεις που μπορούν να περιγράψουν την φρίκη του εν λόγω έργου. Πρόκειται για έναν θρυλικό, πελώριο πίνακα 91.4 x 243.7 διαστάσεων, που προέρχεται από τον 19ο αιώνα και στοιχειώνει τους θεατές του μέχρι και σήμερα. Ο «ιθύνων νους» της δημιουργίας του, είναι ο ζωγράφος, Έντουιν Λάντσιρ.
Ο Έντουιν Λάντσιρ, γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1802 και σύντομα απέκτησε την φήμη του «παιδιού θαύματος», οδηγώντας τον αργότερα στο να μαθητεύσει κοντά σε καταξιωμένους καλλιτέχνες της εποχής. Ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με ανατομές ζώων, ώστε να μπορέσει να κατανοήσει εκτενέστερα την σωματοδομή τους, εξού και ο ζήλος του να τα απεικονίσει. Υπήρξε βαθιά ακαδημαϊκός, συνεπώς και το όνομά του συνδέθηκε άμεσα με την Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Piccadilly. Δέχθηκε πρόταση ακόμη και να γίνει πρόεδρος της Ακαδημίας αλλά την απέρριψε.
Στην ζωή του, πάλεψε με έναν συρφετό ψυχολογικών δαιμόνων, όπως της μελαγχολίας και της μανιοκατάθλιψης, βασανιζόμενος από αμφίδρομες κρίσεις πανικού. Το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, το αφιέρωσε στο να αποδίδει ζώα (είτε κατοικίδια είτε άγρια) με απόλυτο ρεαλισμό, ενώ ενίοτε, αντικείμενο της αφοσίωσής του αποτελούσαν και τα ανθρώπινα πορτραίτα.
Επιπλέον, διέπρεπε και στην γλυπτική, γνωστότερος για την περίφημη Στήλη του Νέλσον του Λονδίνου.
Το 1964, ο Λάντσιρ δημιουργεί με περίσσεια σπουδή ένα από τα διασημότερά του έργα, που εύλογα διαφοροποιείται από τα υπόλοιπά του. Δεν πρόκειται για μια στροφή στην καριέρα του, όμως σίγουρα φανερώνει μια ανησυχία, μια επιθετικότητα, μια σύντομη παρένθεση, που δεν συνάπτει με τα προηγούμενα πορτραίτα ζώων.
Πρόκειται για τον πίνακα, «Man Proposes, God Disposes» (στα ελληνικά «Ο άνθρωπος προτείνει και ο Θεός διαθέτει»), με τίτλο παρμένο από την λατινική φράση «Homo proponit, sed Deus disponit» μέσα από το έργο του Θωμά του Κεμπήσιου, το «Imitation of Christ».
Ο πίνακας απεικονίζει δύο αγριεμένες πολικές αρκούδες, οι οποίες περικυκλώνουν λάφυρα, ενδεχομένως μετά από μια καταστροφή. Η γαλήνη που χαρακτήριζε κάποτε τα ζώα στην πλειοψηφία των έργων του ζωγράφου, εδώ έχει μετατραπεί σε απύθμενο μίσος. Η φύση επιδιώκει την αιματηρή της εκδίκησή απέναντι στους «εισβολείς» (ανθρώπους) που το μόνο που τους αφορά είναι να λεηλατούν και έπειτα να κατακτούν.
Αφορμή για το έργο, στέκεται η αποτυχημένη εξόρμηση του Τζον Φράνκλιν το 1845, με πλώρη την Αρκτική. Τα πλοία με τα οποία πορεύτηκε, τελικά εξαφανίστηκαν ολοσχερώς στον πάγο και το ταξίδι πήρε γρήγορα μια καταστροφική τροπή. Μεταγενέστερες έρευνες, αποκαλύπτουν πως τα θύματα δεν βρήκαν άμεσο θάνατο, αλλά πρώτα ταλαιπωρήθηκαν από ασιτία, υποθερμία και αρρώστιες, όπως το σκορβούτο. Γίνονται ακόμη και αναφορές για κανιβαλισμό.
Βάσει των δεδομένων, οι αρκούδες του έργου θα μπορούσαν κάλλιστα να αντικατοπτρίζουν τους εναπομείναντες που αναγκάστηκαν να ξεφύγουν πλήρως από την ανθρώπινή τους υπόσταση και να μετατραπούν σε άγρια ζώα, με αίματα στα δόντια, δείχνοντας πόσο εύκολο είναι υπό αντίστοιχες συνθήκες να ξεχάσει κανείς την ταυτότητά του. Η γυναίκα του Φράνκλιν, η Τζέιν, λέγεται πως δεν επιδίωξε να δει το «ειδεχθές» -κατά τα λεγόμενά της- αυτό έργο κατά την επίσκεψή της στην έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας, το 1864.
Πλέον, το έργο στεγάζεται στο Πανεπιστήμιο Ρόγιαλ Χόλογουεϊ, στην Αγγλία. Σήμερα συγκαταλέγεται στους «καταραμένους πίνακες», έχοντας πλάσει έναν τρομακτικό αστικό μύθο για έναν φοιτητή του Πανεπιστημίου, ο οποίος στην θέαση του έργου, αυτοκτόνησε. Άλλοι πάλι, υποστηρίζουν πως αποδίδει γρουσουζιά και έκτοτε, ο πίνακας καλύπτεται κατά την διάρκεια των εξετάσεων για την αποφυγή παρόμοιων περιστατικών.
Πράγματι, το αίσθημα του οιωνού το οποίο προκαλεί, πέρα από τους θρύλους και τις ιστορίες γύρω από το όνομά του, είναι σχεδόν ακατόρθωτο να μεταφραστεί με λόγια. Ο τρόμος, η τραγικότητα και η τερατουργία του, δηλώνει κάτι παραπάνω από μια ανησυχία ενός καλλιτέχνη.
Είναι η απόλυτη απεικόνιση μιας τραγωδίας που είναι πάνω από το ανθρώπινο ένστικτο και ίσως αυτός ο αστικός μύθος να είναι ο τρόπος των λάτρεων του παραφυσικού να ξαναζωντανεύουν ανά τους καιρούς τον θρύλο και το έπος του έργου, ώστε να μεταφέρουν με παραστατικότητα το συναίσθημα και στις επόμενες γενιές…