Γράφει η Κασσάνδρα Αγαπητού
“…έχει ξημερώσει, κοίτα να δεις, την καλύτερη ώρα ξύπνησα, έχει αυτόν τον ήλιο τον όμορφο, τον διακριτικό, έτσι είναι ο ήλιος το ξημέρωμα, διακριτικός, ευγενικός, γι’ αυτό δίνει αυτό το υπέροχο φως, σαν τους ανθρώπους είναι κι ο ήλιος, βγαίνει δειλά δειλά με ένα ίσως, με ένα τεράστιο μάλλον στο κεφάλι του, γεμάτος απορίες, αναρωτιέται, λες να μην πρέπει να βγω; μήπως κάνω λάθος; μετά, όταν βλέπει ότι τον δέχονται με χαρά και τον καλωσορίζουν αρχίζει να παίρνει τα πάνω του και γίνεται όλο και ζωηρότερος, σιγά σιγά γεμίζει με έπαρση μέχρι που το μεσημέρι, γύρω στις τέσσερις, φτάνει στο αποκορύφωμα της χυδαιότητάς του, μας τρίβει στη μούρη τη δύναμή του, μας δείχνει ποιος είναι το αφεντικό, εξαντλεί κάθε στάλα υπομονής, και όταν βλέπει ότι έχουμε πια αγανακτήσει και είμαστε έτοιμοι να σηκώσουμε μπαϊράκι, φοβάται και αρχίζει να μαζεύεται, ξαναγίνεται διακριτικός, γεμίζει με ευγένεια και σιγά σιγά αποσύρεται περιμένοντας την επόμενη φορά που θα ξαναχτυπήσει, έτσι δεν είμαστε κι εμείς; τα ίδια δεν κάνουμε;”
Χόλι μάουντεν, ένας παραληρηματικός μονόλογος ενός ανθρώπου που βρίσκεται στις τελευταίες στιγμές της ζωής του, καθηλωμένος σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι. Αποδέχεται τον εαυτό του με τα όποια θετικά και αρνητικά του, σωστά ή λάθη, αλήθειες ή ψέματα. Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, θυμάται όσα τον διαμόρφωσαν σαν άνθρωπο, αυτά τα μικρά και ασήμαντα που κάνουν τον καθένα μας ξεχωριστό. Κινήσεις, εκφράσεις, βλέμματα, εικόνες, εμπειρίες, μουσικές, γεύσεις…
«Άλλωστε τι είμαστε; Οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, τα βιβλία που διαβάσαμε, οι τόποι που επισκεφτήκαμε, οι μουσικές που ακούσαμε».
Πρόκειται για την πρώτη συγγραφική δουλειά του Νίκου Βεργέτη. Διαφορετικό, έξυπνο και ταυτόχρονα γλυκόπικρο. Χειμαρρώδης λόγος, άλλοτε έντονος και άλλοτε ήρεμος, χωρίς σημεία στίξεως. Η μοναδική τελεία που υπάρχει στο βιβλίο είναι στο τέλος. Στην τελευταία πρόταση, στην τελευταία λέξη.