Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος*
Στα 120 περίπου χρόνια της σύγχρονης τέχνης, δεν έχει γίνει κτήμα των ανθρωπίνων συνειδήσεων, η νέα οπτική, η αξία και η εκφραστική αμεσότητα και δύναμη της τέχνης αυτής. Επικαλούνται το ακατανόητο, το παράλογο, ενίοτε το πρόχειρο, το άσχημο, την εγκεφαλικότητα και ψυχρότητα των σύγχρονων έργων.
Επικαλούνται τις οικονομικές, κοινωνικοπολιτικές και πολιτιστικές καταστάσεις, που εμποδίζουν ή διαστρεβλώνουν την αισθητική παιδεία των πολιτών, με αποτέλεσμα να αποξενώνεται ο εν δυνάμει δέκτης, από τα καλλιτεχνικά έργα της εποχής μας. Ολέθρια αντίφαση, γιατί κάθε ζωντανή τέχνη εκφράζει κύρια το πνεύμα, τις επιδιώξεις, οράματα και προσανατολισμούς της εποχής της.
Πώς όμως μπορεί ένας καλλιτέχνης να δημιουργήσει σημαντικά έργα σε μια εποχή που σαν κοινωνικό σύνολο αδιαφορεί για την επαφή και την πνευματική οικειοποίηση του έργου που παράγει ο καλλιτέχνης;
Άραγε σε όλη αυτή τη νεφελώδη κατάσταση, που διαρκεί τόσο πολύ και που οι πιθανές βελτιώσεις και συνοδοιπορείες καλλιτέχνη και κοινού συνέβησαν σε κάποιες χρονικές στιγμές, αλλά δεν απέδωσαν σε βάθος και διάρκεια, ποια είναι η θέση και ίσως η ευθύνη του σύγχρονου καλλιτέχνη;
Η είσοδος του 20ου αιώνα άλλαξε ριζικά την εξελικτική πορεία των σχέσεων αυτών. Η δε είσοδος του 21ου αιώνα παγίωσε μεν την ισχύ των χορηγών, των συλλεκτών, των επιμελητών και των θεωρητικών τέχνης, αλλά ο μοχλός της αλλαγής στηρίχθηκε στη βιωμένη από τους σύγχρονους καλλιτέχνες ανεξαρτησία.
Όμως, αυτή η ανεξαρτησία του καλλιτέχνη, από τις παραδοσιακές δομές και κανόνες δημιουργίας, οδήγησε μέσα από αντιστρόφως ανάλογες διαδικασίες σε μια μεγαλύτερη αποξένωση του καλλιτέχνη. Μόνος και κλεισμένος στο προσωπικό του κέλυφος συνθέτει έργα, που απευθύνονται ουσιαστικά στον εαυτό του.
Αλλά και όταν μετέχει ενεργά σε μορφές τέχνης που απαιτούν την συμμετοχή άλλων καλλιτεχνών ή και του κοινού, όπως π.χ. εικαστικές παραστάσεις (performance), εικαστικά περιβάλλοντα, διαμορφώσεις χώρων κ.α., δύσκολα αποβάλλει τον χαρακτηρισμό του περιθωριακού. Δρα στην πραγματικότητα μεταξύ λίγων και ορισμένων, ενός προσωπικού κοινού που έχει ελάχιστη σχέση με το μεγάλο κοινωνικό σύνολο. Ίσως, είναι σημαντικότερο και δημιουργικότερο το να βιώνει την προσωπικότητά του ο καλλιτέχνης μέσα σε ένα καταπιεστικό από εμφανείς φορείς σύστημα…
Η ανεξαρτησία τον οδήγησε μεν σε μια διαδικασία έμπνευσης και παραγωγής έργων που εφευρίσκει ο ίδιος, αλλά δυστυχώς δεν πέτυχε να τον απαλλάξει από τους μεσάζοντες (εμπόρους τέχνης, γκαλερίστες, μάνατζερ, χρηματοδότες, γραφειοκράτες, δημόσιες σχέσεις), ούτε βέβαια από τους καθοδηγητές τάσεων και αισθητικών ιδεών, που στις μέρες μας δεν είναι πλέον οι δημιουργοί, αλλά οι τεχνοκρίτες, θεωρητικοί, γκαλερίστες, διευθυντές μουσείων, επιμελητές διεθνών φουάρ, οι οποίοι καθορίζουν την τέχνη του σήμερα με τις αμφιλεγόμενες αλλά ισχυρές επιλογές τους, παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Έτσι ο καλλιτέχνης που υπερασπίζεται την ανεξαρτησία του, την ελεύθερη έκφρασή του, την ανένδοτη πορεία του για τη δημιουργία σημαντικής τέχνης, δεν έχει καν πεδία επιλογής. Μόνος αποφασίζει την παραγωγή έργων και πολλές φορές τα αποθηκεύει, αφού κανένας δεν τα παράγγειλε, κανένας σχεδόν δεν τα βλέπει και κανένας από τους διακινητές έργων τέχνης δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά. Υπάρχουν τόσοι άλλωστε που είναι πρόθυμοι να ικανοποιήσουν το κάθε τι που επιτάσσουν η μόδα και το μάρκετινγκ.
Λογικά αυτή η καλλιτεχνική ανεξαρτησία θα έπρεπε να ευοδώσει και την δημιουργία έργων σύμφωνα με τις δομικές και αισθητικές αρχές της ζωγραφικής. Όμως αυτή η ανεξαρτησία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, μας οδήγησε μέσα από σχεδόν αντιστρόφως ανάλογες διαδικασίες στην προτεινόμενη εκμηδένιση της ζωγραφικής και κατ’ αναλογίαν της γλυπτικής, της χαρακτικής κι άλλων εικαστικών εκφραστικών μορφών άμεσης έκφρασης.
Η εποχή μας έχει το προνόμιο να σφραγίζει με την αισθητική την ανομοιομορφία και την πολλαπλότητά της στην έκφραση κάθε είδους.
Η καλλιτεχνική οντότητα του εικαστικού δημιουργού, αλλά και κάθε καλλιτέχνη, έχει ουσιαστικά καλυφθεί από την πληθώρα της προσποίησης, της μίμησης και των συμφερόντων που έχουν τα διεθνή αλλά και εθνικά ή κρατικά δίκτυα προώθησης της τέχνης, στηριζόμενα και καλύπτοντας τις απαιτήσεις και ελλείψεις τους και όχι στην αναζήτηση της αληθινής έκφρασης, που αντιπροσωπεύει η γνήσια καλλιτεχνική δημιουργία.
Βιώνουμε την εποχή που η μεγάλη τέχνη έχει απομακρυνθεί από τον άνθρωπο και η ουσία της είναι καθηλωμένη στο παρελθόν. Ο μεγάλος στοχαστής Hegel διατύπωσε υπαινικτικά την άποψη, ότι η τέχνη είναι θνητή και προορισμός της είναι να πεθάνει. Ίσως η απαισιόδοξη άποψή του να είναι καρπός της ιδεαλιστικής του διαίσθησης, όμως φαίνεται πως από το τέλος του 20ου αιώνα την έθεσε σε τροχιά επαλήθευσης, σε μια αντιαισθητική σκοτοδίνη, ενός ανερμάτιστου πλέον «μεταμοντέρνου» αντιγραφικού φορμαλισμού.
Διαπιστώνουμε ότι στο πρακτικό επίπεδο, όχι μόνο η θέση του καλλιτέχνη δεν έχει σχέση με την φημολογούμενη ανεξαρτησία, αλλά ότι η προσχώρησή του σε εξωκαλλιτεχνικά κυκλώματα και φορείς (ένεκα βέβαια της βιωτικής ανάγκης αλλά και των αντιπνευματικών παραγόντων που κυριαρχούν στην αγορά) οδηγούν σε πιθανή εξαφάνιση την εικαστική έκφραση. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τον σύγχρονο καλλιτέχνη σαν σχοινοβάτη που επιχειρεί τα πιο περίεργα και επικίνδυνα κόλπα.
Οι άκρες του σχοινιού είναι αόρατες, αλλά αυτός προχωρεί με άλματα και ταλαντώσεις. Αν τύχει να συντριβεί στο έδαφος κανείς σχεδόν δεν τον λυπάται…Υπάρχει μεγάλη διέξοδος αναφορικά και σχετικά με όλα αυτά;
Πιστεύω ότι οι πιθανές διέξοδοι και απαντήσεις θα προκύψουν μόνο από τους ίδιους τους καλλιτέχνες, που επιμένουν να εκφράζουν την ψυχή τους παρά τις αντιξοότητες. Αν η ανεξαρτησία του καλλιτέχνη κράτησε όσο οι καλλιτέχνες ήταν ενάντιοι στο κατεστημένο της παράδοσης, η διάσωση του καλλιτέχνη στο μέλλον θα επιτευχθεί μόνο, εάν ο καλλιτέχνης συνειδητοποιήσει ότι η αποξένωσή του από το κοινό και την ανθρώπινη ψυχή σημαίνει παραδοχή του «ανώφελου» της τέχνης.
Ο συνειδητοποιημένος καλλιτέχνης δεν θα εκπλαγεί από τις αναπόφευκτες ιστορικές εκπλήξεις και τις αισθητικές αλλαγές και μεταλλαγές που επωάζονται.
*Ο Κώστας Ευαγγελάτος είναι Εικαστικός, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης.