Γράφει η Δρ. Μαράη Γεωργούση, Ιστορικός Τέχνης
Οι δημιουργίες της εμφορούνται από συγκλονιστική πλαστικότητα και εκφραστικότητα. Τα συμπλέγματα φαίνονται σαν να αιωρούνται. Το πάθος διαπνέει όλο της το έργο συνολικά, διατηρώντας όμως την αρχική δύναμη των συνθέσεων, ενώ δίνει πνοή στο μάρμαρο.
Η αρμονία και ο λυρισμός, η τελειότητα των σωμάτων, η λεπτομέρεια αλλά και η ένταση των εκφράσεων απαθανατίζονται στα μαγικά γλυπτά και κορυφαία αριστουργήματα της Καμίλ Κλοντέλ. Η ύλη μέσα από την εκφραστικότητα που της προσφέρει η κορυφαία γλύπτρια ζωντανεύει, οι φλέβες και το δέρμα των γυμνών σωμάτων δείχνει να αναπνέουν το εμβληματικό «Βαλς», αλλά και η σύνθεση «L’âge mûr» αποκαλύπτουν το ατόφιο ταλέντο και την πλαστική δεινότητα μιας γυναίκας δημιουργού σε σκληρή εποχή, ειδικά για την γυναικεία δημιουργική έκφραση.
Χαρακτηριστικό γνώρισμά της να αφήνει κενό ανάμεσα στις μορφές δίνοντας την ψευδαίσθηση στον θεατή πως οι μορφές ίπτανται, δημιουργεί την αίσθηση της έλλειψης βαρύτητας.
Ιστορικά στοιχεία – Οικογενειακή διαδρομή
Η όμορφη γλύπτρια Καμίλ Κλοντέλ γεννημένη το 1864 στην πόλη Fère-en-Tardenois εγκαταστάθηκε αρχικά μαζί με την οικογένειά της το 1868 σε ένα διπλανό χωριό το Villeneuve-sur-Fère στο οποίο για χρόνια επέστρεφαν οικογενειακά για τις καλοκαιρινές διακοπές, έτσι χαράχτηκε στην μνήμη της ως το σημείο αναφοράς της και ο ασφαλής προορισμός των παιδικών και νεανικών της χρόνων.
Σε ηλικία μόλις 12 ετών δημιουργούσε μικρά αγάλματα από πηλό. Αυτά είδε αργότερα ο γλύπτης Boucher και ενθουσιάστηκε διαβεβαιώνοντας την οικογένειά της για το πηγαίο ταλέντο της.
Η οικογένεια έκανε αρκετές μετακινήσεις λόγω των μεταθέσεων του πατέρα της, καθώς ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος σε Υποθηκοφυλακείο. Ο πατέρας της την αγαπούσε και την καμάρωνε πολύ, μάλιστα επιθυμούσε και τα 3 παιδιά του να ασχοληθούν με τις καλές τέχνες για τον λόγο αυτό το 1881 εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι.
Αντιθέτως η μητέρα της ήταν μάλλον σκοτεινή προσωπικότητα, μιλούσε λίγο και δεν ενέκρινε τις επιλογές της μεγάλης κόρης της που της προκαλούσαν συναισθήματα ντροπής, ενώ έδειχνε μεγάλη αδυναμία στην Λουίζ την μεσαία κόρη, 2 χρόνια μικρότερη της Καμίλ. Το τρίτο και μικρότερο παιδί ο Πωλ 4 χρόνια πιο μικρός από την Καμίλ όταν δεν κρυβόταν κοντά στην αδερφή του, κρυβόταν στα βιβλία του και μελετούσε.
Η αρχή της πολυτάραχης διαδρομής
Στο Παρίσι η Κλοντέλ ξεκίνησε τις σπουδές της σε ιδιωτική ακαδημία, η οποία δεχόταν γυναίκες, την Académie Colarossi, ενώ ενοικίασαν ένα ατελιέ μαζί με τη φίλη της από τη σχολή, την επίσης γνωστή αγγλίδα γλύπτρια Jessie Lipscomb, με την οποία παρέμειναν αχώριστες. Κοντά στον γλύπτη Alfred Boucher, που ήταν και ο πρώτος που αναγνώρισε το ταλέντο της, εργάστηκε σκληρά με αφοσίωση, ενώ το 1882, σε ηλικία μόλις 17 ετών, η Καμίλ συμμετείχε στο Σαλόν Γλυπτικής του Παρισιού με ένα γύψινο μπούστο ηλικιωμένης γυναίκας, το οποίο δέχτηκε θετικές κριτικές από τον τύπο, ενώ χαρακτηρίστηκε «σοβαρό και προσεκτικά μελετημένο».
Εν όψει της αναχώρησης στην Ιταλία του δασκάλου της Alfred Boucher ο ίδιος την έφερε σε επαφή με τον Ογκίστ Ροντέν για να συνεχίσει τα μαθήματα γλυπτικής. Ο Ροντέν εκθείασε το μπούστο ενός νεαρού Ρωμαίου, που φιλοτέχνησε η Καμίλ έχοντας ως πρότυπο τον 16χρονο αδερφό της.
Η Καμίλ αντέδρασε περίεργα, τράπηκε σε φυγή από την ντροπή της μην σηκώνοντας το βάρος των κολακευτικών σχολίων ξεχνώντας μάλιστα και το καπέλο της. Αυτή ήταν η αρχή μιας δραματικής και αμφιλεγόμενης ερωτικής ιστορίας. Ο αγώνας της Καμίλ να αναγνωριστεί ως γλύπτρια στην εποχή μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας ήταν άνισος. Πέρασε ένας χρόνος για να εργαστεί ως γλύπτρια και όχι μόνο ως μοντέλο του Ροντέν.
Συμμετείχε μάλιστα σε δύο σημαντικές παραγγελίες που είχε αναλάβει ο ίδιος: τις «Πύλες της Κολάσεως» και τους «Αστούς του Καλαί». Η επιρροή που ασκούσε στο έργο του ως μούσα αλλά και ως δημιουργός σε όλα τα επίπεδα ήταν καταλυτική. Στην Καμίλ ανέθεσε να δουλέψει τα χέρια και τα πόδια, ως γνωστόν τα πιο δύσκολα σημεία, σε επίπεδο τεχνικής, του ανθρωπίνου σώματος. Το συγκλονιστικό μαρμάρινο σύμπλεγμα του Ροντέν με τον τίτλο «φιλί» επίσης τελειοποιήθηκε από την ίδια.
Η Καμίλ είχε να αντιμετωπίσει τον έντονο ναρκισσισμό του Ροντέν
Το ειδύλλιο δεν άργησε να αναπτυχθεί εκείνος 45 ετών συζούσε ήδη επί 20 χρόνια με την Ροζ Μπερέ Μινιόν, μια γυναίκα στωική, που ανεχόταν όλες τις απιστίες του, ενώ ο εκτός γάμου γιός τους ήταν μόλις 2 χρόνια μικρότερος από την Καμίλ. Η σχέση αυτή ήταν ψυχοφθόρα και αποσταθεροποίησε βαθειά σε βάθος χρόνου τις ήδη ευαίσθητες ισορροπίες της Καμίλ.
Τα πρώτα χρόνια του πάθους και της δημιουργίας αντικαταστάθηκαν από τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρική κλινική. Ο Ροντέν κατά την διάρκεια της σχέσης τους διατηρούσε τον σταθερό δεσμό του με την μητέρα του γιού του, την οποία και παντρεύτηκε λίγο πριν από τον θάνατό της, κρατούσε την σχέση του με την γαλανομάτα όμορφη, νεαρή και ταλαντούχα Καμίλ, ενώ σταθερά και διάφορες άλλες γυναίκες βρίσκονταν στο κρεβάτι του.
Η Καμίλ είχε να αντιμετωπίσει τον έντονο ναρκισσισμό του Ροντέν, τις δυσκολίες του ανδροκρατούμενου περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με την απόρριψη και την στέρηση της αγάπης από την μητέρα της, που ενδεχομένως να ήταν εκείνη που την οδήγησε υποσυνείδητα στην καταστροφική σχέση της με τον Ροντέν. Οι ματαιώσεις της ήταν οδυνηρές, στις οποίες μάλιστα προστέθηκε ο ανταγωνισμός που προέβαλε επάνω της ο αυτάρεσκος Ροντέν βλέποντας την εξέλιξη του εξίσου σπάνιου ταλέντου της. Δημόσια έλεγε καλά λόγια για εκείνη αλλά η κριτική του στην ίδια για τα έργα της ήταν ύπουλα βιτριολική.
Από το 1893 μέχρι το 1908, η Καμίλ διαγράφει μια συνολικά αξιόλογη πορεία όχι όμως αντίστοιχη του ταλέντου της. Εκθέτει στα Σαλόν Γλυπτικής του Παρισιού, αποκτά σημαντικές συμμαχίες, αναπτύσσει φιλική σχέση με μία μαικήνα, την Κόμισσα ντε Μαιγκρέ.
Παράλληλα εκθέτει τα έργα της στο κοινό σε δύο ατομικές εκθέσεις σε γκαλερί. Παρά το αδιαμφισβήτητο ταλέντο και τις εμβληματικές της συνθέσεις, στα μάτια των κριτικών ήταν απλώς η μαθήτρια του Ροντέν. Το 1894 τον εγκαταλείπει, αν και θα παλινδρομήσει στη σχέση για 4 ακόμα χρόνια, με τον οριστικό χωρισμό να επέρχεται το 1898. Οι πολυπόθητες παραγγελίες από συλλέκτες και ιδρύματα δεν έρχονται ποτέ στον βαθμό που της άξιζαν.
Η αντίστροφη μέτρηση για την ψυχική της υγεία
Επεμβαίνει κατόπιν παράκλησής του και τελειοποιεί τα έργα του θρυλικού Ροντέν, τον βοηθάει παραμελώντας την δική της δουλειά. Ο αλαζονικός Ροντέν ενώ δημόσια είχε υπερασπιστεί το ταλέντο της, συχνά στην ίδια υπενθύμιζε πως ότι μπορεί να κάνει το χρωστάει στον ίδιο και σε όσα της δίδαξε. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, του μοναδικού ανθρώπου που την αγάπησε και την υποστήριξε πραγματικά, έχασε τον έλεγχο του εαυτού της.
Κατόπιν αιτήματος της οικογένειάς κλείστηκε σε κλινική, ενώ έμεινε έγκλειστη για 30 χρόνια μέχρι και τον θάνατό της το 1943. Η μητέρα και η αδερφή της δεν την επισκέφτηκαν ποτέ, ο αδερφός της στα συνολικά 30 χρόνια της νοσηλείας της, την επισκέφτηκε σχεδόν 12 φορές. Η ίδια τον είχε μεγαλώσει αλλά δεν της επέστρεψε στον ίδιο βαθμό την αγάπη που είχε λάβει. Μάλιστα η μητέρα της αρνήθηκε να την δεχτεί το σπίτι, όταν επιτάχθηκε το 1914 με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου η κλινική, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί σε άσυλο στην Αβινιόν και να παραμείνει εκεί ξεχασμένη μέχρι το τέλος της. Έφυγε σε ηλικία 79 ετών το 1943.
Ωστόσο ο ίδιος ο Ροντέν συγκέντρωσε και έσωσε όσα γλυπτά της γλίτωσαν από τις κρίσεις της και την καταστροφική της μανία, ενώ πλήρωνε ένα σημαντικό ποσό για την νοσηλία της προσπαθώντας μάλιστα να επιτύχει την έξοδό της από το άσυλο σε αντίθεση με την οικογένειά της, η οποία στάθηκε κατώτερη των περιστάσεων.
Ο αδερφός της Πωλ μαζί με τον Ροντέν εν τέλει συγκέντρωσαν 90 γλυπτά που φιλοξενούνται στο φυσικό τους περιβάλλον, στην οικεία του Ροντέν στο υπέροχο σχετικά πρόσφατα ανακαινισμένο σημερινό μουσείο Ροντέν στο Παρίσι (από όπου προέρχονται από την τελευταία επίσκεψή μου το 2019 και οι φωτογραφίες του άρθρου).
Camille Claudel Museum