Η Σκιά της Απόφασης
Ο Γεώργιος Τσολάκογλου γεννήθηκε την άνοιξη του 1886, στα βουνά της Ρεντίνας, στα Άγραφα. Ήταν ένα παιδί λιγομίλητο, με μάτια γεμάτα σοβαρότητα. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος, τον μεγάλωσε με πειθαρχία και πίστη στην πατρίδα. Δίπλα του μεγάλωσε κι ο αδελφός του, Νικόλαος Σπυρόπουλος, που αργότερα θα γινόταν κι αυτός στρατηγός. Από νωρίς έδειξαν και οι δύο τον δρόμο που θα ακολουθούσαν: τον δρόμο του όρκου, της στολής, της μάχης.
Ο Γεώργιος κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό και φοίτησε στη Σχολή Υπαξιωματικών. Τον Ιούλιο του 1912 βγήκε ανθυπολοχαγός Πεζικού και τοποθετήθηκε στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού Λαρίσης. Από τότε, το πεπρωμένο του ήταν γραμμένο σε φλόγες: Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Γιαννιτσά, Λαχανάς… Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του έδωσαν το βάπτισμα του πυρός.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε στον Στρυμώνα. Κατόπιν, η Μικρασιατική Εκστρατεία. Διοικητής του 1/39ου Τάγματος Ευζώνων, κι έπειτα επιτελάρχης της IV Μεραρχίας. Στην καταστροφή του 1922, ο Τσολάκογλου ακολούθησε πρώτα τη φάλαγγα του στρατηγού Τρικούπη, και έπειτα του στρατηγού Φράγκου, στη θανάσιμη υποχώρηση πριν τη Σμύρνη.
Ήταν σιωπηλός, αυστηρός, ανώτερος αξιωματικός από το 1935. Διοίκησε Μεραρχίες, τη Σχολή Ευελπίδων και το Γ’ Σώμα Στρατού. Όταν το 1940 ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Στη Μάχη του Μόροβα οδήγησε το Σώμα του σε νίκη, παρά τους δισταγμούς της ανώτατης ηγεσίας.
Αλλά το 1941 έφερε τη γερμανική καταιγίδα. Στις 6 Απριλίου, η Βέρμαχτ εισβάλλει. Μέσα σε λίγες μέρες, η άμυνα καταρρέει. Ο Παπάγος διατάζει αντίσταση. Όμως ο Τσολάκογλου, μαζί με τους αντιστρατήγους Παναγιώτη Δεμέστιχα και Γεώργιο Μπάκο, βλέπει καθαρά: η συντριβή είναι αναπόφευκτη.
Το δίλημμα είναι αμείλικτο: Θυσία ή συνθηκολόγηση;
Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων πιέζει. Οι αξιωματικοί παρακαλούν. Ο διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου, Ιωάννης Πιτσίκας, παραμερίζεται. Ο Τσολάκογλου αναλαμβάνει μόνος την ευθύνη.
Στις 20 Απριλίου, στο Βοτονόσι, υπογράφει ανακωχή με τον Σεπ Ντίτριχ των Ες-Ες. Ο Παπάγος από την Αθήνα καλεί σε αντίσταση. Μα είναι αργά. Στις 21 Απριλίου, ο στρατηγός υπογράφει την παράδοση του Ελληνικού Στρατού στον Χανς φον Γκράιφφενμπεργκ. Στις 23 Απριλίου, στη Θεσσαλονίκη, σφραγίζει τη συμφωνία και με τον Άλφρεντ Γιοντλ και τον Ιταλό στρατηγό Φερρέρο – για να ικανοποιηθεί και η ματαιοδοξία του Μουσολίνι.
Στις 30 Απριλίου, ορκίζεται Πρωθυπουργός της κατεχόμενης Ελλάδας. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνείται. Ο Τσολάκογλου δέχεται την τελετή από έναν απλό ιερέα, τον Ν. Παπαδόπουλο, στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση. Έτσι ξεκινά η πρώτη κυβέρνηση της Κατοχής.
Δίπλα του στέκονται παλιοί σύντροφοι του στρατού: ο Δεμέστιχας, ο Μπάκος, ο γιατρός Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος και ο Σωτήριος Γκοτζαμάνης. Οι Βρετανοί τον αποκαλούν «Έλληνα Κουΐσλιγκ», οι πολιτικοί της Αθήνας όμως τον αναγνωρίζουν – προς στιγμήν – ως «κυβέρνηση εθνικής ανάγκης».
Αλλά η Ελλάδα πεινά. Η δραχμή καταρρέει, η μαύρη αγορά οργιάζει, οι χρυσές λίρες εξαφανίζονται. Ο Τσολάκογλου προσπαθεί, παζαρεύει με το Βερολίνο και τη Ρώμη, αλλά τίποτα δεν αλλάζει. Το φθινόπωρο του 1942, παραιτείται, πιεζόμενος από τους Καφαντάρη, Σοφούλη, Γονατά, Μάξιμο, Πάγκαλο – ακόμα και τον Ιωάννη Ράλλη.
Μετά την απελευθέρωση, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Στο Ειδικό Δικαστήριο του 1945, κατηγορήθηκε για συνθηκολόγηση και συνεργασία με τον εχθρό. Η δίκη κράτησε μήνες. Η απολογία του ήταν λιτή:
«Ή να συνεχιστεί ο αγώνας και να γίνει ολοκαύτωμα, ή να τολμήσω. Δεν μετανιώνω.
Νιώθω υπερηφάνεια.»
Καταδικάστηκε σε θάνατο. Όμως, λόγω της πολεμικής του δράσης, η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια.
Στο διάστημα που ο Τσολάκογλου παρέμενε κρατούμενος στις φυλακές Ζελιώτη (σημερινό κτίριο Μινιόν, επί της Πατησίων), η υγεία του διαρκώς χειροτέρευε, εξαιτίας της λευχαιμίας, από την οποία είχε προσβληθεί στην αρχή της Κατοχής.
Πέρασε τα τελευταία του χρόνια άρρωστος, φτωχός, χωρίς σύνταξη. Πέθανε στο ΝΙΜΤΣ στις 22 Μαΐου 1948. Η κηδεία του, στο Α’ Νεκροταφείο, έγινε χωρίς τιμές. Το 1960, τα οστά του μεταφέρθηκαν σε νέο τάφο που του παραχώρησε ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Παυσανίας Κατσώτας.
Ο Τσολάκογλου έζησε ως στρατιώτης, πέθανε ως κατάδικος και έμεινε στη μνήμη σαν αίνιγμα. Ήταν προδότης ή σωτήρας; Άνοιξε δρόμο στον εχθρό ή έσωσε έναν λαό από την καταστροφή;
Η Ιστορία, σκληρή και δίκαιη, δεν δίνει εύκολες απαντήσεις. Ο στρατηγός της σιωπής έγραψε τη μοίρα του με το χέρι που άλλοτε κρατούσε σπαθί — κι ύστερα πένα.
πηγή: wiki