Γράφει ο André Hallack*
Πολύ συχνά κατά τη διάρκεια της ζωής μας ακούμε συνειδητά, ασυνείδητα, φευγαλέα, μια μελωδία που ριζώνει τόσο βαθιά στη μνήμη μας, που κάθε φορά που την ξανακούμε έχει επίδραση σε εμάς άλλοτε θετική άλλοτε αρνητική. Μας κάνει να αισθανόμαστε όμορφα, τρυφερά, μελαγχολικά, μερικές φορές, μας προσδίδει μια “σκοτεινή” διάθεση, μια θλίψη.
Από την ημέρα που γεννήθηκα και πρώτο-γνώρισα τους ήχους αυτού του κόσμου, μπορώ να θυμηθώ μια τέτοια μελωδία που για ένα διάστημα ήταν η συνεχής σύντροφός μου. Εκείνη την εποχή, ήταν απλά ένας νέος ήχος που ήταν μαγευτικός και συναρπαστικός αλλά παράλληλα και ηρεμιστικός για τα αυτιά ενός βρέφους στην πρώτη του επαφή με τον κόσμο.
Έκτοτε, συνάντησα τη μελωδία αυτή αρκετές φορές, τυχαία σε διάφορες μορφές και εκτελέσεις: σε κινούμενα σχέδια, μουσικά κουτιά, παιδικά παιχνίδια, στο ραδιόφωνο. Πάντα με την ίδια ηρεμιστική επίδραση στα αυτιά μου, όπως την άκουσα την πρώτη εκείνη φορά. Τότε, προσπάθησα να την αναζητήσω αλλά ήταν δύσκολο χωρίς να γνωρίζω τίποτα για το όνομα, το ιστορικό ή τον συνθέτη της.
Μια μέρα, κατά τη διάρκεια των πρώτων μου μαθήματων μουσικής, η δασκάλα μου μου έδωσε ένα κομμάτι για να μελετήσω στο πιάνο. Θυμάμαι το έπαιξε μία φορά για να με εξοικειώσει με τη μουσική και τον τρόπο παιξίματος.
Προς μεγάλης μου έκπληξη και χαρά, το κομμάτι δεν ήταν άλλο από τη μελωδία που αναζητούσα.
Ονομαζόταν “Wiegenlied, ή Lullaby ή Cradle Song“, μια σύνθεση του διάσημου Γερμανού συνθέτη, Γιόχαν Μπράμς. Και ήταν ένα από τα πιο γνωστά, αναγνωρίσιμα και αγαπημένα νανουρίσματα (Lullaby) στον κόσμο.
Καθώς ασχολήθηκα περισσότερο με τη μελέτη της μουσικής άρχισα να εκτιμώ τις μελωδίες, τις συνθέσεις και τη μουσική πέραν από το ηχητικό κομμάτι. Ενδιαφερόμουν επίσης και για το ιστορικό πίσω από τη σύνθεση. Και έτσι αποφάσισα να αναζητήσω την ιστορία πίσω από το Wiegenlied.
“Wiegenlied ή Lullaby ή Cradle Song”
Και όμως, αυτό το διάσημο νανούρισμα, κρύβει ένα μικρό μυστικό διότι δεν είναι πραγματικά ένα νανούρισμα αλλά ένα κρυφό τραγούδι αγάπης. Ένα δώρο σε μια γυναίκα που ακόμα είχε στην καρδιά του συνθέτη, μια φλόγα που δεν μπορούσε να σβήσει.
Μέχρι τα 25 του, ο Μπράμς ήταν ένα ανερχόμενο αστέρι στον μουσικό κόσμο που τα είχε όλα…. Όλα εκτός από ένα πράγμα. Αυτό που έλειπε στη ζωή του ήταν ο έρωτας.
Και ξαφνικά ερωτεύτηκε.
Το όνομά της ήταν Bertha Faber και τραγουδούσε στη χορωδία που διεύθυνε ο Μπράμς. Και ο έρωτας τους άμεσως άναψε.
Η ζωή κυλούσε με απογευματινές βόλτες στο πάρκο περπατώντας πιασμένοι χέρι με χέρι. Και καθώς περπατούσαν, η Bertha του τραγουδούσε ένα γλυκό τραγούδι αγάπης, το «S’is Anderscht», ένα διάσημο παραδοσιακό τραγούδι εκείνη την εποχή γραμμένο από κάποιον που ονομαζόταν Alexander Baumann. Το τραγούδι αυτό θα γινόταν το σύμβολο της αγάπης τους, το «τραγούδι τους».
Όμως, η σχέση του Μπράμς με το γυναικείο φύλο ήταν μια περίπλοκη, μπερδεμένη και γενικά ανεξιχνίαστη υπόθεση όπως αναφέρουν κάποιοι μελετητές, που τελικά τον χαρακτηρίσαν μισογύνη. Υποπτεύονται ότι αυτή η αποστροφή του προερχόταν από τις εμπειρίες του όταν ήταν μικρός και έπαιζε πιάνο σε καταγώγια, όπου σύχναζαν ναύτες στο Animierlokale, στην πατρίδα του, στο Αμβούργου.
Ενώ αμφισβητείται η ακρίβεια αυτών των ιστοριών, δεν παύουν να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εικόνας που ο Brahms επέλεξε να δημιουργήσει για τον εαυτό του και την προφανώς προβληματική του παιδική ηλικία και μετέπειτα συμπεριφορά.
Μια αφήγηση στη βιογραφία του Eugenie Schauffler για τον Μπραμς καταγράφει: “Ο Max Friedlaender, μια γνωριμία του Brahms, βρισκόταν σε ένα πάρτι γενεθλίων για τον συνθέτη το 1880. Μετά από πολλά ποτήρια σαμπάνιας, ο Friedlaender ανατέθηκε να συνοδεύσει τον έντονα μεθυσμένο Brahms μέχρι το σπίτι του. Στο δρόμο, ο Μπράμς ξέσπασε σε ένα παραλήρημα λέγοντας: «Μου λέτε ότι πρέπει να έχω τον ίδιο σεβασμό, το ίδιο υψηλό φόρο τιμής για τις γυναίκες που έχετε! … Περιμένετε κάτι τέτοιο από έναν άνθρωπο που βίωσε μια καταραμένη παιδική ηλικία όπως τη δική μου!»
Ο Friedlaender συνοψίζει λέγοντας πώς ο πατέρας του Μπραμς τον «σήκωνε τον μικρό Μπραμς από το κρεβάτι για να παίξει για χορό και να συνοδεύει άσεμνα τραγούδια και ακόλαστες πράξεις».
Λόγω του περίπλοκου ιστορικού του και των απωθημένων του, ο Μπραμς δε μπορούσε να εμπιστευτεί ή να ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά του προς τη Bertha και έτσι, με άδοξο τρόπο τερμάτισε τη σχέση τους.
Μια μέρα, 10 χρόνια αργότερα, ενώ αγνάντευε τους χειμερινούς δρόμους της Βιέννης, ο Μπράμς βλέπει την Bertha. Αλλά δεν ήταν μόνη. Είχε παντρευτεί έναν πλούσιο βιομήχανο, είχε ένα παιδί και όπως ήταν εμφανές ανάμενε ακόμα ένα.
Αυτή η συνάντηση του Μπράμς με την Bertha, πυροδότησε μέσα του πλημμύρα συναισθημάτων λαχτάρας αλλά και απώλειας που τα διοχέτευσε στη μουσική του.
Και έτσι, το 1868, ο Μπράμς έγραψε το πιο διάσημο νανούρισμα του κόσμου. Ήταν ένα δώρο στη Bertha για τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της.
Αλλά εδώ είναι το μυστικό. Ανάμεσα στις νότες και μέσα στη μελωδία του νανουρίσματος, ο Μπράμς είχε «κρύψει» τη μελωδία του τραγουδιού που του τραγουδούσε η Bertha στις βόλτες τους.
Ο Μπραμς έστειλε την παρτιτούρα του νανουρίσματος στην Bertha μαζί με μια επιστολή. Στην επιστολή αυτή, ο Μπράμς εξηγεί στην Bertha ότι καθώς αυτή θα τραγουδούσε το νανούρισμα στο μωρό της να κοιμηθεί, θα τραγουδούσε ταυτόχρονα και ένα τραγούδι αγάπης.
Ίσως ο Μπράμς να ήθελε να υπενθυμίσει με αυτό τον τρόπο στη Bertha την αγάπη. Κάθε φορά που τραγούδουσε στο μωρό της, εκείνη θα τραγουδούσε το «τραγούδι τους» και ο Μπράμς θα «τραγουδούσε» σε εκείνη την αγάπη που ένιωθε όλη του τη ζωή γι αυτήν αλλά ποτέ δεν μπορούσε να της εκφράσει, όπως εκείνη επιθυμούσε.
Δύο χρόνια μετά τη σύνθεσή του, το τραγούδι δημοσιεύθηκε ως το τέταρτο μιας συλλογής πέντε τραγουδιών, opus 49, με την επίσημη ονομασία «Wiegenlied, op. 49/4».
Το Lied ήταν πολύ επιτυχημένο. Όμως ο συντάκτης είπε στον Brahms ότι ήταν πολύ σύντομο: είχε αρχικά μόνο μια στροφή, με κείμενο από την παραδοσιακή συλλογή ποίησης «Des Knaben Wunderhorn». Ύστερα από την έντονη επιμονή του συντάκτη, ο Μπραμς πρόσθεσε μια δεύτερη στροφή το 1872, μουσικά ίδια με τη πρώτη, αλλά αυτή τη φορά με κείμενο από τη συλλογή ποίησης του Georg Scherer Deutsche Volkslieder.
Και αυτή είναι η έκδοση του Lied που γνωρίζουμε σήμερα.
Το τραγούδι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά δημόσια στις 22 Δεκεμβρίου 1869 στη Βιέννη από την Louise Dustmann (τραγούδι) και την Clara Schumann να την συνοδεύει στο πιάνο.
Το μωρό της Bertha ήταν αγόρι και η Bertha τον ονόμασε Johannes, προς τιμήν του μεγάλου συνθέτη, στενού οικογενειακού φίλου και παλιού της έρωτα, Johannes Brahms.
*Ο André Hallack είναι μουσικός και τον απολαμβάνουμε μόνο κάθε Σάββατο βράδυ στο Μοναστηράκι, στο Cafe Avissinia