Συνέντευξη στη Ζέτα Τζιώτη
Συναντήσαμε τον ηθοποιό, Νίκο Καλογερόπουλο και μιλήσαμε μαζί του μετά την παράσταση στο θέατρο «Εν Αθήναις» στο Γκάζι. Ο γνωστός ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ποιητής και τραγουδοποιός έχει ανεβάσει το θεατρικό έργο, που ο ίδιος έγραψε με τίτλο «ο καθένας κι ο κανένας», μια πολιτική σάτιρα Αριστοφανικού χαρακτήρα, με μια μοναδική ερμηνεία από τον ίδιο. Μας μίλησε χωρίς υπεκφυγές, όπως το συνηθίζει εξάλλου, για το έργο αυτό, που είναι αφιερωμένο στον άγνωστο αξιοπρεπή πολίτη. Μας μίλησε επίσης, για το «τρενοτεχνείο» στην Κυπαρισσία, ένα δύσκολο εγχείρημα, που τελικά στέφτηκε με επιτυχία, έναν πολυχώρο κόσμημα για την περιοχή.
– Κρίνοντας από την μέχρι τώρα πορεία σου, αντιλαμβανόμαστε ότι διαλέγεις πάντα ρόλους με ισχυρά κριτήρια και δεν είσαι εύκολος στις επιλογές σου. Έχει τύχει ποτέ να αρνηθείς κάποιο ρόλο και μετά να το έχεις μετανιώσει;
-Έχω αρνηθεί πάρα πολλούς ρόλους. Έναν στους είκοσι δέχομαι να παίξω και δεν έφταιγαν πάντα οι ρόλοι που αρνιόμουν. Μπορεί να έφταιγε αυτός που μου τον πρότεινε ή ο συμπρωταγωνιστής μου ή κάτι άλλο. Εγώ για να δημιουργήσω επιθυμώ να δημιουργώ σε ευνοϊκές συνθήκες. Δεν είμαι μηχανάκι να μπαίνω στην πρίζα. Εξάλλου, σε κάθε παράσταση παίζω τον ίδιο ρόλο διαφορετικά, ανάλογα με τη διάθεσή μου και τη ψυχολογία μου.
– Περνάς πολύ χρόνο στην ιδιαίτερη πατρίδα σου, στην Κυπαρισσία. Σε ικανοποιεί αυτό;
-Στην Κυπαρισσία φτιάξαμε έναν μοναδικό χώρο πολιτισμού, το «τρενοτεχνείο». Βρίσκεται στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της πόλης και ξεφύτρωσε μέσα από τον σκουπιδότοπο του παλιού μηχανοστασίου και τα πεταμένα υλικά, που βρίσκονταν στις άκρες των δρόμων.
Ήταν όνειρο ζωής!
Κάναμε αυτό που λέει ο Ελύτης:
« Ὥσπου τέλος ἔνιωσα
κι ἂς πᾶ᾿ νὰ μ᾿ ἔλεγαν τρελὸ
πῶς ἀπό ῾να τίποτα γίνεται ὁ Παράδεισος.»
… από ένα τίποτε φτιάξαμε … τον Παράδεισο!
Νοικιάσαμε το χώρο από τον ΟΣΕ και μας βοήθησαν όσοι καταλάβαιναν το τι ακριβώς κάναμε και το κέρδος που θα είχε ο τόπος από αυτό. Το εγχείρημα μας, να ξέρεις, το τιμά όλη η περιοχή. Πίστευα όμως ότι θα μπορούσα να το κρατήσω όλη τη χρονιά, αλλά γελάστηκα. Το καλοκαίρι όμως γίνονται καταπληκτικές διοργανώσεις. Στον πολυχώρο αυτό έχουμε φιλοξενήσει ως και 3000 άτομα και ελπίζουμε να φτάσουν τα 5000.
– Το έργο που έχεις ανεβάσει στο θέατρο « Εν Αθήναις» με τίτλο «ο καθένας κι ο κανένας» έχει πολιτική χροιά. Γιατί επιλέγεις συνήθως έργα που προβληματίζουν;
-Για μένα η τέχνη έχει πια μόνο πολιτική χροιά. Δεν κάνω τίποτε που να μην έχει πολιτική κατεύθυνση γιατί αλλιώς δεν θα μου λέει κάτι, δεν θα σημαίνει κάτι για μένα. Ας κοιτάξουμε τους δασκάλους μας, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη. Ειδικά τον Αριστοφάνη, που ουσιαστικά έκανε επιθεώρηση.
Στην Αρχαία Ελλάδα όμως οι πολίτες ήταν ενεργοί. Οι νεοέλληνες πάσχουμε σ αυτό. Πάσχουμε από τους ανενεργούς πολίτες στη χώρα μας. Μας βρήκαν μπόσικους και μας λιανίζουν. Θα πρέπει να είμαστε συνειδητοποιημένοι και να κάνουμε τα αυτονόητα δηλαδή να σκεπτόμαστε πριν πράξουμε και να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας. Πως είναι δυνατό να θεωρούσαμε λογικό ο Νεοέλληνας να παίρνει εκδρομοδάνειο ή ό,τι άλλο δάνειο για το κέφι του;
Ήρθε η ώρα να πληρώσεις, φίλε! Λογικό! Έτσι είναι. Αλλά δυστυχώς εθελοτυφλούμε και λέμε ψέματα πρώτα στον ίδιο μας τον εαυτό. Αν λες ψέματα στον εαυτό σου, δεν μπορείς να πεις αλήθεια πουθενά! Πρέπει ο άνθρωπος να σέβεται πρώτα τον εαυτό του για να τον σεβαστεί ο συνάνθρωπός του. Εμείς ασεβήσαμε στον εαυτό μας, στον πολιτισμό μας, στην ιστορία μας, στην πατρίδα μας… και πάρ’ τα τώρα!! Θυμάσαι τον Κίσινγκερ; Εγώ δεν τον βγάζω από το μυαλό μου. Όταν ήμουν νεότερος και πρωτάκουσα αυτά που είχε πει για τους Έλληνες και δεν είχα συνειδητοποιήσει τι εννοούσε.
«Ο λαός των Γκρεκών είναι αναρχικός και δύσκολος να τιθασευθή. Γι’ αυτό πρέπει να τον χτυπήσουμε βαθιά στις πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ίσως αναγκασθεί να συμμορφωθεί… Εννοώ να πλήξουμε τη γλώσσα του, την θρησκεία του, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα…» Έλεγε ότι η Ελλάδα πρέπει να τσακιστεί στον πολιτισμό και στη γλώσσα. Αυτά εννοούσε! Να τα τώρα! Κοίτα τι συμβαίνει στην πατρίδα, γλυκά – γλυκά!! Ξυπνήσαμε ένα πρωί και εμείς οι Έλληνες είμαστε εξόριστοι στην πατρίδα μας. Στον Πειραιά, στην πλατεία Βικτωρίας, στα Πατήσια, στα νησιά… χαμός!! Φοβάσαι να γυρίσεις το βράδυ σπίτι σου. Ξαφνικά όλοι γίνανε διεθνιστές! Τι διεθνιστές!
Εγώ δηλαδή θέλω το κακό των μεταναστών; Όχι βέβαια! όχι βέβαια! Καθόλου! Εγώ τους σέβομαι όλους! Πρώτα σέβομαι τον εαυτό μου και τον πολιτισμό μου και φιλοξενώ τους συνανθρώπους μου που έχουν ανάγκη. Απαιτώ όμως, όπως σέβομαι τον πολιτισμό μου και τον «ξένο», να με σέβεται και αυτός με τη σειρά του, κατάλαβες; Αν δεν με σέβεται κάποιος και δεν του αρέσει ο πολιτισμός μου, τότε να φύγει και να πάει, όπου θα είναι καλύτερα και όπου θα είναι ευτυχισμένος.
– Αυτό το θεατρικό αντικατοπτρίζει όλη την πολιτική και ιδεολογική σου φιλοσοφία. Πώς το δέχεται ο κόσμος;
Το έργο αυτό είναι μια ωδή με λαϊκά άσματα, αφιερωμένη στον άγνωστο πολίτη, στον καθένα από μας, που κατέθεσε τη ψυχή του, την περιουσία του, την ελπίδα του, όχι όμως την αξιοπρέπεια του και τα όνειρα του. Αυτή είναι η δική μας καταγγελία για την οικονομική κρίση και τον αντίκτυπό της στον άνθρωπο. Για τον κάθε άνθρωπο το έργο αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Ο καθένας το αντιλαμβάνεται διαφορετικά, ανάλογα με τα βιώματα του. Εδώ πρέπει να εστιάσουμε!
Έτσι και εγώ με τη σειρά μου αισθάνομαι ότι σαν δημιουργός κάτι πέτυχα. Έκανα τον θεατή να σκεφτεί. Το έργο είναι δραματικό. Είναι έργο της … μέρας! Είναι ένα έργο σύγχρονο και θέλω να προβληματίσω και να κάνω τον θεατή να σκεφτεί. Δεν θέλω να χαϊδέψω τα αυτιά κανενός. Γελάμε βέβαια λίγο γιατί έχει κάποιες σκηνές αστείες. Αστείες! Συνειδητοποιούμε την κατάσταση και γελάμε με τα χάλια μας και τα παθήματά μας, δηλαδή. Με το ένα μάτι γελάς και με το άλλο κλαις! Ο Έλληνας έχει το στοιχείο του αυτοσαρκασμού και αυτό τον σώζει!
– Θα κάνετε περιοδείες στην Ελλάδα φέτος;
-Το έργο μαθεύτηκε! Ξεκινήσαμε να το παίζουμε αργά στη σαιζόν αλλά είχε μεγάλη ανταπόκριση. Κανονικά, θα έπρεπε να το παίξω σε όλη την Ελλάδα που με περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες. Όπου έχω πάει να παίξω, έχω εισπράξει αγάπη από τον κόσμο, γιατί πάω και ξαναπάω. Είναι δικοί μου άνθρωποι. Δεν τους ξεχνώ. Δεν ξέρω όμως που θα προλάβω. Τώρα που μεγάλωσα προτιμώ να γράφω. Σπουδαίο πράγμα η συγγραφή και θα πρέπει να εξοικονομώ χρόνο γι αυτήν.
Με την αλληγορία των αλόγων
Και με την λογική των παραλόγων
Λέω εκείνα που ‘θελε να πει ο καθένας
Και υπογράφω εγώ για όλους ο κανένας
Εγώ είμαι εγώ, εγώ είμαι κι ο άλλος
Εγώ ο μικρός, εγώ και ο μεγάλος
Βαρώ τα όργανα και τραγουδάω στους δρόμους
Με τους ελεύθερους και με τους παρανόμους
Εγώ αϊτός, εγώ και Προμηθέας
Εγώ ο τρελός της διπλανής παρέας
Λέω αυτά που δε τολμάτε εσείς να πείτε
Και χαρμοκλαίω που στο βάθος συμφωνείτε
Τα όνειρα εκδίκηση γυρεύουν
Πετούμενα στον ουρανό χορεύουν
Τα χρόνια τρέχουν ρε μάγκες σηκωθείτε
Και εν ανάγκη τώρα όλοι τρελαθείτε
Με την αλληγορία των αλόγων
Και με τη λογική των παραλόγων
Κρούω τον κώδωνα προς εαυτούς και αλλήλους
Κρούω τον κώδωνα σ’ αφεντικά και σκύλους.
N.Κ.