Λίγα λόγια για την έκθεση “Η Αθήνα μου – Πενήντα χρόνια ατομικής εικαστικής δημιουργίας”, που πραγματοποίησε τα εγκαίνιά της την Πέμπτη 9 Ιανουαρίου στον Χώρο Τέχνης ΣΤΟart Kοραή, από την Βένια Παστάκα, Ιστορικό Τέχνης.
Μισός αιώνας τέχνης
Πενήντα χρόνια που συμπληρώνονται φέτος από την πρώτη ατομική παρουσία του Πέτρου Ζουμπουλάκη στο ελληνικό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, και η παρούσα έκθεση μετατρέπεται σε μια ευτυχή συγκυρία. Μισός αιώνας εικαστικής δημιουργίας συμπυκνώνεται στην έκθεση που αντικείμενό της δεν είναι άλλο από τον τόπο που γεννήθηκε και έζησε, την πόλη της Αθήνας· μια Αθήνα αντιφάσεων, άλλοτε γοητευτική και άλλοτε άσχημη, μα πάντοτε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Άλλωστε όπως έχει πει και ο ίδιος ο ζωγράφος:
«Με την Αθήνα συνδέομαι με σχέση αγάπης και μίσους. Στην Αθήνα γεννήθηκα, στην Αθήνα μεγάλωσα, την γνώρισα σε όλες τις μεταλλάξεις της, η Αθήνα με πονάει καθημερινά.»
Πέτρος Ζουμπουλάκης
Ο Ζουμπουλάκης λοιπόν, μέσα από τη βιωματική σχέση που έχει με την πόλη του, παρουσιάζει μια έκθεση που απαρτίζεται τόσο από έργα που δημιούργησε κατά τη διάρκεια της ζωγραφικής του πορείας όσο και από οπτικοακουστικό υλικό αλλά και αντικείμενα που αποσκοπούν στο να δημιουργήσουν γνώριμες «γωνιές» της πρωτεύουσας.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί πέρα από μια ιδιαίτερη αισθητική εμπειρία, μια εικαστική μικρογραφία της καθημερινής πραγματικότητας των κατοίκων της Αθήνας. Η κριτική ματιά του καλλιτέχνη απέναντι στην πόλη του δεν περνάει φυσικά αδιάφορη από τον επισκέπτη αλλά δεν καθοδηγεί.
Ο μικρόκοσμος που δημιουργείται μέσα στην αίθουσα τέχνης, μοιάζει με αυτόν που υπάρχει σε μια κρυστάλλινη σφαίρα, που μέσα της κλείνει μια σκηνή τόσο εύθραυστη όσο και εύκολα μεταβαλλόμενη· είναι στο χέρι του επισκέπτη το πώς θέλει να δει την εικόνα αυτή.
Από την άλλη πλευρά η έκθεση αναδεικνύει για άλλη μια φορά τη μεγάλη ζωγραφική του Πέτρου Ζουμπουλάκη· σχεδιαστική άνεση, αρμονία χρώματος και σύνθεσης. Ένας μοντέρνος κλασικός και ταυτόχρονα ένας κλασικός μοντέρνος. Η τέχνη του Ζουμπουλάκη υπάρχει εδώ για να μας θυμίζει όλες αυτές τις αισθητικές αξίες που μοιάζουν να χάνονται. Ένας ακάματος εργάτης του πινέλου και του χρώματος. Υφολογικά ρεαλιστής αλλά όχι μέσα από την στείρα και ψυχρή αναπαράσταση. Στοιχεία σουρεαλισμού μπλέκονται στο έργο του συχνά, δημιουργώντας έναν διάλογο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Πρωτίστως Ζωγράφος.
«Η Αθήνα μου» λοιπόν που πρόκειται ουσιαστικά για την Αθήνα όλων μας, των κατοίκων και των επισκεπτών της, των εραστών και των εχθρών της, εγκαινιάζει τη νέα εκθεσιακή περίοδο του Χώρου Τέχνης ΣΤΟart ΚΟΡΑΗ και προσκαλεί τον επισκέπτη να βιώσει για άλλη μια φορά την πόλη μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα. Μια ευκαιρία να την ξαναδούμε σε βάθος και να την ανακαλύψουμε ξανά.
Η Αθήνα ως ιδέα, ως ιστορία, ως καθημερινότητα, ως εμπειρία.
Κείμενο του καλλιτέχνη Πέτρου Ζουμπουλάκη για την έκθεση
ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η κουζίνα της ζωγραφικής (ίσως επειδή ο πατέρας μου ήταν διεθνούς φήμης chef) με ενδιέφερε πάντοτε και πάντοτε “έπαιζα” με τα διάφορα υλικά της.
Σαν μάγειρος και εγώ με τη μόνη διαφορά ότι από εγωϊσμό αυτά που έφτιαχνα ήθελα να μένουν για πάντα (;) και όχι να γίνονται….εδέσματα.
Στις σπουδές μου λοιπόν στη Σχολή Καλών Τεχνών και στα πλαίσια κάποιας υποτροφίας για τη μελέτη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής έμαθα να φτιάχνω τις προετοιμασίες. Δημιουργούσα έτσι τις κατάλληλες επιφάνειες (απομίμηση τοίχου) για να ζωγραφίσω τις εικόνες ή τα μοτίβα που μελετούσα σε ναούς και μονές.
Ήταν μια συναρπαστική απασχόληση να βλέπεις να ζωντανεύει μπροστά σου σχεδόν σαν το πραγματικό και στις φυσικές του διαστάσεις, το πρόχειρο σκαρίφημα από κάποια π.χ. τοιχογραφία (φρέσκο) του 14ου αιώνα που αντέγραψες πρόχειρα σε χαρτί, όχι χωρίς και μια δόση φαντασίας. Ταυτόχρονα σου δινόταν (όλα αυτά στο εργαστήριο) η ευκαιρία να πειραματισθείς με τις ματιέρες αποδίδοντας τις φθορές, την υγρασία, την απολέπιση της εικόνας, την πατίνα του χρόνου, την κάπνα απ΄ τα κεριά, την ασάφεια των μορφών από επεμβάσεις άλλων χεριών, άλλων καιρών, τις ρωγμές από σεισμούς, την μούχλα και τόσα άλλα.
Αυτά έδιναν στην εικόνα ένα ξεχωριστό ρεαλισμό και σε μένα ένα μεθύσι δημιουργικό.
Αυτό σαν τεχνική με ακολούθησε σε όλα τα στάδια της δουλειάς μου. Εκεί κατά την επταετία και πριν, με έζωσαν οι πολιτικό-κοινωνικοί μου προβληματισμοί (πάντα με διακατείχαν) καθώς η περιρρέουσα ατμόσφαιρα απαιτούσε, για να μην πω εξωθούσε σε ενεργή στράτευση. Κάπως έτσι έγινε και με μένα και για πολλά πολλά χρόνια.
Στα Εξάρχεια όπου ανέκαθεν χτυπάει δυνατά ο σφυγμός της Αθήνας (και ήταν το εργαστήρι μου) τα ξαναείδα εν υπαίθρω δηλαδή στους εξωτερικούς τους τοίχους, όλα αυτά και έγιναν το ιδανικό πλαίσιο και φόντο για να εκφράσω αυτούς τους προβληματισμούς μου.
Ο τοίχος έχει τη δική του ιστορία κυριολεκτικά, το φορτίο του από μνήμες αλλά και με νέα μοτίβα τώρα: ρεκλάμες, αφίσες σχισμένες, συνθήματα πολιτικά, αναρχικά αθλητικά ακόμη και θρησκευτικά με σπρέυ, γκράφιτι, λερώματα, καλώδια, ρωγμές,σωλήνες που τραυματίζουν τους σοβάδες, η σκόνη που ζυμώνεται με τη βροχή και το καυσαέριο. Αν απομόνωνες ένα κομμάτι ήταν τέλειος ζωγραφικός πίνακας με μοντέρνα αισθητική και ταυτόχρονα πολιτικό σχόλιο.
Θέματα-προκλήσεις για μένα που τα παρατηρούσα αχόρταγα, τα φωτογράφιζα και δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω στο εργαστήρι μου, να τα εκτελέσω με όσο το δυνατόν πιο ανατριχιαστική ακρίβεια για να τα εντάξω στη δουλειά μου.
Μου ‘ρχονταν στο νου τα λόγια του Ντα Βίντσι περιγράφοντας κάποιους τοίχους της Φλωρεντίας “βλέπω σε αυτούς (τους τοίχους) φανταστικά τοπία, ονειρικές συνθέσεις, σκηνές μαχών, βουνά και σύννεφα” ή κάπως έτσι.
Τοίχοι λοιπόν εσωτερικοί και εξωτερικοί. Σπίτια παλιά του μεσοπολέμου, άλλωστε σ΄ ένα τέτοιο γεννήθηκα και μεγάλωσα (δεν ήταν νεοκλασσικό) αλλά είχε τον χαρακτήρα του και τους ροζ σαν σάρκα τοίχους του και ήταν στην Κυψέλη.
Μεγάλες ήρεμες επιφάνειες φορτισμένες όμως με ματιέρα πυκνή, πλούσια επεξεργασμένη που υποδηλώνει την ιστορία του σπιτιού, των ανθρώπων, της οικογένειας που έζησε εκεί και το βίωσε.
Οι τοίχοι έχουν πολλά να μαρτυρήσουν και να διηγηθούν….
Αυτό το στοιχείο αξιοποιήθηκε από εμένα, όπως είπα, συστηματικά εκεί στη διάρκεια της επταετίας, με ό,τι αυτό σηματοδοτούσε και συμβόλιζε.
Τους περιορισμούς, τις απαγορεύσεις, τις διώξεις, τις φυλακίσεις, τους φόνους, τις εκτοπίσεις και τα ξερονήσια. Την αμορφωσιά και την κακογουστιά.
Ο καθένας από εμάς αντιμετώπισε με τα δικά του εκφραστικά μέσα το παράνομο καθεστώς.
Η βουβή οργή και αγανάκτησή μου εκφράστηκε με αυτές τις εικόνες και με ένα υποφώσκων σαρκαστικό χιούμορ.
Ο τοίχος όπως προείπα προϋπήρχε στη δουλειά μου και ίσως ήταν προμήνυμα διαισθητικό αφού η πολιτική ατμόσφαιρα σε προετοίμαζε χρόνια πριν.
Τώρα ήρθε η κατάλληλη στιγμή ν΄ αξιοποιηθεί από μένα και βιωματικά.
Δημιουργώ λοιπόν τον ήρωά μου. Είναι ο “αστός”. Ο πολίτης, γυψωμένος, φιμωμένος, σιωπηλός, ανήμπορος.
Ανακαλύπτω στο Μοναστηράκι μιαν εκπληκτική φωτογραφία παλιά οικογενειακή, σύμβολο της πατριαρχίας που δεσπόζει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα. Αυτή μου τροφοδοτεί μια μεγάλη σειρά έργων μου με θέμα την οικογένεια σα θεσμό και σε άπειρες παραλλαγές.
Μέσα στο ασφυκτικό αστικό περιβάλλον ανθεί ο έρωτας. Το ερωτευμένο ζευγάρι, μας γεμίζει αισιοδοξία αφοσιωμένο όπως είναι στον έρωτά του, περιπλανώμενο στην Αθήνα και στον “κόσμο του”. Το ακολουθώ. Αυτό μου δίνει αφορμή να απεικονίσω την Αθήνα σε πολλές γωνιές της με τα σκουπίδια και τις ομορφιές της, με το μεγαλείο και τις αθλιότητες, τη γοητεία και την αποστροφή, το θαυμασμό και την απέχθεια.
Ας είναι η έκθεσή μου αυτή, που συμπίπτει με τα 50 χρόνια από την πρώτη μου ατομική (1970), ένας ρομαντικός, νοσταλγικός, ρεαλιστικός και σκληρός διαχρονικός περίπατος στη σύγχρονη πόλη μας (όπως είναι και η ίδια).
Σαν σπονδή στη μνήμη του “έστησα” τη γωνιά του στη Δεξαμενή. Εδώ στοχαζόταν με τη βοήθεια μπόλικης ρετσίνας ο μεγάλος Σκιαθίτης-Αθηναίος μπάρμπα- Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Σε αυτό με βοήθησε η κλασσική φωτογραφία του Χατζόπουλου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Απεικονίζοντας την Αθήνα δεν ήταν τιποτ΄άλλο παρά μια αέναη και διαρκής προσπάθεια μετουσίωσης της βάναυσης καθημερινότητάς της από “ρεπορτάζ” σε ζωγραφική, κρατώντας τα ουσιώδη συστατικά της και τη συγκίνηση που ένιωθα κάθε φορά.
Κάποιοι θέλοντας να κατατάξουν καλά και σώνει κάπου αυτή τη δουλειά την απέδιδαν στον “μαγικό ρεαλισμό”.
Θα έλεγα ότι ήταν μάλλον ένας “ρομαντικός ρεαλισμός” με τη γνώση ότι είναι αντιφατικός σαν όρος, όπως και το “κριτικός ρεαλισμός” που είναι πιο σωστός.
Ένας προσεκτικός περιπατητής-παρατηρητής θα διέκρινε καθημερινά και άλλες σχολές και κινήματα αισθητικά στους δρόμους της Αθήνας, όπως φερ΄ειπείν ο “καθημερινός σουρρεαλισμός”, η arte povera κ.α. Άλλωστε είναι από μόνη της μια σχολή.
Ιδιάζουσα και μοναδική περίπτωση πρωτεύουσας.
“Πρωκτεύουσα” την είχε χαρακτηρίσει προσφυώς ένας φίλος.
Είναι η Αθήνα όπως τη βιώνω καθημερινά. Είναι η Αθήνα που μισώ και αγαπώ.
Είναι η ΑΘΗΝΑ μου.
Info
Διάρκεια έκθεσης
Πέμπτη 9 Ιανουαρίου εώς 6 Φεβρουαρίου 2020
Ωράριο Λειτουργίας
Δευτέρα – Παρασκευή 10.00 – 20.00
Είσοδος ελεύθερη
@ΣΤΟart ΚΟΡΑΗ
Χώρος Τέχνης της Εθνικής Ασφαλιστικής
Κοραή 4, 105 64 Αθήνα
21 0325 2352