Συνέντευξη στη Ζέτα Τζιώτη
Η Κατερίνα Νάκου είναι μια σύγχρονη καλλιτέχνιδα που αναβιώνει με πάθος μια τέχνη που μοιάζει να εξαφανίζεται. Σπούδασε Φιλοσοφία και Ιστορία της Τέχνης στη Γερμανία, συνέχισε με τις μεταπτυχιακές σπουδές στο Design & Fine Art Conception, έχει ειδικευτεί ως Textile Developer στην υφαντική Jacquard στην Ολλανδία, έχει βραβευτεί με το Grand Prize του IDEEC 2023 (International Design Education Expo and Converence) στην Κορέα, είναι υπότροφος διαφόρων προγραμμάτων και έχει εκθέσει στη Γερμανία και την Κορέα.
Αυτά και άλλα πολλά στοιχεία του βιογραφικού της, αλλά κυρίως της εξαιρετικής της δουλειάς, οδήγησαν την Επιτροπή Αξιολόγησης του βραβείου του Ιδρύματος Μαμιδάκη να την επιλέξει ως μια από τους τρεις νικητές του θεσμού.
Τα έργα τέχνης του Βραβείου Τέχνης, και όλα όσα επιλέγονται να εκτεθούν στα ξενοδοχεία της αλυσίδας blue_gr, δεν απευθύνονται μόνο στους ενοίκους τους αλλά και στον κόσμο που έρχεται να επισκεφτεί τον κήπο του Μinos Beach Art Hotel και το Minos Palace hotel & suites-adults only– στον Αγ.Νικόλαο στην Κρήτη.
Το Βραβείο Τέχνης την τίμησε για το έργο της «The Resilient Thread» («Το Ανθεκτικό Νήμα»), που αποτελείται από συνθέσεις μεγάλης κλίμακας υφασμένες στον αργαλείο, οι οποίες αναδιαμορφώνουν τον ρόλο των διακοσμητικών στοιχείων της υπό εξαφάνιση τέχνης πασμαντερί (passsementerie), τις παραδοσιακές μπορντούρες στο τελείωμα ενός υφάσματος.
-Κατερίνα, τι σημαίνει Τέχνη για σένα και τι ρόλο παίζει στην καθημερινότητά σου;
-Κάθε διαδρομή, από την σύλληψη μιας καινούριας ιδέας μέχρι την υλοποίηση της, είναι συναρπαστική. Για μένα η τέχνη είναι έκφραση, είναι μια ανάγκη, αλλά και μια πρόκληση να βρω τον τρόπο να δώσω μορφή σε όλα αυτά που παρατηρώ και σκέφτομαι, έτσι ώστε να τα επικοινωνήσω.
Αποτελεί, κατά μια έννοια, μια αναζήτηση συνειδητότητας. Έχει να κάνει με την εξερεύνηση και τη διατήρηση της σύνδεσης με τον εαυτό μου και το περιβάλλον γύρω μου.
Με τα χρόνια συνειδητοποίησα και το πόσο σημαντικό είναι να δημιουργώ και να δουλεύω με τα χέρια μου. Η υφαντική τέχνη συγκεκριμένα, ως μια ιδιαίτερα αργή διαδικασία, μου δίνει μια διέξοδο από ένα κόσμο που τρέχει με χίλια, με συνδέει με το παρόν.
-Μίλησέ μας για τον θεσμό του βραβείου του Ιδρύματος Μαμιδάκη.
-Ενημερώθηκα για το Βραβείο του Ιδρύματος Μαμιδάκη μέσω του διαδικτύου. Ο θεσμός αποτελεί μια σημαντική πρωτοβουλία που στηρίζει ενεργά την καλλιτεχνική δημιουργία, και είμαι ευγνώμων που το Ίδρυμα εμπιστεύτηκε την πρότασή μου.
Ως νέα καλλιτέχνης, είναι μεγάλη τιμή για μένα να βλέπω το έργο μου να εντάσσεται σε μια τόσο ιδιαίτερη συλλογή τέχνης. Ταυτόχρονα, μέσω του θεσμού είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καταπληκτικούς ανθρώπους της ελληνικής καλλιτεχνικής κοινότητας και θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στη ομάδα του Ιδρύματος για την φανταστική συνεργασία, τη συνεχή ενθάρρυνση και υποστήριξη τους.
–Στη δουλειά σου έχεις εντάξει το νήμα, το χειροποίητο υφαντό, καθώς και τα διακοσμητικά στοιχεία της τέχνης passementerie. Πώς προέκυψε και ασχολήθηκες με αυτό;
-Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Τextile Design στη Γερμανία, άρχισα να εξερευνώ το ύφασμα όχι μόνο ως λειτουργικό αντικείμενο, αλλά και ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης. Έτσι ακολούθησα μεταπτυχιακές σπουδές στο Design με εικαστική κατεύθυνση, και εξειδικεύτηκα στην υφαντική ζακάρ στο Textiel Museum της Ολλανδίας, όπου δούλεψα σε καλλιτεχνικά και ερευνητικά πρότζεκτ. Εκεί γνώρισα εις βάθος το textile art και το αγάπησα. Είδα την κλωστοϋφαντουργία ως μια μορφή τέχνης που μπορεί να αφηγηθεί ιστορίες και να δημιουργήσει συνδέσεις, έγινε για μένα μια γλώσσα για να κατανοήσω και να εκφράσω τον κόσμο.
Ο κοινός παρονομαστής στη δουλειά μου είναι το νήμα, αλλά κάθε έργο είναι διαφορετικό, και αυτό καθορίζει την τεχνική, τα εργαλεία και τα υλικά που θα χρησιμοποιήσω.
Έχω ένα γενικό ενδιαφέρον για τις κλωστοϋφαντουργικές τεχνικές, χειροποίητες και ψηφιακές, και το να ασχοληθώ και με την τεχνική της passementerie ήταν θεωρώ μια φυσική συνέχεια. Το είδα και σαν πρόκληση, καθώς όντας μια σπάνια τεχνική, προσπάθησα να την μάθω μελετώντας μοτίβα από ένα ιστορικό αρχείο υφασμάτων του περασμένου αιώνα που βρήκα σε ένα ινστιτούτο της Αυστρίας.
-Το έργο που παρουσίασες και βραβεύτηκε έχει τίτλο «The Resilient Thread». Πώς συνέλαβες την ιδέα και γιατί επέλεξες αυτόν τον τίτλο;
-Το “Resilient Thread” επαναπροσδιορίζει την τέχνη της passementerie, η οποία αποτελεί μια ορολογία-ομπρέλα που περιλαμβάνει διάφορα διακοσμητικά στοιχεία, όπως υφαντές τρέσες, φούντες, σιρίτια, αλλά και την κορδονοποιία.
Όταν άρχισα να την μελετώ, συνειδητοποίησα ότι συμβολίζει το περιθώριο, το άκρο, σε διάφορα εννοιολογικά επίπεδα. Παραδοσιακά τοποθετείται στα άκρα ρούχων ή επίπλων, αλλά βρίσκεται και στο «περιθώριο» των χειροποίητων κλωστοϋφαντουργικών τεχνικών, εξασκούμενη πολύ λιγότερο από τεχνικές όπως η πλεκτική, η υφαντική ή το κέντημα. Και όταν κάθισα για πρώτη φορά στον αργαλειό να υφάνω μια τρέσα passementerie, συνειδητοποίησα ότι η προσοχή μου δεν ήταν πλέον στο κέντρο του υφάσματος, αλλά στα άκρα του. Εκεί άνθιζαν ξαφνικά τα μοτίβα, με το κέντρο να αποτελεί μονάχα την υποστηρικτική βάση για αυτό που αναπτυσσόταν στα περιθώρια.
Με γνώμονα τη φροντίδα, που ήταν και η θεματική του Βραβείου, ήθελα να φέρω αυτή την τέχνη στο επίκεντρο. Αναβίωσα λοιπόν τα μοτίβα και τις τεχνικές της σε αναλογικά μεγεθυμένη κλίμακα, με νέες συνθέσεις και υλικά, θέλοντας να της δώσω τον χώρο να διεκδικήσει την προσοχή μας και να γίνει πλέον κύριο στοιχείο της αφήγησης, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ο τίτλος “The Resilient Thread” (Η “Ανθεκτική Κλωστή”) αντιλαμβάνεται την ανθεκτικότητα ως την ικανότητά μας, ως άτομα, κοινότητες και οικοσυστήματα, να αντέχουμε σε κρίσεις και αλλαγές, και όχι απλώς να επιβιώνουμε, αλλά και να ευημερούμε. Μια ξεχασμένη τέχνη επανέρχεται στο προσκήνιο και επαναπροσδιορίζεται, θέλοντας να βρει τη θέση της στο σήμερα και να εξελιχθεί μαζί με τις αλλαγές των καιρών.
Η τέχνη αποτελεί, κατά μια έννοια, μια αναζήτηση συνειδητότητας
-Τι υλικά επέλεξες και γιατί;
-Τα στοιχεία της πασμαντερί αποτελούσαν για αιώνες σύμβολο status και κατασκευάζονταν συνήθως από μετάξι, χρυσοκλωστές ή βαμβάκι. Χρησιμοποίησα αυτά τα υλικά για να διατηρήσω τη σύνδεση με την κληρονομιά της τέχνης.
Παράλληλα, επέλεξα νήματα όπως γιούτα, κάνναβη, βισκόζη και μαλλί, υλικά που δεν συναντώνται παραδοσιακά, για να δώσω μια νέα αισθητική προσέγγιση.
Το έργο αφορά την ποικιλομορφία, την οποία ήθελα να προβάλλω όχι μόνο μέσω των διαφορετικών συνθέσεων, αλλά και μέσω της υλικότητας, για αυτό και όλα τα κορδόνια που χρησιμοποίησα ως υφάδια στον αργαλειό είναι εξ ολοκλήρου φτιαγμένα στο χέρι με διαφορετικές μίξεις υλικών. Έτσι, ακόμη και κάθε κορδόνι αντιπροσωπεύει μια μοναδική ιστορία, υφασμένη με άλλες, δημιουργώντας ένα ευρύτερο σύνολο που αντικατοπτρίζει την αξία της ατομικότητας στην κοινότητα και πραγματεύεται τις έννοιες της συλλογικότητας και της αλληλεξάρτησης.
–Τι μήνυμα επιδιώκεις να περάσεις στον θεατή με το έργο σου;
-Το έργο επιδιώκει να αναδείξει τη σύνθετη και αλληλεξαρτώμενη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης. Συμβολίζει όλα αυτά που παραβλέπουμε και έχουμε περιθωριοποιήσει, κοινωνικά ή περιβαλλοντικά, τις αθέατες δυνάμεις που συμβάλλουν στην ποικιλομορφία, η οποία είναι απαραίτητη για τα φυσικά οικοσυστήματα και για τον ίδιο τον άνθρωπο.
Σε μια εποχή συνεχών κοινωνικών κρίσεων και κλιματικής αλλαγής, χρειαζόμαστε φροντίδα, συνεργασία και αλληλοϋποστήριξη για να μπορέσουμε να ευημερήσουμε. Θα ήθελα λοιπόν να προσκαλέσω τον θεατή να επανεκτιμήσει τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή του και στις κοινότητες με τις οποίες αλληλεπιδρά. Μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα πιο βιώσιμο σύνολο, όταν αγκαλιάσουμε την ανάγκη για μια πιο συμπεριληπτική προσέγγιση στον κόσμο μας.
-Έχουμε συνηθίσει να θαυμάζουμε έργα τέχνης κυρίως στα μουσεία. Πώς αισθάνεσαι που το έργο σου παρουσιάζεται σε ένα ξενοδοχείο Τέχνης;
-Το βρίσκω ιδιαίτερο να μπορεί κανείς να δει τέχνη εκεί που ίσως δεν την περιμένει. Το κοινό που επισκέπτεται μια έκθεση textile art είναι σχετικά περιορισμένο, καθώς πολλοί δεν γνωρίζουν ότι η κλωστοϋφαντουργία μπορεί να πάρει εικαστική μορφή, επομένως είναι μια υπέροχη ευκαιρία να βρει το έργο μου απρόσμενους αποδέκτες.
Επίσης, ένας χώρος όπως ένα ξενοδοχείο, μπορεί να δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι μπορούν να απολαμβάνουν την τέχνη σε πιο χαλαρές και προσωπικές στιγμές, εκτός των, καμιά φορά, απόμακρων πλαισίων ενός μουσείου και ίσως έτσι αλληλεπιδρούν με τα έργα με πιο άμεσο και οικείο τρόπο. Ταυτόχρονα πρόκειται για ένα site–specific έργο, που δημιουργήθηκε με γνώμονα το χώρο τοποθέτησης και την φιλοσοφία του ξενοδοχείου, έτσι ώστε να αφομοιωθεί αρμονικά, να γίνει μέρος του. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται μια μοναδική συνομιλία με τον περιβάλλοντα χώρο.
-Είσαι νέα καλλιτέχνης. Πώς εκτιμάς την αγορά της Τέχνης στην Ελλάδα;
-Φέτος αποφάσισα να επιστρέψω και να δραστηριοποιηθώ στην Ελλάδα μετά από μια δεκαετία στο εξωτερικό, και είμαι αισιόδοξη, ενώ ταυτόχρονα αντιλαμβάνομαι τις προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσω ως νέα καλλιτέχνης στην Ελλάδα. Όμως προκλήσεις υπάρχουν παντού, η τέχνη δεν παύει να απαιτεί σκληρή δουλειά και αφοσίωση, όπου και αν βρίσκεται κανείς.
Το Βραβείο Τέχνης αποτέλεσε για μένα ένα πολύ ενθαρρυντικό “ξεκίνημα” στον ελληνικό χώρο, και θα έλεγα ότι υπάρχει σίγουρα ένα αυξημένο ενδιαφέρον και ενθουσιασμός για την κλωστοϋφαντουργική τέχνη. Θεωρώ βέβαια ότι η συνεχής επαφή μου με το εξωτερικό παραμένει ζωτικής σημασίας για να συνεχίσω να δημιουργώ στο επίπεδο που επιθυμώ. Σίγουρα τα έργα τέχνης ήταν, είναι και θα παραμείνουν μια επένδυση, και πιστεύω ότι η εξωστρέφεια που έχει δημιουργηθεί σήμερα και μέσω του διαδικτύου και των social media διαμορφώνει ένα νέο, πρόσφορο έδαφος για τους νέους καλλιτέχνες στην Ελλάδα.