Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος,
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Ο Αντρέ Ντεραίν / André Derain γεννήθηκε το 1880 στο Σατού, κοντά στο Παρίσι, σε ευκατάστατη οικογένεια ζαχαροπλάστη, που τον προόριζε για μηχανικό. Άρχισε να ζωγραφίζει σε ηλικία 15 ετών και από το 1898 παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στο εργαστήριο του συμβολιστή ζωγράφου Εζέν Καριέρ, όπου γνώρισε τον Ανρί Ματίς. Το 1900 γνώρισε τον Μωρίς ντε Βλαμένκ και μαζί μοιράστηκαν ένα εργαστήριο στο Σατού όπου ζωγράφιζαν σκηνές της περιοχής μαζί και είχαν καθοριστική επίδραση ο ένας στην καλλιτεχνική εξέλιξη του άλλου. Αυτό όμως διακόπηκε στη στρατιωτική θητεία του, από τον Σεπτέμβριο του 1901 έως το 1904. Μετά τη θητεία του, αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική και παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Ζυλιάν.
Στην καθοριστική επιρροή του Βαν Γκογκ, τον οποίο ανακάλυψε το 1901, προστέθηκε και αυτή άλλων μετα-ιμπρεσιονιστικών ρευμάτων και ιδιαίτερα οι συνθετικές αρχές του Σεζάν, έργα του οποίου είδε στο πρώτο Φθινοπωρινό Σαλόν το 1903. Ο Ντεραίν πέρασε το καλοκαίρι του 1905 με τον Ματίς στο Κολιούρ, ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό στη Νότια Γαλλία. Αυτή ήταν μια κομβική περίοδος για τον καλλιτέχνη: εξερεύνησε τεχνικές του ιμπρεσιονισμού και του μετα-ιμπρεσιονισμού και δημιούργησε τοπιογραφίες που αφομοίωναν ιμπρεσιονιστικά θέματα με ντιβιζιονιστική τεχνική και τολμηρή χρωματική παλέτα.
Αργότερα την ίδια χρονιά, παρουσίασαν τους εξαιρετικά καινοτόμους πίνακές τους στο Φθινοπωρινό σαλόνι του 1905. Τα ζωηρά, αφύσικα χρώματα οδήγησαν τον κριτικό Λουί Βωξέλ να χαρακτηρίσει την ομάδα των καλλιτεχνών και τα έργα τους «Fauves» (άγρια θηρία), σηματοδοτώντας έτσι την καθιέρωση του Φωβισμού. Το όνομα Φωβ αντανακλούσε μια ανάμεικτη εντύπωση, αναγνώριζε την ζωντάνια και την ασυγκράτητη ενέργεια των έργων τους, αλλά εξέφραζε επίσης ένα αίσθημα σοκ και φόβου.
Τον Μάρτιο του 1906, ο πασίγνωστος έμπορος έργων τέχνης Αμπρουάζ Βολάρ επισήμανε το ταλέντο του Ντεραίν και έκλεισε συμβόλαιο μαζί του να ζωγραφίσει απόψεις του Λονδίνου. Κατά την διάρκεια των τριών επισκέψεών του στο Λονδίνο ο Ντεραίν ζωγράφισε πολλές απόψεις του Τάμεση και της Γέφυρας του Πύργου, συνολικά 30 πίνακες, 29 από τους οποίους σώζονται ακόμη και θεωρούνται από τα πιο δημοφιλή έργα του. Το 1907 ο έμπορος έργων τέχνης Κανβαιλέρ αγόρασε όλα τα έργα του Ντεραίν, παρέχοντάς του οικονομική σταθερότητα. Εκείνη την εποχή, πειραματίστηκε με την γλυπτική και εγκαταστάθηκε στη Μονμάρτρη. Εκεί σύχναζε στο Μπατώ-Λαβουάρ, όπου πήγαινε με τον Βλαμένκ και συναντούσε τον φίλο του Πάμπλο Πικάσο και άλλους αξιόλογους καλλιτέχνες.
Η Φερνάντ Ολιβιέ, ερωμένη του Πικάσο εκείνη την εποχή, τον περιέγραψε ως: «Λεπτός, κομψός, με ζωηρό χρώμα και σκούρα μαύρα μαλλιά. Με αγγλική κομψότητα, μάλλον εντυπωσιακή. Φανταχτερά γιλέκα, γραβάτες σε έντονα χρώματα, κόκκινο και πράσινο. Πάντα πίπα στο στόμα του, φλεγματικός, ειρωνικός, ψυχρός, εριστικός».
Τα επόμενα χρόνια, η καινοτομία του προήλθε από την ικανότητά του να συγχωνεύει διαφορετικές πηγές έμπνευσης, όπως επιρροές από τον Πωλ Γκωγκέν, την ρομανική γλυπτική, την τέχνη της Ανατολικής Ασίας και την αφρικανική γλυπτική. Η ευρεία γκάμα επιρροών και αναφορών του εξέφραζε την αγάπη του για τις γκαλερί και τα μουσεία. Σύχναζε στα γαλλικά μουσεία και ήταν πολύ εξοικειωμένος με τις συλλογές τους. Από το 1907, η πιο κυρίαρχη επιρροή του ήταν ο Πωλ Σεζάν. Περί το 1908, απομακρύνθηκε από τον Φωβισμό, εστιάζοντας ρεαλιστικά σε μια πιο χαμηλή χρωματική παλέτα και κάποια κυβιστική τάση, που τελικά δεν ακολούθησε.
Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων: Το 1909 δημιούργησε ξυλογραφίες για το βιβλίο «Ο Διαφθορέας γόης» του Γκυγιώμ Απολλιναίρ, το 1912 εικονογράφησε μια ποιητική συλλογή του Μαξ Ζακόμπ, το 1934 για τον «Ηλιογάβαλο» του Αντονέν Αρτώ, το 1943 για τον «Πανταγκρυέλ» του Ραμπελαί κ.ά. Το 1910 και το 1912 παρουσίασε έργα του στο Μόναχο και το 1913 στη Νέα Υόρκη.
Η τεχνοτροπία του Ντεραίν από το 1911-14 άρχισε να εμφανίζει απροκάλυπτα την μελέτη του στους παλαιούς Δασκάλους με κλασικιστική διάθεση. Ο ρόλος του χρώματος μειώθηκε και οι φόρμες έγιναν λιτά παραστατικές. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, επιστρατεύθηκε και είχε λίγες ευκαιρίες να ζωγραφίσει, αν και το 1916 εικονογράφησε ένα βιβλίο του Αντρέ Μπρετόν. Το 1919 σχεδίασε τα κοστούμια και τα σκηνικά για τα Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ. Η μεγάλη επιτυχία τον οδήγησε στην δημιουργία πολλών θεατρικών σκηνικών για όπερες και μπαλέτα. Αν και η βασική του απασχόληση ήταν η ζωγραφική, δημιούργησε και έργα γλυπτικής. Τα έργα του, 80 πίνακες, 77 γλυπτά, σχέδια, αλλά και αντικείμενα πρωτόγονης τέχνης από την συλλογή του, εκτίθενται σε σημαντικό αριθμό μουσείων σε όλο τον κόσμο και στη Γαλλία, στο Παρίσι και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στην Τρουά.
Μετά τον πόλεμο ο Ντεραίν αναγνωρίσθηκε ως επί κεφαλής του ανερχόμενου ανανεωμένου κλασικισμού επηρεάζοντας αρκετούς άλλους. Μακριά από την αγριότητα των φωβ-αγριμιών της τέχνης, θαυμάστηκε ως υποστηρικτής της παράδοσης. Η δεκαετία του 1920 σηματοδότησε το απόγειο της επιτυχίας του. Το 1928 του απονεμήθηκε το βραβείο Κάρνεγκι και άρχισε να εκθέτει εκτενώς στο εξωτερικό – στο Λονδίνο, το Βερολίνο, την Φρανκφούρτη, το Ντίσελντορφ, την Νέα Υόρκη, το Σινσινάτι. Από το 1935 αποτραβήχθηκε με την οικογένειά του στο Σαμπουρσί. Πέθανε από αυτοκινητιστικό ατύχημα στο Γκαρς, κοντά στο Παρίσι, το 1954.
Η διφυής προσφορά του Ντεραίν αποτελεί εικαστική εξαίρεση στην ιστορία του μοντερνισμού. Αν και ασχολήθηκε αρχικά με την μετα-ιμπρεσιονιστική και φωβ ζωγραφική μεταπήδησε σε έναν ιδιότυπο ολιγόφωτο ρεαλισμό παραδοσιακού ύφους. Το έργο του επικεντρώθηκε σε κλασικά θέματα, εμπνευσμένα από ανάλογα μοτίβα των μουσείων που επισκεπτόταν και μελετούσε, με την επιθυμία να αναδομήσει ουσιαστικά την κλασική οπτική. Αυτό το κίνημα αισθητικής μεταμέλειας από μερίδα καλλιτεχνών την δεκαετία του 1920 έως την δεκαετία του 1940 αποκαλέστηκε χαρακτηριστικά από τον Ζαν Κοκτώ «επιστροφή στην τάξη».