Το φθινόπωρο του 2017, ο γαλλικός εκδοτικός οίκος Gallimard, εξέδωσε έναν ογκώδη
τόμο με τον τίτλο Correspondance, 1944–1959, με περιεχόμενο τις 865 ερωτικές
επιστολές που είχαν ανταλλάξει ο Albert Camus με την ηθοποιό και ερωμένη του Maria
Casarès.
Γράφει η Λιάνα Ζωζά
Ηθικός, αλλά και ουσιαστικός αυτουργός του εγχειρήματος δεν είναι άλλος από
την κόρη του Albert Camus, Cathrine, που αφού πρώτα πέθανε η μητέρα της το 1979,
στη συνέχεια αναζήτησε την ερωμένη του πατέρα της Maria Casarès και παρέμεινε στη
ζωή της μέχρι και το θάνατο της, το 1996.
Ο πρόλογος της Cathrine Camus, στην έκδοση των 1312 σελίδων είναι παραπάνω από συγκινητικός: “Τους ευχαριστώ και τους δύο. Οι επιστολές τους κάνουν τη Γη να φαίνεται τεράστια, το σύμπαν πιο φωτεινό, την ατμόσφαιρα πιο ελαφριά μόνο και μόνο επειδή υπήρξαν.”
Έρωτας στα χρόνια του πολέμου…
Ο Albert Camus και η Maria Casarès συναντήθηκαν στις 6 Ιουνίου 1944, την ημέρα της
απόβασης των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία. Την ίδια ημέρα που ανοίγει ο δρόμος
για την απελευθέρωση της Γαλλίας γεννιέται ένας τεράστιος έρωτας που θα κρατήσει 15
χρόνια και το τέλος θα δωθεί με τον πρόωρο και τραγικό θάνατο του Camus.
Εκείνος τριάντα χρονών και συντάκτης της ενοχλητικής για της Γκαστάπο εναλλακτικής εφημερίδας “Combat”, αποφασίζει να ανεβάσει το έργο του The Misunderstanding (Le
Malentendu) στο Théatre des Mathurins. Εκείνη είκοσι ενός χρονών, ηθοποιός και
πολιτική εξόριστη από την Ισπανία, είναι η πρωταγωνίστρια. Ο έρωτάς τους κεραυνοβόλος
και το πρώτο φιλί δίνεται κάπου στα παρασκήνια. Λέγεται πως το ίδιο βράδυ κοιμούνται μαζί
και από τότε κανένας από τους δυό τους δεν είναι πια ίδιος. Με πρωτοβουλία του Camus
ξεκινά μια συχνή αλληλογραφία παράλληλα με τις καθημερινές τους συναντήσεις.
Τον Ιούνιο του 1944, σε μια από τις πρώτες του επιστολές, της γράφει: “Μικρή μου Μαρία,
δεν ξέρω εάν σκεφτόσουν να μου τηλεφωνήσεις… δεν έχω να πω κάτι συγκεκριμένο, παρά
μόνο να σου μιλήσω γι’ αυτό το κύμα που με έχει παρασύρει από χθες και έχω την ανάγκη
να σου μιλήσω για την εμπιστοσύνη και την αγάπη που νιώθω για σένα… να με σκέφτεσαι
κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ημερών. Να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου ότι είμαι κοντά
σου όλες τις ώρες. Εις το επανιδείν, αγάπη μου, ακριβή μου αγάπη, σε φιλώ όπως έκανα
χθες.”
Ο χωρισμός
Για τον Camus, ο “μικρός του γλάρος”, όπως την αποκαλεί στα γράμματα του, εκτός από το πάθος που του εμπνέει, είναι και η ιδανική, όμορφη, ανεξάρτητη και μορφωμένη γυναίκα
που μπορεί να συζητήσει ισότιμα μαζί της για το θέατρο, τα βιβλία και τις σκέψεις του.
Εξάλλου, τη θεωρεί σπουδαία ηθοποιό και κινούνται και οι δύο σε κύκλους διανοούμενων,
όπως ο Jean Paul Sartre και η Simon de Beauvoir, που αναφέρονται και σε κάποιες από
τις επιστολές τους. Ο Camus, όμως είναι ήδη παντρεμένος και ταυτόχρονα με την
απελευθέρωση του Παρισίου, επιστρέφει από τον ασφαλή τόπο διαμονής της, στη συζυγική
εστία, η Francine Faure, μαθηματικός, πιανίστρια και επίσημη σύζυγος.
Η Maria Casarès του δίνει τελεσίγραφο για να επιλέξει ανάμεσα στις δυό τους και επειδή
εκείνος δεν αποφασίζει να εγκαταλείψει τη γυναίκα του, αν και καθόλου πιστός οπαδός του
έγγαμου βίου, η Casarès εξαφανίζεται από τη ζωή του για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
“Οπουδήποτε γυρίζω βλέπω τη νύχτα. Χωρίς εσένα έχασα τη δύναμή μου. Θέλω να
πεθάνω”, της γράφει μετά το χωρισμό τους. Εκείνη, δεν ανατποκρίνεται στις απελπισμένες
επιστολές του. Το σύμπαν όμως έχοντας άλλα σχέδια, τους ξαναφέρνει κοντά μέσα από μια
τυχαία συνάντηση στο St Germain des Pres. Το πάθος αναζωπυρώνεται και αποφασίζουν
πως δεν μπορούν να ζήσουν ο ένας μακρυά από τον άλλο. Ο Camus είχε εντωμεταξύ, σε
αυτό το διάστημα του χωρισμού τους, αποκτήσει τα δίδυμα και παρακολουθούσε τρελός από
ζήλεια τις σχέσεις και τους συνοδούς της Casarès.
Παθιασμένη… επανασύνδεση
Μετά την επανασύνδεση η αλληλογραφία τους γίνεται καθημερινή, με αναφορές στους
φίλους, στη δουλειά τους, τις σκέψεις και τις ανησυχίες τους, αλλά οι περισσότερες
επιστολές που ανατάλλασσαν ήταν ερωτικές.
“Είμαι πεσμένος στο πάτωμα. Ακόμα φαντάζομαι τη στιγμή που θα κλείσουμε την πόρτα της
κρεβατοκάμαράς σου”, της έγραφε.
Κι εκείνη του απαντούσε: “Βράζω μέσα κι έξω μου. Τα πάντα καίγονται: η ψυχή μου, το
σώμα μου, η καρδιά μου, η σάρκα μου. Με καταλαβαίνεις; Μπορείς πραγματικά να
καταλάβεις;”
Το τελευταίο γράμμα που έλαβε από εκείνον, η Maria Casarès είχε ημερομηνία 30
Δεκεμβρίου 1959 και υπήρχε η σημείωση “Τελευταίο γράμμα”. Δεν γνωρίζουμε αν ήταν
προφητικό, γιατί εκείνος το πιό πιθανό είναι να αναφεροταν στο τελευταίο γράμμα της
χρονιάς ή το τελευταίο πριν βρεθούν ξανά από κοντά. Της έγραφε: “Θα σε δω σύντομα,
υπέροχή μου. Είμαι τόσο χαρούμενος στην ιδέα, που χαμογελάω, απλά γράφοντας το… Σε
φιλώ μέχρι την Τρίτη, που θα ξαναρχίσουμε”.
Λέγεται πως μετά και από τη δική της επστολή: “Φοβάμαι να σε μοιράζομαι και μπορεί και
να κουράστηκα. Πάρε μιαν απόφαση, επιτέλους, Αλ. Αν δεν το κάνεις, σου υπόσχομαι μέχρι
το τέλος αυτού του χρόνου να έχω εξαφανιστεί οριστικά και αμετάκλητα από τη ζωή σου”,
εκείνος είχε πάρει την απόφαση να χωρίσει από τη γυναίκα του, για να είναι μαζί της
Πράγμα που δεν θα το μάθουμε ποτέ, γιατί ο τραγικός επίλογος γράφτηκε στις 4
Ιανουαρίου 1960, όταν ο Albert Camus επέστρεφε από την Προβηγκία στο Παρίσι με το
αυτοκίνητο του εκδότη του Michel Gallimard, αν και είχε αγοράσει εισιτήριο για το τρένο
και προσέρουσαν σε δέντρο. Ο θάνατος του ήταν ακαριαίος.
Για την Maria Casarès, γκρεμίστηκε ολόκληρος ο κόσμος της μαθαίνοντας για το
δυστύχημα και τον θάνατό του. Αμέσως μετά, θα δήλωνε: “Quand on a aimé quelqu’un, on
l’aime toujours … lorsqu’une fois, on n’a plus été seule, on ne l’est plus jamais“.