Ο Max Ernst, όταν μιλούσε για τον Αλέξανδρο Ιόλα, συνήθιζε να λέει πως “ήταν ο άνθρωπος που πήγαινε κόντρα στους θυμωμένους ωκεανούς.”
Εξάλλου, οι δυο τους συνδέονταν με βαθιά φιλία και αλληλοεκτίμηση, εκτός του ότι τα έργα των Max Ernst και Rene Magritte, ήταν από τα πρώτα που παρουσίασε στην γκαλερί του της Νέας Υόρκης, για να συστήσει τον ευρωπαϊκό σουρεαλισμό στους αμερικάνικους καλλιτεχνικούς κύκλους και συνέχιζε να τους αντιπροσωπεύει αποκλειστικά για τις ΗΠΑ, μέχρι το θάνατό του.
Γράφει η Λιάνα Ζωζά
Χορευτής, γκαλερίστας και μανιώδης συλλέκτης έργων τέχνης, ο Αλέξανδρος Ιόλας ή Κωνσταντίνος Κουτσούδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1907, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου σε μια εύπορη οικογένεια που ασχολούνταν με το εμπόριο βαμβακιού.
Το ανήσυχο πνεύμα του άρχισε από νωρίς να έλκεται από το χορό και τη μουσική και ήταν αυτό που τον έκανε να εγκαταλείψει τη γεννέτειρά του, το 1926, με εφόδια 10 χρυσές λίρες και τρεις συστατικές επιστολές του Κωνσταντίνου Καβάφη, για τους Κωστή Παλαμά, Δημήτρη Μητρόπουλο και Άγγελο Σικελιανό. Αν και η συμβουλή της γιαγιάς του, ήταν: “Πήγαινε στη Γερμανία ή τη Γαλλία, ποτέ στην Ελλάδα” – ένστικτο ή εμπειρία – εκείνος, έφθασε στην Αθήνα και βρέθηκε προστατευόμενος, στη γοητευτική ελευθερία, ενός ξεχωριστού καλλιτεχνικού κύκλου.
Το ταλέντο του στο χορό, τον οδηγεί το 1931 στο Βερολίνο, για επιπλέον σπουδές και εκεί αρχίζει να κάνει τις πρώτες σημαντικές του γνωριμίες, όπως αυτή με την Kyra Nijinsky, κόρη του διάσημου χορευτή Vaslav Nijinsky. Η άνοδος, όμως του ναζισμού, δυο χρόνια αργότερα, τον υποχρεώνει να εγκαταλείψει τη Γερμανία και να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου παράλληλα με την ανοδική πορεία της χορευτικής του καριέρας, αρχίζει να ποζάρει σε γνωστούς καλλιτέχνες και εκεί ξεκινούν οι πρώτες του γνωριμίες και επαφές του με τους διανοούμενους της εποχής.
Οι Paul Vallery, Andre Breton και Giorgio De Chiriko είναι από τους πρώτους που συναντά, ενώ σύντομα ακολουθούν οι Jean Cocteau, Pablo Picasso, George Braque, Man Ray και Max Ernst.
Λέγεται πως η γνωριμία του με τον De Chiriko, έγινε με αφορμή ένα έργο του ζωγράφου, που όταν το είδε ο Ιόλας περνώντας έξω από μια γκαλερί γοητεύτηκε τόσο που θέλησε να το αποκτήσει δίνοντας αμέσως, προκαταβολή. Του πήρε βέβαια, άλλα πέντε χρόνια για να το ξεπληρώσει, αλλά παράλληλα κέρδισε τη φιλία του δημιουργού και την είσοδό του στον κόσμο του πνεύματος.
Περίπου, στα μέσα της δεκαετίας του 30, φεύγει για τη Νέα Υόρκη, όπου γίνεται ο πρώτος χορευτής του Ballet Theatre Company. Εκεί, το καλοκαίρι του 1940, συναντά τη Θεοδώρα Ρούζβελτ, χορεύτρια και εγγονή του Προέδρου της Αμερικής και το 1943 την αρραβωνιάζεται. Ο αρραβώνας, σύντομα, λήγει άδοξα, λόγω των αντιδράσεων από την οικογένειά της, αλλά είναι αυτή που θα του δώσει το καινούριο του όνομα.
Το Αλέξανδρος προήλθε από τον Μέγα Αλέξανδρο και το Ιόλας από τον Ιόλαο, στους μύθους του Ηρακλή.
Το 1944, με αφορμή έναν τραυματισμό του στο πόδι, εγκαταλείπει για πάντα το χορό. Η δική του, πάντα, εκδοχή και με αναφορά στο πρώτο έργο που απέκτησε, αυτό του De Chiriko: “Η ζωή με τους χορευτές είναι το χειρότερο πράγμα. Πολύ σπάνια έχουν ανατροφή. Έτσι, το 1944 χόρεψα για τελευταία φορά. Ως τότε, ποτέ δεν είχα πάψει να αγοράζω έργα τέχνης, κοσμήματα, πίνακες, γούνες, ταπισερί. Μου άρεσαν πολύ τα παλιά πράγματα. Αλλά, ένας πίνακας του Ντε Κίρικο, με έκανε το 1931, να ανακαλύψω τη μοντέρνα τέχνη, αυτή που πήγαινε στον σουρεαλισμό, αυτή που λατρεύω.”.
Το άνοιγμα της πρώτης του γκαλερί, στη Νέα Υόρκη, έρχεται σαν φυσικό επακόλουθο, δυο χρόνια αργότερα και γίνεται με την υποστήριξη της φίλης του, Maria Hugo, δούκισσας του Gramont και τέως σύζυγο του εγγονού, του Βίκτωρος Ουγκώ.
Δεν αργεί να καθιερωθεί στο χώρο της τέχνης, προτείνοντας νέες τάσεις, όπως τους Ευρωπαίους σουρεαλιστές στο ξεκίνημά του, αλλά και ανακαλύπτοντας νέα ταλέντα, όπως τον Andy Warhol, που το 1953, του διοργανώνει την πρώτη του ατομική έκθεση.
Ακολουθεί η δόξα, το άνοιγμα νέων γκαλερί σε μητροπόλεις ανά τον κόσμο, και η διεθνής αναγνώριση στον κόσμο της τέχνης. Εκείνος, όμως έχει πάντα στο μυαλό και στην καρδιά του, την Ελλάδα και οργανώνει την επιστροφή του. Όταν τον ρωτούν, το γιατί, θα απαντήσει με το ανατρεπτικό χιούμορ που τον διακρίνει: “Γιατί οι Έλληνες είναι οι καλύτεροι εραστές του κόσμου.”.
Το τεράστιο σπίτι του στην Αγία Παρασκευή, δημιούργημα το Πικιώνη, τον περιμένει για να στεγάσει τον ίδιο και τα 10.000 έργα που απαρτίζουν τη συλλογή του. Η ελληνική κοινωνία, όμως, μάλλον δεν ήταν έτοιμη, για την προκλητικά σαρωτική προσωπικότητα του Ιόλα.
Γίνεται πρωτοσέλιδο, στον κίτρινο τύπο, για τα όργια που πιστεύεται πως οργανώνει στη βίλα του, ενώ στο εξωτερικό βραβεύεται για την προσφορά του στη τέχνη. Έρχεται σε αντιπαράθεση με το πολιτικό σύστημα, μέσα από προκλητικές και για κάποιους προσβλητικές δηλώσεις. Κατηγορείται για αρχαιοκαπηλία, ναρκωτικά και παιδεραστία.
Η κάθοδος, μέσα από το διασυρμό του, έχει ήδη δρομολογηθεί και τα αποτελέσματα θα είναι ολέθρια, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τη τεράστια συλλογή των σπάνιων έργων του που απέκτησε, σχεδόν εμμονικά. Η περιουσία του έχει σπαταληθεί. Οι γκαλερί του έχουν περάσει στους ανθρώπους που τις διαχειρίζονταν. Οι φίλοι και οι συνεργάτες του, τον έχουν εγκαταλείψει.
Το 1987, αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, χωρίς να αφήσει διαθήκη και αφού έχει ήδη διαγνωσθεί με AIDS από το 1985. Το σπίτι του λεηλατείται από γνωστούς και αγνώστους και όλα του τα υπάρχοντα εξαφανίζονται.
Σύμπτωση ή όχι, ο Andy Warhol πεθαίνει την ίδια χρονιά, ενώ μοιράστηκαν το κύκνειο άσμα και για τους δυο τους, την τελευταία έκθεση του Warhol στην τελευταία γκαλερί του Ιόλα, Palazzo Stelline, το 1986, στο Μιλάνο. Το θέμα της έκθεσης ήταν ο Μυστικός Δείπνος και ήταν παραγγελία του Αλέξανδρου Ιόλα στον Warhol, σαν μια ενδιαφέρουσα απάντηση στο ομότιτλο έργο του Leonardo Da Vinci που βρίσκεται σε εκκλησία της ίδιας πόλης.
“Πώς φαντάζεστε τον Παράδεισο;” τον είχε ρωτήσει ο επιστήθιος φίλος και βιογράφος του, Νίκος Σταθούλης. Για να λάβει την απάντηση: “Τον Παράδεισο τον διακοσμείς όπως θέλεις, έχει πολύ ψηλά ταβάνια και ακριβό νοίκι. Θα περιμένω να δω τι πουλάνε εκεί. Είναι μεγάλη αγορά.”