Συνέντευξη στη Ζέτα Τζιώτη
Στην έκθεση «Περικλής και Ντίκος Βυζάντιος: Ζωγραφικές Συγγένειες και Αντιθέσεις», η οποία θα φιλοξενείται στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, οι επισκέπτες έχουν την μοναδική ευκαιρία να απολαύσουν το έργο δύο εξαιρετικών Ελλήνων ζωγράφων, των Περικλή και Ντίκου Βυζάντιου. Αυτή η έκθεση, η οποία παρουσιάζει για πρώτη φορά από κοινού τις δουλειές τους, προσφέρει μια ανεπανάληπτη ευκαιρία για να ανακαλύψουμε τις καλλιτεχνικές τους διαδρομές και τη σύνδεση των δύο καλλιτεχνών με την ελληνική κληρονομιά.
Η έκθεση εξερευνά τα διαφορετικά αισθητικά μονοπάτια που ακολούθησαν οι δύο καλλιτέχνες, διατηρώντας ωστόσο μια κοινή βάση που πηγάζει από την ελληνικότητα. Η έκθεση αναδεικνύει, μέσα από τον έργο τους, την αντιπαράθεση αλλά και τη συγγένεια των δύο δημιουργών, οι οποίοι με τον δικό τους τρόπο αποτύπωσαν τον κόσμο γύρω τους.

Η ιστορία τους
Ο Περικλής Βυζάντιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1893 και προερχόταν από μια παλιά φαναριώτικη οικογένεια. Ήταν γιος του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Βυζάντιου και της Μερόπης Σαμαριώτη.
Ο δε Ντίκος Βυζάντιος ήρθε στον κόσμο στο Παρίσι το 1924, αν και υπάρχει διαφωνία για τον τόπο γέννησής του, καθώς ο ανιψιός του, Αλέξανδρος Λιακόπουλος, υποστηρίζει ότι γεννήθηκε στην Αθήνα. Οι δύο καλλιτέχνες είχαν κοινό πάθος για τη ζωγραφική, αν και ο καθένας τους ακολούθησε διαφορετική καλλιτεχνική πορεία, επηρεασμένη από τη δική του προσωπική αναζήτηση, αλλά και από την Ελλάδα και την εποχή τους.

Ο Ντίκος, μόλις 21 ετών, ταξίδεψε στο Παρίσι το 1945 με το πλοίο «Mataroa», όπου εγκαταστάθηκε και άρχισε να συνδέεται με καλλιτέχνες και φιλοσόφους της εποχής, όπως ο γλύπτης Αλμπέρτο Τζακομέτι και ο Μισέλ Φουκό. Από νεαρή ηλικία, άρχισε να καταγράφει με τη ζωγραφική του σκηνές από την καθημερινή ζωή του, και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε σειρά από σκίτσα που απεικόνιζαν τα παιδιά της Κατοχής που βρίσκονταν στη Σχολή Καλών Τεχνών στους Δελφούς.
Με τον καιρό, ο Ντίκος Βυζάντιος εξέφρασε την άποψή του για τη ζωγραφική λέγοντας πως το βλέμμα του καλλιτέχνη δεν είναι αθώο. Αντίθετα, είναι ικανό να «θρυμματίσει» και να μεταμορφώσει ό,τι βλέπει, επηρεασμένο από τα γεγονότα της ζωής και τις προσωπικές του ερμηνείες.

Εμείς συναντήσαμε τον επιμελητή και διευθυντή του εικαστικού προγράμματος του Ιδρύματος, Τάκη Μαυρωτά και τον ανιψιό των καλλιτεχνών, Αλέξανδρο Λιακόπουλο και μιλήσαμε για αυτήν την έκθεση σταθμό για την ελληνική ζωγραφική.
Ο Τάκης Μαυρωτάς, στον πολυτελή κατάλογο της έκθεσης που περιλαμβάνει δοκίμια και φιλοσοφικές σκέψεις γύρω από τη δουλειά τους, αναλύει εκτενώς την πορεία τους, υπογραμμίζοντας τη συνεχιζόμενη σύνδεση των δύο καλλιτεχνών με τις ελληνικές ρίζες τους, παρά τις αισθητικές τους διαφορές.
Αυτή η έκθεση δεν είναι μόνο μια ευκαιρία να δούμε τα έργα τους, αλλά και μια μοναδική εξερεύνηση στην πορεία δύο καλλιτεχνών που υπήρξαν μέρος της εικαστικής ιστορίας της Ελλάδας.

ΤΑΚΗΣ ΜΑΥΡΩΤΑΣ
-Τάκη, ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στο να αναδείξετε τις “συγγένειες και αντιθέσεις” ανάμεσα σε δύο τόσο διαφορετικές αλλά και συνδεδεμένες καλλιτεχνικές ταυτότητες;
-Τ.Μ: Η επιδρασιθηρία της σχέσης δύο ζωγράφων, πατέρα και γιου, οι αισθητικές τους διαφορές, οι συγγένειες, τα διαφορετικά ρεύματα, που ακολούθησαν, και η σχέση τους με τη νεότερη ευρωπαϊκή τέχνη, ιδιαίτερα της Γαλλίας. Φέτος συμπληρώνονται 131 χρόνια από τη γέννηση του Περικλή Βυζάντιου και 101 χρόνια από τη γέννηση του Ντίκου Βυζάντιου.
Μας άφησαν, κατά τη γνώμη μου, ένα σπουδαίο έργο που παραμένει άφθαρτος καθρέπτης της ευαισθησίας και αντίληψης τους.

-Υπήρξε κάποιο έργο που σας αιφνιδίασε ή ανέτρεψε την προγενέστερη αντίληψή σας για έναν από τους δύο καλλιτέχνες;
-Τ.Μ: Όχι. Είχα από πολύ νέος το προνόμιο να είμαι φίλος με την αείμνηστη Μαριλένα Λιακοπούλου, η οποία με πάθος με μύησε στο έργο τους, άλλοτε βλέποντας τους πίνακες τους στο διαμέρισμά της στη Χάρητος, και άλλοτε στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών.
Σκοπός και των δύο ήταν η τέχνη τους να εκφράσει μια νέα μορφοπλαστική πρόταση, μια Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη, με βαθιές ρίζες που αγγίζουν την ουσία του σήμερα «εν ισοτιμία και ισομοιρία». Και οι δυο τους μας άφησαν μια ζεστή ζωγραφική, γεμάτη από ιδέες και σκέψεις.

-Σε μια εποχή που η σύγχρονη τέχνη κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση, τι σημασία έχει η επιστροφή και η εστίαση σε καλλιτέχνες όπως οι Βυζάντιοι σήμερα;
-Τ.Μ: Η τέχνη και η μνήμη πάντα μας διδάσκουν. Και οι δυο τους σημάδεψαν την πορεία της ζωγραφικής, ενώ τα αισθητικά δοκίμια των Παπαστάμου, Ιονέσκο, Φουκώ, αλλά και τα πρόσφατα των Αλέξη Βερούκα, Ιφιγένειας Μποτζάκη και Στέφανου Δασκαλάκη φωτίζουν την αξία και την ιδιαίτερη σημασία του έργου τους.
Οι επισημάνσεις και παρατηρήσεις του Ευγένιου Ιονέσκο για το έργο του Ντίκου Βυζάντιου παραμένουν επίκαιρες και προφητικές, αφού τόνιζε ότι: «Ο Βυζάντιος σε μερικά σημεία αποκαλύπτει κατ’ ουσίαν τον εαυτό του αποκαλύπτει τον κόσμο του, έναν κόσμο που είναι και δικός μας τον αναγνωρίζουμε, είναι ένας κόσμος τραγικός και δυνατός που βλέπουμε να σχηματίζεται μέσα σε μια θριαμβευτική έκρηξη. Έτσι, η ανομοιομορφία του κόσμου φαίνεται να περιέχεται, να υπονοείται από αυτά τα ξεσπάσματα θεαματικών σχημάτων.»
Αξίζει να σταθούμε επίσης στα γεγονότα εκείνα που ορίζουν το εύρος της μεγάλης τους αποδοχής, όπως ενδεικτικά, το ότι η Εθνική Πινακοθήκη παρουσίασε την αναδρομική έκθεση «Μνήμη Περικλή Βυζάντιου», ένα μήνα μετά το θάνατο του, το 1972, με ομιλητή τον Παναγιώτη Τέτση, ενώ το Μουσείο Μπενάκη την έκθεση «Ντίκος Βυζάντιος Στα ίχνη του χαμένου βλέμματος», το 2007, ένα περίπου μήνα μετά το θάνατο του καλλιτέχνη στη Μαγιόρκα. Πατέρας και γιός, με κοινή μοίρα, τιμήθηκαν και οι δύο τους τη χρονιά του θανάτου τους.

-Πώς επηρεάζει η προσωπική τους σχέση —πατέρας και γιος— την επιμελητική αφήγηση που επιλέξατε να παρουσιάσετε στο κοινό;
-Τ.Μ: Οι πολυσύνθετες ζωές και πορείες των Περικλή και Ντίκου Βυζάντιου εντείνουν την επιμελητική αφήγηση στον χώρο και τον χρόνο. Και οι δύο τους έζησαν σε ταραγμένες εποχές βυθισμένες στο αίμα και τον πόνο, προσπαθώντας άλλοτε με τα σχέδια και άλλοτε με έργα τους να προσεγγίσουν την αλήθεια της ζωής.
Τα εκπληκτικά σχέδια του Περικλή Βυζάντιου την περίοδο του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου, αποκαλύπτουν την εσωτερική εικονογραφία μιας τραυματικής αλήθειας, στην άκρη της Ευρώπης, που λίγα χρόνια αργότερα ο Οδυσσέας Ελύτης προσέγγισε στο έργο του «Άξιον Εστί». Ο Βυζάντιος αισθάνονταν χρέος απέναντι στην ανθρωπότητα, την ειρήνη και την αλληλεγγύη, όπως και ο γιος του.
Επίσης, η βαθιά ουμανιστική ζωγραφική του Ντίκου Βυζάντιου στερεώνεται από τα σχέδια και τις ελαιογραφίες, κυρίως μεγάλων διαστάσεων, όπου πρωταγωνιστούν οι δικοί του ήρωες, πάντα σε ένα σκοτεινό εσωτερικό χώρο ενός ερμητικά κλειστού δωματίου ή μιας θεατρικής σκηνής, λες και μετέχουν σε μια παράσταση χωρίς τέλος.
Μορφές στοχαστικές, ίσως και με μια δραματική ένταση, απόμακρες από κάθε περιττή μίμηση της πραγματικότητας και της κουραστικής της επανάληψης. Μορφές με μια αυτονομία στον χώρο και τον χρόνο, που μας συνδέουν, ως ένα βαθμό, με τα πολυσυζητημένα του σχέδια από pierre noire πάνω σε χαρτί, με τις δραματικές εκείνες φιγούρες που είναι φτιαγμένες από σκοτάδι και φως.

-Ποια τα συναισθήματα σας για την επιμέλεια αυτής της έκθεσης;
-Τ.Μ: Επίμονα αναζητώ όλα μου τα χρόνια εκείνες τις αξίες που μας βοηθούν να ισορροπήσουμε ανάμεσα στο ρέμα του παρελθόντος και στο βαθύ του μέλλοντος. Αυτή η βαθιά γνώση του πατέρα και του γιού για τη ζωγραφική, καθώς και η αλήθεια του περιεχομένου των εικόνων τους, μακριά από μόδες και διακοσμητικούς εντυπωσιασμούς, αποκαλύπτουν μια μοναδική στερεότητα απέναντι στην θεόδοτη αγνότητα του καλλιτέχνη.
Η έκθεση Περικλής και Ντίκος Βυζάντιος μας προτείνει μια πλατιά γνωριμία της δημιουργικής περιπέτειας δυο σημαντικών ζωγράφων με διαισθητική σκέψη και ολοκληρωμένη αισθητική άποψη, αφού, με το έργο τους, υπερβαίνουν την αποσύνθεση του κόσμου μας ποιώντας εικόνες οι οποίες έχουν κρυσταλλωθεί μέσα από την ψυχή και τα μυστικά βάθη του πνεύματος.
Η μοναδικότητα του χαρακτήρα τους: υπευθυνότητα, ευαισθησία, ενθουσιασμός και η αισθητική καλλιέργεια τους οδήγησε στην ιδεατή πληρότητα της προσωπικής τους έκφρασης με την ατέρμονη δημιουργική τους δράση και τη βαθιά τους αισθαντικότητα. Η καθαρότητα του έργου τους φανερώνει το εύρος μιας πολύτροπης ζωγραφικής με ενάργεια και χάρη, στοχαστικότατα και διεισδυτικότητα που διεκδικεί στέρεα τη θέση της στο αύριο.
Ιδιαίτερα με ικανοποιεί η άμεση ανταπόκριση του κόσμου και τα θετικά σχόλια των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που άμεσα, θαρρώ, δικαιώνουν την προσπάθεια μου.

-Αλέξανδρε, ποια ήταν η πιο απρόσμενη ανακάλυψη που κάνατε εξερευνώντας τα προσωπικά αρχεία και έργα των Περικλή και Ντίκου Βυζάντιου;
-Α.Λ: Για εμένα η πιο σπουδαία ανακάλυψη ήταν ότι εξερευνώντας τα προσωπικά αρχεία των δύο αυτών ζωγράφων μαζί με την Ελίζα Γρηγοράκη, και μέσω των έργων, των σχεδίων, της αλληλογραφίας και των ημερολογίων τους, ανασυστήσαμε τις ζωές τους και τον κόσμο που τους περιέβαλε. Έναν κόσμο πολύ συναρπαστικό, ενδιαφέροντα και εμπνευστικό.

-Υπάρχουν ανέκδοτες ιστορίες ή προσωπικές στιγμές από τη ζωή τους που θεωρείτε ότι φωτίζουν διαφορετικά την καλλιτεχνική τους πορεία;
-Α.Λ: Τον Περικλή πάντα θα τον θυμάμαι να κάνουμε βόλτες στο λιμάνι της Ύδρας, και μετά ανεβαίνοντας προς το σπίτι, να κάθεται στα μισά του δρόμου και μου λέει ιστορίες, με τον ιδιαίτερα χαριτωμένο τρόπο του, προφανώς για να πάρει μία ανάσα και να ξεκουραστεί.
Όσο για τον Ντίκο, τον θυμάμαι μία φορά στην Πάτμο να κάνει το πορτραίτο ενός φίλου, και να είναι τόσο συγκεντρωμένος και αφοσιωμένος σε αυτό, που δεν ήθελε να μιλάμε καθόλου. Αντίθετα στο Παρίσι, τον θυμάμαι ανάμεσα σε φίλους διανοούμενους και συλλέκτες, στα μουσεία και στις γκαλερί, πάντα ομιλητικό και παρορμητικό να μιλάει για την τέχνη και όχι μόνο.

-Πώς πιστεύετε ότι η οικογενειακή δυναμική μεταξύ πατέρα και γιου επηρέασε το έργο και των δύο καλλιτεχνών;
-Α.Λ: Υπήρχε μεγάλη αγάπη και σεβασμός ανάμεσα στους δύο. Με κάθε ευκαιρία, είτε όταν βρισκόντουσαν μαζί, είτε διά αλληλογραφίας, είχαν ατελείωτες συζητήσεις περί τέχνης, ανταλλάσσοντας απόψεις και ιδέες. Το γεγονός και μόνο ότι και ο γιός, αν και γιός πετυχημένου και γνωστού ζωγράφου εξελίχτηκε και ο ίδιος και χάραξε το δικό του δρόμο το αποδεικνύει αυτό.
-Υπάρχουν έργα ή σχέδια που παρέμειναν ημιτελή ή δεν εκτέθηκαν ποτέ, και αν ναι, ποια είναι η σημασία τους;
-Α.Λ: Όλοι οι καλλιτέχνες έχουν ημιτελή έργα, πόσο μάλλον σχέδια. Στην τρέχουσα έκθεση μάλιστα, υπάρχει ένα έργο του Περικλή που είναι ημιτελές. “Η κήρυξη του πολέμου στους Δελφούς.” Έχει όμως τέτοια δυναμική και ιστορική σημασία, που θα ήταν αδύνατο να μην το συμπεριλάβουμε. Όσο για έργα που δεν έχουν εκτεθεί, ποιος καλλιτέχνης δεν έχει τέτοια. Πιστεύω ότι όταν ο καλλιτέχνης δημιουργεί, το κάνει από εσωτερική ανάγκη. Το αν θα εκτεθεί το έργο ή όχι έρχεται αργότερα.

-Ποια ήταν η σχέση τους με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής τους και πώς αυτή η αλληλεπίδραση επηρέασε το έργο τους;
-Α.Λ: Ο Περικλής ήταν το νεότερο μέλος της « Ομάδας Τέχνης» η οποία συμπεριλάμβανε τον Νικόλαο Λύτρα (φιλοτέχνησε και το πορτραίτο του Περικλή που είναι στη έκθεση), τον Μαλέα, τον Παρθένη και τον Τόμπρο, ανάμεσα σε άλλους, και κατά την Μικρασιατική εκστρατεία, ήταν με τον Ροδοκανάκη και τον Παπαλουκά.
Ο Ντίκος φτάνοντας στο Παρίσι, συνδέθηκε αρχικά με τον Παρθένη, και αργότερα με τον Giacometti με τον οποίο τους έδεσε και μία μακροχρόνια φιλία.

Πιστεύω ότι όταν ο καλλιτέχνης δημιουργεί, το κάνει από εσωτερική ανάγκη
– Υπάρχουν συγκεκριμένα μηνύματα ή θέματα που προσπάθησαν να επικοινωνήσουν μέσω της τέχνης τους και δεν έχουν αναδειχθεί επαρκώς μέχρι σήμερα;
-Α.Λ: Ο Περικλής ήταν πιο εξωστρεφής, και “κουβαλούσε” μέσα του την χαρά της ζωής, έτσι και τα έργα του, ως και αυτά που ζωγράφισε όταν ήταν στην Μικρά Ασία, επικεντρωνόντουσαν πιο πολύ στον άνθρωπο, στο τοπίο και στην καθημερινότητα.
Αγαπούσε πολύ την γυναίκα, την οποία και απεικόνισε πολύ στην ζωγραφική του, καθώς και τα γαϊδουράκια και της γάτες, αναπόσπαστο κομμάτι της Ύδρας και όχι μόνο. Ειδικά για την Ύδρα έδωσε μάχη για την διατήρηση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της, πράγμα πολύ πρωτοπόρο για την εποχή εκείνη.
Ο Ντίκος από την άλλη, ήταν πιο εσωστρεφής, και τα έργα του απεικονίζουν μια πάλη μέσα του. Στα μονοχρωματικά έργα του προσπαθεί μέσα από ένα χρώμα να αναδείξει ένα τοπίο ή μία φιγούρα, μέσα από έντονες πάστες και σκιές. Στα Pierre–noir κυριαρχεί το μαύρο, το σκοτεινό, τονίζοντας την μοναξιά και την αποξένωση του ανθρώπου.
Τέλος στα πιο πρόσφατα έργα του, οι φιγούρες δεν κοιτάνε η μία την άλλη, αλλά κάπου αλλού λες και είναι, αλλά και δεν είναι μαζί.
– Πώς θα θέλατε να θυμούνται οι μελλοντικές γενιές τον Περικλή και τον Ντίκο Βυζάντιο και ποιο είναι το κληροδότημα τους στην ελληνική τέχνη;
-Α.Λ: Και οι δύο ήταν ταγμένοι στην τέχνη, και πιστεύανε βαθιά σε αυτό που κάνανε.
-Πώς αισθάνεσθε που παρουσιάζεται το έργο των Περικλή και Ντίκου Βυζάντιου στο Ίδρυμα Θεοχαράκη;
-Α.Λ: Νιώθω ιδιαίτερη χαρά που το έργο του Περικλή και Ντίκου Βυζάντιου παρουσιάζεται στο Ίδρυμα Β & Μ Θεοχαράκη ένα χώρο που στα 20 χρόνια λειτουργίας του παρουσιάζει τις εκθέσεις των σημαντικότερων δημιουργών, Jean Cocteau, Pablo Picasso, Κωνσταντίνου Βολανάκη, Μιχάλη Οικονόμου, Σπύρου Παπαλουκά, κ.α., και που φέτος αποφάσισε να τιμήσει και το έργο των κορυφαίων ζωγράφων Περικλή και Ντίκου Βυζάντιου ως συνέχεια στην παράδοση των μεγάλων εκθέσεων.

INFO έκθεσης
Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β&Μ Θεοχαράκη
Περικλής και Ντίκος Βυζάντιος – Ζωγραφικές Συγγένειες και Αντιθέσεις
3/4-21/9/2025
Επιμέλεια έκθεσης: Τάκης Μαυρωτάς
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα-Κυριακή 10:00-18:00, Πέμπτη 10:00-20:00