Συνέντευξη στην Λιάνα Ζωζά
Ο Αλέξανδρος Μάγκος είναι εικαστικός-ζωγράφος, με μεταπτυχιακές σπουδές στην ζωγραφική στο ΜΑ Central St Martins College – University of the Arts London και αριστούχος απόφοιτος BA Middlesex University of Arts.
Στη δουλειά του συνδέει την ζωγραφική με γλυπτικά περιβάλλοντα και κατασκευές με κοινό χαρακτηριστικό το συνδυασμό αφηρημένων και περιγραφικών στοιχείων τα οποία αντλεί από την εμπειρία της καθημερινότητας, την Ιστορία της Τέχνης και προσωπικές εμμονές, όπου η ποπ κουλτούρα συναντά τον υπαρξισμό, εστιάζοντας, σε μια ευρύτερη εικόνα, σε έννοιες όπως η σχετικότητα, η συνολικότητα, η αφομοίωση και ο αυτοπροσδιορισμός.
Είναι ιδρυτής του καλλιτεχνικού εργαστηρίου SUB85 και από το 2003 έχει ενεργή παρουσία στην noise/πειραματική μουσική σκηνή (Grim Machine, The Zyklons, Black Faun) συνδυάζοντας τον αυτοσχεδιασμό με την οπτικοακουστική performance. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
-Doom Is A Four Letter Word! Ένας εκρηκτικός τίτλος για μια εντυπωσιακή εικαστική εγκατάσταση που αποτελείται από ζωγραφικά έργα και γλυπτικά περιβάλλοντα. Τι σημαίνει για εσάς, ο τίτλος αυτός;
-Ο τίτλος είναι ένα λογοπαίγνιο που υποδηλώνει το ευρύτερο πνεύμα της έκθεσης. Η ιδιωματική αυτή έκφραση «is a four letter word» έχει συνήθως υποτιμητικό ή και περιπαικτικό- ειρωνικό χαρακτήρα για μια πράξη ή μια κατάσταση ελάσσονος σημασίας.
Προσθέτοντας την λέξη DOOM με την βαρύτητα και την αμεσότητα που έχει, προτείνω έναν εναλλακτικό τρόπο αντίληψης της συγκεκριμένης έννοιας. Είναι ένα ερώτημα με κρυφό χαμόγελο, για το τί εννοείται ως καταστροφή σε προσωπικό ή και κοινωνικό επίπεδο. Η πρόθεσή μου είναι να συμπληρωθεί η ευρύτερη εικόνα, και ο τίτλος της έκθεσης, όπως και οι επιμέρους τίτλοι των έργων ξεχωριστά, παίζει σημαντικό ρόλο για την βαθύτερη κατανόηση της ιδέας που διαπνέει την έκθεση ως σύνολο.
-Hieronymus Bosch και επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Αυτοσχεδιασμοί πάνω στο τρίπτυχο “The Garden of Earthly Delights”, όπως ο ίδιος σημειώνετε στο κείμενό σας. Πόσο εύκολο είναι να αυτοσχεδιάσει κάποιος πάνω σε ένα έργο του είδους του και σε έναν πραγματικά αντισυμβατικό για την εποχή του καλλιτέχνη, όπως ο Bosch;
-Το να ασχοληθεί κανείς, στην δική του δουλειά, με γνωστούς πίνακες, εμπεριέχει ένα ρίσκο, που συνήθως είναι το να υπάρξει μια οπτική σχέση ή κακώς εννοούμενη ομοιότητα με την αρχική εικόνα. Προσωπικά δεν με ενδιέφερε εξαρχής αυτή η ανάγνωση. Η όλη ιδέα για να ασχοληθώ με το έργο του Bosch προέκυψε σαν φυσικό επόμενο της πορείας της δουλειάς μου, σε εικαστικό επίπεδο. Για αρκετά χρόνια πειραματιζόμουν με στοιχεία αφηρημένης σύνθεσης, υλικά, φόρμες και ποιότητες που μπορούν να στοιχειοθετήσουν μια γλώσσα. Οδηγήθηκα σε μια αναζήτηση της αφήγησης μέσα από καθαρά εικαστικά χαρακτηριστικά.
Επέλεξα να ασχοληθώ με το έργο του Bosch γιατί διέκρινα ότι μέσα από αυτό θα μπορούσα να δημιουργήσω περιγραφικές εικόνες χρησιμοποιώντας αυτά τα χαρακτηριστικά. Δεν ήταν η πρόθεση μου να ολοκληρώσω κάποια σπουδή επάνω στο έργο του, αλλά να ξεκινήσω, με αυτό ως αφετηρία, μια δική μου δουλειά. Για να συμβεί αυτό, χωρίς να αντιγράψω αλλά να «διασκευάσω», χρησιμοποίησα την ελεύθερη, διαισθητική τεχνική του αυτοσχεδιασμού, κρατώντας μια επαφή με τα στοιχεία των αρχικών πινάκων. Αυτό μου έδωσε μεγάλη ελευθερία, οπότε ήταν αρκετά εύκολο να συνεχίσω, χωρίς να αισθάνομαι ότι υπάρχουν κάποια προκαθορισμένα βήματα τα οποία θα έπρεπε να ακολουθήσω.
Από την άλλη, με ενδιέφερε να μείνω πιστός στην εντύπωση που τα έργα μου προκάλεσαν όταν τα είδα πρώτη φορά, αυτή ήταν η πιο σημαντική δυσκολία. Θα ήθελα να πιστεύω πως αν κάποιος δει τα πρωτότυπα έργα μαζί με τα δικά μου, θα διακρίνει ομοιότητες όχι μόνο στις μορφές και στο στήσιμο αλλά και στην αίσθηση που ενδεχομένως αυτά αποπνέουν.
-Στα ζωγραφικά σας έργα, χρησιμοποιείτε διαφορετικά υλικά και μικτές τεχνικές ενώ περιλαμβάνετε συνήθως, στην ίδια ενότητα και γλυπτά. Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος για αυτές τις επιλογές σας;
-Χρησιμοποιώ διαφορετικές τεχνικές και υλικά σε μια προσπάθεια να δημιουργήσω ένα περιβάλλον, μέσα από μια ευρύτερη αναζήτηση. Η ζωγραφική, που για μένα είναι η κύρια ασχολία, πιστεύω ότι έχει όρια και κανόνες τους οποίους, όποιος ασχολείται μαζί της, επανατοποθετεί και προσδιορίζει ανάλογα με τις δικές του ανησυχίες. Η πρακτική μου έχει να κάνει με μέσα και υλικά που κάθε φορά με οδηγούν σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Με ενδιαφέρει η εικόνα και η αφήγηση αλλά προχωράω και προς μια δυνατότερη συνθήκη που είναι αυτό που νιώθει κανείς απέναντι σε ένα έργο, το πώς, σαν δημιουργός αλλά και σαν θεατής, μπαίνεις σε μια άλλη κατάσταση αντίληψης του κόσμου και του εαυτού. Το υλικό- ως κομμάτι μιας χειρωνακτικής πρακτικής, και ο χώρος, ως σημείο επαφής/αποκοπής από την πραγματικότητα, μπορούν να είναι στοιχεία μιας εικαστικής έκφρασης με τέτοια χαρακτηριστικά.
-Αυτοσχεδιασμό και εικαστική performance, περιλαμβάνει η ενεργή παρουσία που έχετε από το 2003, στην noise/πειραματική μουσική σκηνή. Πόσο οικεία ακούγονται στο κοινό της ελληνικής μουσικής σκηνής τα παραπάνω;
-Νομίζω ότι το κοινό στην Ελλάδα είναι αρκετά ενημερωμένο και δείχνει ενεργό ενδιαφέρον για διάφορα είδη πειραματικής μουσικής. Υπάρχουν αρκετές αυτό-οργανωμένες ή μικρές εταιρίες, δισκάδικα και μαγαζιά που προωθούν τέτοια είδη όπως και κάποιοι χώροι που φιλοξενούν συναυλίες και performances. Μέσα από πλατφόρμες και blogs, μπορεί κανείς να ακούσει πολλά και πολύ περίεργα πράγματα άλλωστε.
Νομίζω ότι έχει να κάνει πια με το πόσο κανείς ψάχνει να ανοίξει τους μουσικούς του ορίζοντες, γιατί η δυνατότητα υπάρχει. Φυσικά δεν είναι κάτι που προωθείται ως pop κουλτούρα, δεν είναι δημοφιλές, αλλά αυτό είναι αποτέλεσμα μιας μεγαλύτερης πολιτιστικής πενίας που έχει τις ρίζες της κυρίως στις προηγούμενες δεκαετίες.
Παρ’ολ’ αυτά, είναι ίσως παρωχημένο να συζητάμε για την πειραματική μουσική στην Ελλάδα ως κάτι το νέο ή εξωτικό, καθώς είναι σαφώς κομμάτι του μουσικού γίγνεσθαι. Το ζήτημα δεν είναι πια το πώς η κουλτούρα της κατανάλωσης αφομοιώνει τέτοιες εκφάνσεις αλλά το τι μένει τελικά.
με γεμίζει αισιοδοξία το γεγονός ότι μέσα από κάθε δυσκολία γεννιέται μια νέα πρόταση
-Τέχνη και παγκόσμια πανδημία! Πόσο αλλάζει τους κανόνες, αλλά και τις συνεργασίες στο χώρο της τέχνης;
-Η πανδημία έχει σαρώσει όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Έτσι και στην Τέχνη, έχει παίξει καταλυτικό ρόλο για την λειτουργία των ρόλων, την κατάλυση προκαθορισμένων δομών, την δημιουργία νέων, αλλά πιστεύω πως θα παίξει και σε επίπεδο θεματικής.
Είναι μια στιγμή στην Ιστορία που όλοι μας καλούμαστε να αναλύσουμε παράλληλα με το να την βιώνουμε, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε μια ασφαλή νέα συνθήκη. Αυτό πιθανώς να δώσει τροφή σε διάφορα καλλιτεχνικά πονήματα, είτε είναι κολεκτιβιστικά είτε ατομικά. Είναι σίγουρα ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς το πώς η Τέχνη αφουγκράζεται την εποχή της.
-Πόσο και πως έχει επηρεασθεί η αγορά της τέχνης, ελληνική και παγκόσμια, κατά την άποψή σας;
-Είναι φανερό ότι η πανδημία συρρίκνωσε την αγορά φυσικών έργων τέχνης, κυρίως σε επίπεδο μικρών χώρων και γκαλερί, αλλά ταυτόχρονα έδωσε τη δυνατότητα σε διαφορετικές μορφές σχέσεων να υπάρξουν.
NFTs, instagram, ψηφιακές πλατφόρμες, άνοιξαν μια καινούρια συζήτηση με χειροπιαστά αποτελέσματα. Δεν ξέρω κατά πόσο θα αντικαταστήσουν και σε τι βαθμό, τη φυσική αγορά της Τέχνης αλλά σίγουρα έχουν έρθει για να μείνουν.
Παρόλο που δεν έχω εντρυφήσει ιδιαιτέρως, με γεμίζει αισιοδοξία το γεγονός ότι μέσα από κάθε δυσκολία γεννιέται μια νέα πρόταση. Όσον αφορά στην επάνοδο, παρά τους περιορισμούς, διακρίνω την ανάγκη των ανθρώπων να επικοινωνήσουν σε κάθε μορφή, πιο έντονα, πιο ουσιαστικά. Στον τομέα της Τέχνης εγείρονται νέα ζητήματα για σύγχρονα θέματα όπως προκύπτουν από τη συνθήκη της πανδημίας, κάτι που με κινητοποιεί κι εμένα δημιουργικά.
-Πόσο σας επηρέασε σαν άνθρωπο, αλλά και σαν καλλιτέχνη, η πολύμηνη κοινωνική αποστασιοποίηση, αλλά και η επάνοδος με όρους;
-Το θετικό ήταν για μένα ότι μέσα από την κατάσταση της καραντίνας προέκυψε η θεματική του Bosch και όλη η δουλειά στο στούντιο, που θα χαρακτήριζα ως ένα «θετικό» εγκλεισμό. Η απομόνωση λειτούργησε σε τέτοιο επίπεδο, υπήρξε μια στιγμή μεγάλης ενδοσκόπησης.
Δεν αισθάνθηκα τόσο βαρύ τον προσωπικό αποκλεισμό από εν δυνάμει καταστάσεις, όσο έντονα με ενόχλησε και με ενοχλεί ο ευρύτερος κοινωνικός αποκλεισμός, η επικράτηση μιας διχασμένης πραγματικότητας, η αμφισβήτηση της λογικής και το χάος που υποβόσκει. Πέρα από την απόδοση ευθυνών σε πολιτικό επίπεδο, η τάση για στοχοποίηση και ο κοινωνικός διχασμός πιστεύω ότι φανερώνουν ουσιαστικά την ελλιπή παιδεία και την κοινωνική ανωριμότητα που έχουμε ως λαός.
-Αν και ο κάθε καλλιτέχνης, αγαπά όλες τις ενότητες της δουλειάς του, που σηματοδοτούν και την πορεία του, θα ήθελα να μας πείτε, αν εσείς θα ξεχωρίζατε κάποια από αυτές;
-Για μένα υπήρξε μια σημαντική στιγμή γύρω στο 2010 που επέστρεψα ενεργά στη ζωγραφική μετά από πειραματισμούς με άλλα μέσα (κυρίως video installations και performance pieces). Τα επόμενα δυο-τρία χρόνια αφοσιώθηκα στο να δουλεύω προς μια πιο αφηρημένη κατεύθυνση με έμφαση στα σύμβολα και τους μύθους, κάτι που με οδήγησε στο παρόν, στη δουλειά που παρουσιάζεται στην cube gallery με αφορμή το έργο του Bosch.
Είναι ίσως η πιο ώριμη καταγραφή των αναζητήσεων μου, σε εικαστικό αλλά και νοηματικό επίπεδο, η οποία προέκυψε αβίαστα. Η αμεσότητα που αισθάνομαι ότι έχει αυτή η δουλειά, όπως και το γεγονός ότι συνδέομαι μαζί της σε μεγάλο βαθμό ακόμα και τώρα που έχει φύγει από το εργαστήριο και εκτίθεται, με κάνει να την βλέπω ως την πιο καθαρή μου έκφραση μέχρι στιγμής. Ταυτόχρονα συνδέεται με ουσιαστικό τρόπο και με τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό που για πολλά χρόνια αποτελεί κομμάτι της ενασχόλησής μου με τη μουσική και τον ήχο γενικότερα.
-Ποιές είναι οι επιρροές σας και από ποιούς καλλιτέχνες που σηματοδότησαν την ιστορία της τέχνης; Υπάρχουν κάποια έργα που τα θεωρείτε σταθμούς;
-Πάντα μου κινούσαν το ενδιαφέρον κινήματα και καλλιτέχνες που στο έργο τους εμπεριέχεται μια δυναμική διττότητα, ένας συνδυασμός από χιούμορ και φιλοσοφία, κάτι πραγματικό και υπερβατικό ταυτόχρονα, που με ενεργοποιεί ως θεατή αλλά και ως δημιουργό.
Η ειλικρίνεια των εξπρεσιονιστών της Die Brücke, ο Asger Jorn και η ομάδα CoBrA, η πολιτική αισθητική προσέγγιση των Newe Wilde και κυρίως των A.R. Penck και Albert Oehlen, η ατελείωτη αναζήτηση του Frank Stella, ο κόσμος των Mike Kelley and Paul McCarthy. Αντί να αναφέρω έργα σταθμούς, θεωρώ πολύ σημαντικές τις εκθέσεις A New Spirit in Painting στο Λονδίνο το 1981 και Zeitgeist στο Βερολίνο το 1982, που έδειξαν τις τότε σύγχρονες τάσεις οι οποίες καθόρισαν τις μετέπειτα κατευθύνσεις στη ζωγραφική.
Από σύγχρονους δημιουργούς αγαπώ πολύ την δουλειά των David Altmejd, Hernan Bas, Tal R και Dexter Dalwood, μεταξύ πολλών άλλων.
-Ένας εικαστικός έχει πάντα ορίζοντες. Τι θα ήταν αυτό που θα θέλατε να συμπεριλάβετε στα μελλοντικά σας σχέδια;
-Με ενδιαφέρει να εξελίξω τη δουλειά μου σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με ζητήματα υλικών και χώρου. Η αφήγηση είναι κάτι που με απασχολεί πολύ τον τελευταίο καιρό, ειδικά σε μια συνδυαστική προσέγγιση με τα παραπάνω. Βρίσκομαι ήδη σε μια αναζήτηση για το πως η ζωγραφική και η γλυπτική μπορούν να συνδεθούν σε ένα ευρύτερο περιβάλλον, ίσως και σε συνδυασμό με άλλα μέσα όπως ο ήχος και η κινούμενη εικόνα.
Στο σύνολο της δουλειάς μου υπάρχουν κάποιοι συνδετικοί κρίκοι, που προκύπτουν από το ενδιαφέρον μου για την ανθρωπολογική προσέγγιση της Ιστορίας της Τέχνης και την κοινωνική διάσταση του μύθου και των μαγικοθρησκευτικών πρακτικών με βάση μια σημερινή ανάγνωση. Σε συνάρτηση με αυτό βρίσκεται και η ενασχόλησή μου με τη γλώσσα των συμβόλων, η συνεχής έρευνα για την εικόνα ως γλώσσα, ζητήματα που επανέρχονται, εμπεριέχονται και επανανοηματοδοτούνται σε κάθε θεματική με διαφορετικό τρόπο.