Συνέντευξη στη Ζέτα Τζιώτη
Στο χώρο της Γαλλικής Πρεσβείας στο κέντρο της Αθήνας μας υποδέχτηκε η ζωγράφος Amina Kortbi, , όπου φιλοξενούνται οι δημιουργίες της. Συναντήσαμε πρώτη φορά την Amina το φθινόπωρο στο «Μικρό Παρίσι των Αθηνών», φεστιβάλ που διοργανώνεται τα τελευταία χρόνια στο κέντρο της Αθήνας. Τα έργα της μας εντυπωσίασαν για την έντονη εκφαστικότητά τους.
Η Amina είναι από την Αλγερία και έχει ταξιδέψει και ζήσει σε πολλές χώρες στον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα, που αγαπά ιδιαίτερα. Αντλεί την έμπνευσή της από τους ανθρώπους κυρίως, που συναντά στις χώρες που έχει ζήσει και ταξιδεύει. Μας υποδέχτηκε φιλόξενα και μας απάντησε με χαμόγελο και προθυμία στις ερωτήσεις μας σε άπταιστα Ελληνικά.
– Amina, θα ήθελες να μας μιλήσεις για τη θεματολογία των έργων σου;
Ζωγραφίζω κυρίως πορτραίτα, που μοιάζουν με οικογενειακές φωτογραφίες που ο χρόνος κρατάει παγωμένα τα βλέμματά πάνω τους. Απεικονίζω πρόσωπα πάνω στο μουσαμά με συναισθήματα. Με τη ζωγραφική, προσπαθώ να αναδείξω το συναίσθημα των προσώπων, που κρατάνε για τον εαυτό τους, μια ενδοσκοπική
αντίδραση του συναισθήματος, που φυλάμε μόνο για εμάς.
Όλη η δύναμη του έργου βρίσκεται στο βλέμμα. Το ντεκόρ απουσιάζει, καμιά έμφαση στα ρούχα και στο γύρω χώρο, δεν επιθυμεί να αποσπάσει την προσοχή του θεατή. Επικεντρώνομαι στο συναίσθημα και στη δύναμη του βλέμματος.
– Με τι τεχνική δουλεύεις τα έργα σου;
Δουλεύω κυρίως πάνω σε καμβά, χρησιμοποιώντας λάδι που μπαίνει με απανωτά στρώματα για να φτιαχτεί το φόντο και στη συνέχεια ακολουθεί ένα δημιουργικό πήγαινε-έλα στα έργα μου. Τα πρόσωπα δουλεύονται με τα δάχτυλα, με μυτερά πινέλα και κάποιες φορές με σπάτουλα, λιγότερο με χρώμα και περισσότερο με νέφτι. Θα ήθελα οι πίνακές μου να μην είναι μόνο ένα κάλεσμα στα μάτια και στη σκέψη αλλά να είναι κι ένα κάλεσμα στα βιώματα. Είμαι αυτοδίδακτη, αλλά έχω παρακολουθήσει από το 2009 έως και το 2013 ακαδημαϊκά μαθήματα ζωγραφικής και εισαγωγής στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όμως θεωρώ ότι η ζωγραφική εκφράζει το περίσσευμα της ευαισθησίας.
– Έχεις ταξιδέψει και ζήσει σε πολλές χώρες. Σαν βάση έμπνευσης, έχεις τους ανθρώπους που συναντάς στα ταξίδια σου;
Έχω ταξιδέψει πολύ και έχω ζήσει στην Κίνα, στην Νιγηρία , στην Ολλανδία, στο Μαρόκο, στην Αλγερία, στην Αγγλία, στην Πορτογαλία… Τέλος, το σύμπαν με έφερε στην Ελλάδα, που αγάπησα ξαφνικά και δυνατά. Ένοιωσα κάτι έντονο να με κρατά εδώ και αποφάσισα να μείνω. Ίσως ήταν το κλίμα, ο ήλιος, οι άνθρωποι. Νομίζω ήταν καρμικό. Είναι δύσκολες οι συνθήκες αλλά μ αρέσει η Ελλάδα. Για τα έργα μου, λοιπόν, χρησιμοποιώ εικόνες που μου έχουν τραβήξει την προσοχή και φωτογραφίες που ξυπνούν συναισθήματα από όλες αυτές τις χώρες.
Καθώς τα πορτραίτα που δημιουργώ εξελίσσονται, αφήνουν τα ίχνη της προσωπικής τους ιστορίας , το προσωπικό τους αφήγημα και τέλος το μεταφέρουν στο κοινό. Έτσι, κάθε πορτραίτο είναι μοναδικό μια και η σχέση ανάμεσα στο θεατή και το δημιούργημα καλλιεργείται πάνω στη δική του ενδοσκόπηση.
– Θα ήθελες να μας αναφέρεις έναν καλλιτέχνη που θαυμάζεις;
Δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσω μόνο έναν καλλιτέχνη για τη δουλειά του, αλλά μπορώ να αναφέρω ένα moto του Pierre Soulages, Γάλλου ζωγράφου, χαράκτη, λιθογράφου και σχεδιαστή, που με εκφράζει ιδιαίτερα. Θέλω, όποιος βλέπει αυτό τον πίνακα να επικοινωνεί με τον εαυτό του και όχι μ’ εμένα. Θέλω να βλέπει αυτό που παριστάνεται πάνω στο μουσαμά. Το μαύρο είναι ιδανικό γι αυτό, αντανακλά. Οι κινήσεις που υιοθετεί ανήκουν σε αυτόν που παρατηρεί. Το έργο ζει μέσα από το βλέμμα που του φοράει. Δεν του βάζει όρια ούτε αυτός που του ανήκει ούτε αυτός που τον έχει φτιάξει, έχει δημιουργηθεί από αυτόν που τον κοιτάζει.
– Μίλησέ μας για την καθημερινότητα σου στην Ελλάδα μέσα από τη ζωγραφική.
Κάθε μέρα αποσύρομαι στη μοναξιά του ατελιέ μου στο κέντρο της Αθήνας και ξεκινάω. Είναι σα να ξεκίνησα μια φορά να διαλογίζομαι κι από τότε ακολουθώ το ίδιο τελετουργικό: Ανοίγω τα παραθυρόφυλλα, έπειτα το παράθυρο, τριγυρίζω, κοιτάζω το μουσαμά που πάνω του δούλευα την προηγούμενη μέρα, φτιάχνω καφέ, βάζω τη μουσική που αγαπάω, φοράω τα «ρούχα της δουλειάς», κάθομαι μπροστά στο καβαλέτο και εγκαταλείπομαι για λίγο.
Η σκέψη μου βαθαίνει, αφήνω να με κυριεύσουν τα συναισθήματα της προηγούμενης μέρας και τα ξαναπιάνω από εκεί που τα άφησα. Ξαναβρίσκοντας το μουσαμά μου, μερικές φορές, είναι σα να συναντώ ένα παλιό φίλο και συνεχίζουμε τη γνήσια και παθιασμένη συζήτηση που είχαμε αφήσει στη μέση. Άλλες φορές πάλι ξαναβρίσκω το συναίσθημα έπειτα από μια διαφωνία, επειδή την προηγούμενη μέρα ήμουν θυμωμένη, απογοητευμένη, κουρασμένη, από μια πραγματικότητα που δεν αλλάζει. Είναι μια επαφή. Ποτέ δεν νιώθω μόνη όταν ζωγραφίζω. Μου λένε συχνά, πως υπάρχει κάτι στα πορτραίτα μου, που κινητοποιεί τις αισθήσεις. Μαγεύομαι από αυτό επειδή μου απελευθερώνει συναισθήματα αντικρουόμενα. Καθώς ζωγραφίζω, αφήνω το δημιούργημα να μου επιβληθεί σιγά-σιγά. Δεν «βάζω χρώμα» στο σχεδίασμα, με οδηγεί το ένστικτο.
– Επιθυμείς να περάσεις στο κοινό σου τα δικά σου συναισθήματα και την ψυχολογική σου ένταση;
Δεν θέλω να περάσω τα συναισθήματα μου στο κοινό. Πιστεύω στην ελευθερία της σκέψης γενικότερα, αν και θεωρώ ότι η τέχνη μου είναι φορτισμένη με ιδιαίτερη ενέργεια. Αποφεύγω να επηρεάσω τον θεατή καθώς παρατηρεί έναν από τους πίνακές μου, είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που σχεδόν ποτέ δεν βάζω τίτλους.
Μόλις τελειώσει το έργο μου παύει πια να μου ανήκει. Ο παρατηρητής μπορεί να το εκλάβει, όπως ο ίδιος επιθυμεί και το αισθάνεται. Θα επιθυμούσα ο θεατής βλέποντας έναν πίνακά μου, να ανασκαλεύσει τα δικά του κρυμμένα πολύ βαθιά συναισθήματα, στο πορτρέτο που ζωγράφισα.
– Έχεις αλλάξει πολλές «πατρίδες» και εμπνέεσαι από αυτό. Ποιός θα είναι ο επόμενος προορισμός σου;
Ήρθα στην Ελλάδα πριν 8 χρόνια και εναρμονίστηκα με τον ρυθμό αυτού του τόπου. Αισθάνομαι την Ελλάδα, σπίτι μου. Σεβάστηκα τον τόπο και με σεβάστηκε κι αυτός. Οι άνθρωποι με κατάλαβαν και με αγκάλιασαν. Ήταν καρμικό και αισθάνομαι τυχερή γι αυτό. Δεν σκοπεύω να φύγω, αισθάνομαι Ελληνίδα.
Φωτογράφηση: Alex Manikakis
* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «axianews»