“Είναι μισή καλόγρια, μισή πόρνη, ή πιο σωστά, καλόγρια και πόρνη. Μέσα της μπλέκονται ασέλγεια και προσευχή”, δήλωσε ο Andrei Zhdanov και την απέπεμψε από την Ένωση Συγγραφέων, το 1946, αφήνοντάς την χωρίς κανένα εισόδημα και στη φροντίδα μόνο των φίλων της, για να μπορέσει να επιβιώσει.
Εν τω μεταξύ, ο Τρότσκι έχει αποκηρύξει τη συλλογή της Αnno Domini, ενώ τα βιβλία της είναι απαγορευμένα στο σύνολό τους και γίνονται πολτός. Εκείνη, όμως εξακολουθεί να είναι μια σπουδαία ποιήτρια και μια σαγηνευτική γυναίκα που η ζωή και το έργο της εξακολουθεί να εμπνέει ακόμη και σήμερα κοινό και καλλιτέχνες.
Γράφει η Λιάνα Ζωζά
Η Anna Andreyevna Gorenko, που αργότερα άλλαξε το όνομά της στο ποιητικότερο Anna Akhmatova, γεννήθηκε στο Bolshoy Fontan, λιμάνι της Οδησσού, στις 23 Ιουνίου του 1889, όπου ο πατέρας της εργαζόταν σαν μηχανικός του ναυτικού. Ήταν ένα προνομιούχο παιδί μιας και οι δυο γονείς της ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και το ίδιο και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε. Η οικογένειά της είχε βαθιές ρίζες στη ρωσική ιστορία και μάλιστα το ψευδώνυμό της Akhmatova, προέρχεται από τον πρόγονό τους Khan Akhmat, που ήταν απόγονος του Genghiz Khan.
Λίγο πριν τα πρώτα γενέθλιά της, η οικογένειά της μετακινείται στην Αγία Πετρούπολη, όπου μεγαλώνει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον αντάξιο της καταγωγής και της θέσης τους με κύριο στόχο την πολύπλευρη μόρφωσή της.
Αυτό συνεχίζεται και μετά το χωρισμό των γονιών της το 1905, όταν μετακομίζουν με τη μητέρα της στο Κίεβο, όπου μετά το σχολείο ξεκινά τις σπουδές της, στην εκεί νομική σχολή, αφήνοντάς την, όμως ένα χρόνο αργότερα για να επιστρέψει στη Αγία Πετρούπολη και να σπουδάσει λογοτεχνία.
Το πρώτο της ποίημα το γράφει στα 11 χρόνια της και αρχίζει να δημοσιεύει στην εφηβεία της με το ψευδώνυμο Akhmatova, μιας και ο πατέρας της δεν θα ήθελε να τη δει να το κάνει με το δικό του “αξιοσέβαστο” επώνυμο. Δυστυχώς, δεν έχει διασωθεί καμία από τις πρώιμες προσπάθειές της.
Ο έρωτας πίστεψε πως ήρθε στο πρόσωπο του νεαρού ποιητή Nikolay Gumilev, που την πολιόρκησε, την ενθάρρυνε να γράψει και να δημοσιεύσει τα ποιήματά της και τις έκανε αμέτρητες προτάσεις γάμου μέχρι που εκείνη ενέδωσε στην τελευταία από αυτές και τον παντρεύτηκε στο Κίεβο τον Απρίλιο του 2010, όπου δεν παρευρέθηκε κανένα από τα μέλη της οικογένειάς της.
Πριν το γάμο, έχει προηγηθεί ένα γράμμα της σε φίλο της, όπου τα αισθήματά της για τον μελλοντικό της σύζυγο κάθε άλλο παρά ενθουσιώδη είναι: “Με αγαπά εδώ και τρία χρόνια και πιστεύω πως είναι η μοίρα μου να γίνω σύζυγός του. Είτε τον αγαπώ είτε όχι, πράγμα που δεν το γνωρίζω, θα το κάνω”.
Ο πανευτυχής Gumilev πηγαίνει την αγαπημένη Anna γαμήλιο ταξίδι στο Παρίσι και εκεί έρχεται η συνάντησή της με τον Amedeo Modigliani και ένας θυελλώδης έρωτας.
Η μεταξύ τους σχέση, δεν σχολιάστηκε ποτέ φανερά από κανέναν από τους δυο τους. Η Akhmatova, στα απομνημονεύματά της, λίγο πριν τον θάνατό της το 1966, χαρακτηρίζει τη συνάντησή τους σαν “την αρχή μιας νέας εποχής και για τους δυο τους” και την περιγράφει μέσα από κάποια στιγμιότυπα, χωρίς όμως να δίνει λεπτομέρειες και μόνο όσες πληροφορίες εκείνη θέλει, αφήνοντας τα υπόλοιπα μέσα σε ένα μυστήριο.
Call me a sinner
Εκείνος, φτιάχνει ένα σκίτσο και της το χαρίζει. Εκείνη το χρησιμοποιεί στο εξώφυλλο της συλλογής της “Το πέταγμα του χρόνου” και το κουβαλά μαζί της σε όλη της τη ζωή. Η μοναδική αναφορά που κάνει στο πρόσωπό του είναι στο Ποίημα χωρίς ήρωα που μάλιστα δημοσιεύεται αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό της … “Το Παρίσι μέσα σε μαβιά αχλή/ Και πάλι ίσως ο Μοντιλιάνι / να με ακολουθεί απαρατήρητος/ Είναι αυτός που έχει τη δυσάρεστη ικανότητα να ταράζει ακόμα και τον ύπνο μου…”.
Το ταξίδι του μέλιτος τελειώνει και επιστρέφει με το σύζυγό της στη Ρωσία. Ο Modigliani τη βομβαρδίζει με γράμματα που δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί και θα ήταν μια ωραία έκπληξη, αν κάποια στιγμή εμφανιζόταν και η Akhmatova ξαναβρίσκεται, το 2011, στο Παρίσι για να τον συναντήσει, μόνη της αυτή τη φορά.
Ένα παράθυρο πάνω από την κλειδωμένη είσοδο του σπιτιού όπου έμενε ο Μοντ ήταν ανοιχτό. Καθώς δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω αποφάσισα να ρίξω τα λουλούδια μέσα από το παράθυρο. Έπειτα, δεν περίμενα περισσότερο, έφυγα. Όταν ξανασυναντηθήκαμε εκείνος προβληματιζόταν για το πώς κατάφερα να μπω μέσα στο κλειδωμένο δωμάτιο καθώς ο ίδιος είχε το κλειδί. Του εξήγησα τι είχε συμβεί “Ναι αλλά αυτό είναι αδύνατον – τα λουλούδια ήταν τόσο όμορφα απλωμένα πάνω στο πάτωμα”.
Ένα όμως, ακόμη στοιχείο ήρθε να προστεθεί το 1993, όταν 12 γυμνά σχέδια του Modigliani που ανήκαν στη συλλογή ενός φίλου του, εκτέθηκαν στη Βενετία. Η αναγνώριση του προσώπου της Akhmatova σε όλα τους, από έναν από τους επισκέπτες ήρθε να επιβεβαιώσει πως η σχέση τους ήταν βαθιά ερωτική.
Οι δυο τους δεν ξανασυναντιούνται ποτέ πια μετά τη επιστροφή της, την ίδια χρονιά, στη Ρωσία. Εκείνος άλλωστε δεν θα ζήσει για αρκετό καιρό ακόμη και εκείνη έχει να αντιμετωπίσει την τραγική πορεία της ζωής της.
Ο Gumilev εκτελείται από τις μυστικές υπηρεσίες σαν “εχθρός του λαού”, ο γιος τους οδηγείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και απελευθερώνεται μετά από δέκα χρόνια καταναγκαστικών έργων, θεωρώντας την υπεύθυνη και μη συγχωρώντας την ποτέ και ο τρίτος της σύζυγος καταδικάζεται και εκείνος σε καταναγκαστικά έργα και πεθαίνει στη φυλακή.
Οι φίλοι και πνευματικοί συνοδοιπόροι της ποιητές, άλλοι φυλακίζονται, άλλοι εξαφανίζονται και άλλοι αυτοκτονούν, όπως ο Mayakovsky.
Η ίδια παρ’όλες τις τραγικές συνθήκες στις οποίες ζει, δεν σταματά ποτέ να γράφει μέχρι το τέλος της ζωής της. Μόλις το 1963, βρίσκει την ευκαιρία να εκδώσει ένα από τα αριστουργήματά της, το Ρέκβιεμ και αυτό μάλιστα στο Μόναχο. Η κλονισμένη υγεία της φέρνει και το τέλος της το 1966, όταν αφήνει την τελευταία της πνοή από έμφραγμα σε ηλικία 76 χρονών.