Η Πάβλοβα είναι ένα επιδόρπιο με βάση τη μαρέγκα που πήρε το όνομά του από τη διάσημη αέρινη Ρωσίδα μπαλαρίνα, Άννα Πάβλοβα. Είναι ένα επιδόρπιο με τραγανό εξωτερικό και μαλακό, ελαφρύ εσωτερικό που συνήθως γαρνίρεται με φρούτα και κατά προτίμηση με σαντιγί.
Ιστορία του γλυκού
To 1926, η πρίμα μπαλαρίνα Άννα Πάβλοβα, ίσως η διασημότερη μπαλαρίνα του αιώνα, κάνει τουρνέ στη Νέα Ζηλανδία.
Όπως φημολογείται, ο σεφ του ξενοδοχείου «Wellington» αποφασίζει να δώσει το όνομα Πάβλοβα στο επιδόρπιο προς τιμήν της μπαλαρίνας που είχε μαγέψει με την ερμηνεία της ως κύκνος στο Καρναβάλι των Ζώων, κοινό και κριτικούς. Η αφράτη και ελαφριά Πάβλοβα ταίριαζε απόλυτα με το τουτού από το κοστούμι του κύκνου, που ήταν πολυεπίπεδο και λευκό.
Το Cowell’s Genuine Pavlovas στη Νέα Ζηλανδία ακολουθεί εδώ και 50 χρόνια σχεδόν την παραδοσιακή συνταγή του 1929 και καταφέρνει να παράγει μία Πάβλοβα υψηλών προσδοκιών.
Ιστορία της Άννας Πάβλοβα
Η Άννα Πάβλοβνα Πάβλοβα ήταν Ρωσίδα πρίμα μπαλαρίνα στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. Ήταν μια από τους κυριότερους καλλιτέχνες του Αυτοκρατορικού Ρωσικού Μπαλέτου και των Ρωσικών Μπαλέτων του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ.
Η Πάβλοβα είναι πιο γνωστή για τη δημιουργία του ρόλου The Dying Swan και με δική της εταιρεία έγινε η πρώτη μπαλαρίνα να περιόδευσε με μπαλέτο σε όλο τον κόσμο. Το αστέρι της έλαμψε τη δεκαετία του 1920-30. Θεωρείται ιδιοφυία του ρωσικού μπαλέτου, ικανή να χορέψει με σπασμένο πόδι. Στριφογυρνούσε στη σκηνή σαν οπτασία, τυλιγμένη με τούλια και δαντέλες. Ήταν το αδιαφιλονίκητο αστέρι των μπαλέτων Ντιαγκίλεφ.
Σε παιδική ηλικία παρακολούθησε με τη μητέρα της την «Ωραία Κοιμωμένη» στο Αυτοκρατορικό Θέατρο Maryinsky. Η παράσταση του Marius Petipa έκανε βαθιά εντύπωση και η μητέρα της αποφάσισε να την πάει σε μια οντισιόν του μπαλέτου της περίφημης Αυτοκρατορικής Σχολής Μπαλέτου.
Λόγω της ηλικίας της και της εμφάνισής της, που θεωρήθηκε «καχεκτική», αρχικά δεν την επέλεξαν. Το 1891, σε ηλικία 10 ετών γίνεται τελικά αποδεκτή. Η Πάβλοβα αποφοίτησε το 1899 σε ηλικία 18 ετών και εντάχθηκε στο Αυτοκρατορικό Μπαλέτο, ως κορυφαία. Aπέκτησε φανατικούς θαυμαστές τους οποίους αποκαλούσαν Pavlovatzi.
Ο μεγάλος ρόλος της Πάβλοβα ήρθε όταν αντικατέστησε μια άλλη θρυλική μπαλαρίνα του Αυτοκρατορικού Θεάτρου, την Mathilde Kschessinska, όταν έμεινε έγκυος το 1901.
Τα πόδια της ήταν εξαιρετικά άκαμπτα, έτσι ενίσχυε τις pointes της προσθέτοντας ένα σκληρό κομμάτι ξύλου στις σόλες, λυγίζοντας το πλαίσιο του παπουτσιού. Εκείνη την εποχή πολλοί θεώρησαν ότι αυτό ήταν «απάτη» για μια μπαλαρίνα, δεδομένου ότι είχε μάθει να κρατάει το βάρος της στις pointes.
Στην περίπτωση της Πάβλοβα αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο, καθώς το σχήμα των ποδιών της απαιτούσε να εξισορροπήσει το βάρος της στα μικρά δάχτυλα των ποδιών της. Λύση στο πρόβλημα αυτό έδωσε με την πάροδο των ετών, ο πρόδρομος του σύγχρονου παπουτσιού Pointe. Η pointe αργότερα έγινε λιγότερο επώδυνη και πιο εύκολη για τα κυρτά πόδια.
Tο 1905 ο χορογράφος Michel Fokine δημιουργεί για την Πάβλοβα ένα σόλο, το “The Dying Swan,” με το οποίο έμεινε στην ιστορία του χορού.
Tο 1931 αρρώστησε βαριά και αρνήθηκε να χειρουργηθεί, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι: «Αν δεν μπορώ να χορέψω τότε μάλλον θα είμαι νεκρή».
Πέθανε τρεις εβδομάδες πριν τα 50α της γενέθλια και κρατώντας το κοστούμι του κύκνου από το “The Dying Swan”, είπε τα τελευταία της λόγια: «Παίξε το τελευταίο μέτρο πολύ μαλακά». .
Πριν πεθάνει ζήτησε να ντύσουν τη σορό της σαν κύκνο και να παίζουν τα βιολιά της ορχήστρας τον Θάνατο του Κύκνου.