Γράφει ο Σωτήρης Χάιδας
Ο Vincent van Ghogh, γεννημένος στην Ολλανδία το 1853, υπήρξε ζωγράφος τεράστιου διαμετρήματος, με εικονογραφίες ορόσημα για την τέχνη και μια προσωπικότητα που δεν κατάφερε να βρει καλλιτεχνική αναγνώριση και επιτυχία εν ζωή, καταλήγοντας στον άδικο θάνατό του και το όνομά του από εκεί και εντεύθεν προκαλεί σεισμικές δονήσεις στο άκουσμα του, ένα ταλέντο απαράμιλλης αισθητικής.
Αφομοίωσε τα μαθήματα των Ιμπρεσσιονιστών, ζωγράφιζε με οίστρο, οι πινελιές του διατράνωναν την κατάσταση του μυαλού του, καθώς δεν απέβλεπε στο να απεικονίζει πιστά αλλά χρησιμοποιούσε τα χρώματα και τα σχήματα για να εκφράσει τι αισθανόταν για τα πράγματα που ζωγράφιζε και τι ήθελε να αισθανθούν οι άλλοι βλέποντάς τα.
Οι ζωγραφιές του διέπονταν από πυρετώδη δυναμισμό και την παρούσα συναισθηματική κατάσταση και όχι από τη φωτογραφική αναπαράσταση, ούτε την στερεοσκοπική πραγματικότητα, εξού και πολλές φορές υπερέβαλλε επί τούτου, αν αυτό πρόσταζε η ανάγκη του την δεδομένη στιγμή. Απελπιστικά μοναχικός, δούλευε χωρίς ελπίδα αναγνώρισης από τον κόσμο και δίχως ορίζοντα καταξίωσης και τα αίτια θανάτου του υποδεικνύουν ότι αυτοπυροβολήθηκε, παρόλο που και αυτό αμφισβητείται, καθώς δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως.
Ο Julian Schnabel προτού καθίσει στην σκηνοθετική καρέκλα και παρατηρήσει ηδονοβλεπτικά πίσω από τον φακό, έκανε καριέρα ως ζωγράφος, γνωστός για τα σχέδια του πάνω σε σπασμένα κεραμικά πιάτα και μάλιστα διαπρεπής στο χώρο, διακονώντας το κίνημα του νεο-εξπρεσσιονισμού.
Δεν άργησε να μετακυλήσει την καλλιτεχνική του φύση και στην κονίστρα του σινεμά, με ταινίες όπως «Το Σκάφανδρο και η Πεταλούδα» και την βιογραφική ταινία «Basquiat» του 1996, για τον εν λόγω ζωγράφο. Στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του, το 2018, θα αποπειραθεί να κολυμπήσει σε βαθειά αλλά οικεία νερά, σκηνοθετώντας την ζωή του θρυλικού ζωγράφου, Βαν Γκογκ, σε μια αντισυμβατική βιογραφία που θα χρησιμοποιήσει την κάμερα του ποιητικά, προκειμένου να διεισδύσει στην μυστηριώδη, κατακερματισμένη ψυχή του εξέχοντος αυτού καλλιτέχνη.
Η ταινία του, λοιπόν, «At Eternity’s Gate», επικεντρώνεται στο χρονικό διάστημα που ο καταξιωμένος ζωγράφος Βαν Γκογκ αποσύρεται από την οχλοβοή και την καλλιτεχνική στασιμότητα της πόλης, καταφεύγοντας στην υπαίθρια φύση της Αρλ Γκολ, εκεί που θα αφυπνιστεί ο ζωγραφικός του λήθαργος και θα δημιουργήσει τα πιο αντιπροσωπευτικά και εμβληματικά του έργα στο φυσικό τοπίο της Νότιας Γαλλίας. Ο Schnabel, καταγράφει την δυστοκία του επαγγέλματος για έναν καταθλιπτικό και διαταραγμένο άνθρωπο και αφηγείται τις τελευταίες μέρες της ζωής του που αναλώθηκαν στη δυσάρεστη παραμονή του στο φρενοκομείο, καταρρακωμένος και αδικοχαμένος.
Ο Βαν Γκογκ βρίσκεται σε επαγγελματικό τέλμα, σε κρίση της ταυτότητας και σε μια ανάγκη να ανανεωθεί, να επαναπροσδιοριστεί και να ελευθερωθεί από τον ίδιο του τον εαυτό, ακολουθώντας υπνωτιστικά το κάλεσμα της φύσης, που τον προσκαλεί και προκαλεί να αναμετρηθεί μαζί της, σε μια καλλιτεχνική όσμωση που και οι δύο μεριές θα επωφεληθούν. Η εναρκτήρια σκηνή μας βουτάει διαμιάς, σε μια μάζωξη-συνέλευση σε ένα καφέ μιας μικρής κοινότητας στο οποίο ο Βαν Γκογκ έχει επιχειρήσει να εκθέσει όλους του τους πίνακες. Ο ιδιοκτήτης ελλείψει καλλιτεχνικής παιδείας, θα λοιδορήσει και ευτελίσει τον ζωγράφο αποκαλώντας τον άχρηστο και τα δημιουργήματά του εκτρώματα.
Μετά από διαξιφισμούς, ο επίσης παρευρισκόμενος ζωγράφος Πωλ Γκωγκεν, θα αντιταχθεί στη φαύλη κοινότητα που αποφασίζει ιεραρχικά πώς θα κατανέμονται τα κέρδη από τα καλλιτεχνικά έργα προκειμένου όλοι να επωφελούνται από αυτό και να γεμίζει το ταμείο κοινής ωφέλειας, σε μια προσπάθεια να γητεύσουν την καλλιτεχνική ελευθερία και αυτοδιάθεση και να ελέγχουν την έκφραση.
Ύστερα από παρότρυνση του συναδέλφου του, ο Βαν Γκογκ θα μετακινηθεί νότια προς τον ήλιο, διαβλέποντας ότι η δημιουργικότητα του θα λιμνάσει έτι περαιτέρω αν μείνει παραπάνω, αναζητώντας καινούργιο φως, νέα μέρη που θα του αναζωπυρώσουν την δημιουργικότητα και θα του διευρύνουν τους καλλιτεχνικούς του ορίζοντες. Θα του γεννηθεί η ανάγκη να αποδράσει από το γκρίζο, πνιγηρό τοπίο για να εξορμήσει σε πιο φωτεινά μέρη, εκεί που ο δεσπόζει ο ήλιος και θα τον πλημμυρίσει με φως για να αποτελέσει το κοινό μοτίβο των μετέπειτα πινάκων του. Θα καλπάσει προς τα Νότια με το αξιομνημόνευτο, σήμα κατατεθέν ψάθινο καπέλο του, το ορειβατικό μπαστούνι του και τα ζωγραφικά του εργαλεία, έτοιμος να αναπαράγει γλαφυρά αυτό που θα βιώσει με όλες του τις αισθήσεις.
Σαν εξορμητής του αγνώστου, θα γευτεί την φύση, θα ψηλαφίσει τα φύλλα των δέντρων, θα κυλιστεί στο γρασίδι, θα απλώσει τον καμβά του στην μητέρα γη και θα την αποτυπώσει μεθυστικά σαν να του κινεί η ίδια το πινέλο.
Η κάμερα στο χέρι, ολοζώντανη, πάλλεται σαν αύρα, γεμάτη συναίσθημα και αισθητηριακή αντίληψη, σαν την παλλόμενη, άοκνη ψυχή του Βαν Γκογκ, παρασύροντας τον και ζωγραφικά σε μια αέναη κίνηση του πινέλου του στον καμβά, ακολουθώντας τον στην απεραντοσύνη της φύσης. Με μια πιο ενδογενή σκηνοθετική προσέγγιση, ενατενίζει τον χαρακτήρα χωρίς εξτραβαγκάντσες, έχοντας τον πλήρως εκτεθειμένο στην κάμερά του, καταγράφοντας την κάθε του κίνηση, έκφραση, συνοφρύωμα, ρυτίδα και θα τον ενσωματώσει στην ομορφιά της ακατέργαστης υπαίθρου. Αυτή την ανεπεξέργαστη, ανόθευτη καλαισθησία της χλωρίδας, ο Βαν Γκογκ θα την αξιοποιήσει για την αναζήτηση της αιωνιότητας μέσα από την τέχνη, σε μια τελευταία καθοριστική περίοδο αναλαμπής και εκτυφλωτικού φωτός, που τελικά θα σβήσει στο έρεβος της ψυχιατρικής κλινικής.
Σαφώς και δεν είναι η πρώτη φορά που ο Βαν Γκογκ αποτελεί πόλο έλξης των σκηνοθετών για να πάρει σάρκα και οστά σε κάποια ταινία, καθώς αυτός ο ζωγραφικός γίγαντας έχει βρεθεί στο πανί ουκ ο λίγες φορές, με την διαφορά εδώ να έγκειται στην σκηνοθετική προσέγγιση και στην θεματική αναζήτηση, ούσα εσωστρεφής και εμμονικά επικεντρωμένη στον ψυχισμό του ζωγράφου και στην αχαλίνωτη λαχτάρα του να συνδιαλεχθεί με το φυσικό τοπίο. Θα παρασυρθεί από το συναίσθημα για να το εκφράσει πιο εύγλωττα, αληθινά, ζωντανά, σε μια όχι συνηθισμένου τύπου βιογραφία που ιχνηλατεί πιο πολύ υπαρξιακές αναζητήσεις επενδύοντας εικονογραφικά στην σχέση του Βαν Γκογκ με την φύση και πώς αυτή ευδοκίμησε στους πίνακές του.
Ο ερμηνευτικός χαμαιλέοντας, Willem Dafoe, για άλλη μια φορά καταθέτει μια σπουδαία στιγμή ερμηνευτικού βάθους, κινούμενος με απόλυτη ελευθερία αλλά και ακρίβεια, παίρνοντας από το χέρι την πανταχού παρούσα κάμερα που πολλές φορές βρίσκεται κυριολεκτικά πάνω του, σε μια πλήρη αρμονία και συμφιλίωση μαζί της.
Ο «μπαρουτοκαπνισμένος» ηθοποιός αντιλαμβάνεται το βιογραφικό βάρος που φέρει ένα τέτοιο όνομα σαν του Βαν Γκογκ και ανταποκρίνεται έξοχα, αποτάσσοντας το δικό του καταξιωμένο και πολυπαραγωγικό όνομά του, προκειμένου να παραχωρήσει, να απαρνηθεί την δική του περσόνα, για να μπορέσει να υποδυθεί ολοκληρωτικά τον Ολλανδό ζωγράφο.
Ο σκηνοθέτης δεν σκοπεύει να αφηγηθεί ιστορικό χρονοδιάγραμμα ενός βίου με ακρίβεια και αυστηρότητα, ούτε η αφηγηματική δομή να ακολουθεί τις συμβάσεις, αλλά να παρουσιάσει την ψυχική υπόσταση του ανθρώπου, μέσα από πλάνα που στοχεύουν στην πνευματική σύνδεση.
Ο Schnabel επιχειρεί σαν εκσκαφέας να σκάψει για να φτάσει στον πυθμένα της ψυχοσύνθεσης και ο ίδιος, παρά να παρέχει μια συνεκτική ιστορία αφηγηματικής συνέπειας και ιστορικών ντοκουμέντων. Αντ’αυτού, έμπλεος συναισθήματος επιθυμεί να κατακλύσει με πειραματισμό και αυθορμητισμό το υποκείμενο του, πιστεύοντας ότι αυτό θα τον οδηγήσει να κατανοήσει τον ψυχισμό και να αφουγκραστεί την σκέψη του, μέσα από τα αισθητηριακά εργαλεία.
Στην πύλη της αιωνιότητας
Original title: At Eternity’s Gate
Το Sorrowing Old Man (At Eternity’s Gate) είναι μια ελαιογραφία του Vincent van Gogh που έκανε το 1890 στο Saint-Rémy de Provence βασισμένη σε μια πρώιμη λιθογραφία.Ο πίνακας ολοκληρώθηκε στις αρχές Μαΐου σε μια εποχή που ανάρρωνε από μια σοβαρή υποτροπή της υγείας του περίπου δύο μήνες πριν από το θάνατό του, κάτι που είναι γενικά αποδεκτό ως αυτοκτονία.