Γράφει η Ζέτα Τζιώτη
Η Αθηνά Χατζή είναι μια καλλιτέχνιδα με μοναδική οπτική και διαδρομή που συνδυάζει την τέχνη με το design. Σπούδασε design στο Λονδίνο, όπου παράλληλα εργάστηκε ως σύμβουλος σε τομείς όπως το textile και το interior design, θέτοντας από νωρίς τις βάσεις για μια πολυδιάστατη καλλιτεχνική πορεία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αφοσιώθηκε στη ζωγραφική στη Σχολή Βακαλό, από όπου αποφοίτησε με άριστα, διαμορφώνοντας το δικό της, αυθεντικό καλλιτεχνικό στίγμα.
Τα έργα της έχουν παρουσιαστεί σε σημαντικές συλλογές και μουσεία, όπως το Μουσείο Βορρέ, το Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου, και σε επιλεγμένες ιδιωτικές συλλογές σε Ελλάδα, Κύπρο, Αγγλία, Ελβετία και Βέλγιο. Η συμμετοχή της σε διακεκριμένα διαγωνιστικά φεστιβάλ, όπως το Art Contest της DIELPISFORMULA1, και οι διακρίσεις της από την ATHENS VOICE, αποτυπώνουν την αναγνώριση που έχει κερδίσει στην εικαστική κοινότητα.
Ως πρόεδρος του Συλλόγου Εικαστικών Μεσογαίας και μέλος του ΕΕΤΕ, η Αθηνά δεν περιορίζεται μόνο στη δημιουργία, αλλά συμμετέχει ενεργά στη ζωτική κοινότητα των εικαστικών, προωθώντας και στηρίζοντας την τέχνη στην Ελλάδα.
Η ατομική και ομαδική της δραστηριότητα, που περιλαμβάνει εκθέσεις από την Αθήνα και το Λονδίνο μέχρι τις Βρυξέλλες και την Πάφο, καταδεικνύει τη συνεχή της αναζήτηση και την πολυπρισματική της έκφραση.
Σε αυτή τη συνέντευξη, η Αθηνά μοιράζεται μαζί μας την πορεία της, τις εμπνεύσεις της και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη ζωγραφική ως έναν ζωντανό διάλογο με τον κόσμο γύρω της.

-Αθηνά, ποιες ήταν οι μεγαλύτερες επιρροές σας κατά τη διάρκεια των σπουδών σας στο Λονδίνο και πώς επηρεάζουν τη δουλειά σας μέχρι σήμερα;
-Η παραμονή μου στην αγγλική πρωτεύουσα είχε, θα έλεγα, δύο αντικρουόμενες δεξαμενές επιρροής.
Από την μεριά το σπουδών μου, διδασκαλία και έρευνα σε ένα αυστηρό πλαίσιο φόρμας και σχήματος, απαραίτητα για την εργασία μου και από την άλλη, η έκθεση στην λονδρέζικη καλλιτεχνική ζωή με τις πολλές πρωτοποριακές εκθέσεις σε γκαλερί και πινακοθήκες και οπωσδήποτε τα μεγάλα μουσεία με ευκαιρία μελέτης της τέχνης σε διάφορες ιστορικές περιόδους, μου διαμόρφωσαν ένα πιο ελεύθερο σε εκφραστικά μέσα πνεύμα που με ώθησε στην αποκλειστική ενασχόληση με τη ζωγραφική.

–Πώς ενσωματώνετε τη σύνδεση μεταξύ του textile design και της ζωγραφικής στις δημιουργίες σας;
-Όπως προανέφερα η ζωγραφική ήταν για μένα η απελευθέρωση από την αυστηρότητα του design, με τις καθορισμένες και επαναλαμβανόμενες φόρμες, πολλές φορές απολύτως γεωμετρικές.
Ωστόσο, έχω συνεχώς την αίσθηση ότι η συστηματική μου προπαίδεια στη φόρμα και το σχήμα επηρεάζουν ασυνείδητα τη δουλειά μου και το πέρασμα από την λεπτομερή περιγραφή σε πιο ελεύθερες αφαιρετικές απεικονίσεις.

-Μπορείτε να μας μιλήσετε για τη συμμετοχή σας στο Art Contest της DIELPIS FORMULA1 και τι σημαίνει αυτή η διάκριση για εσάς;
-To Dielpis Formula1, ένα φιλόδοξο project για την κατασκευή πίστας Formula1 στη Δραπετσώνα, κέντρισε το ενδιαφέρον μου από τη σύλληψή του. Ενσωμάτωνε την κατασκευή μεικτής πίστας πόλης αγώνων F1 στο μεταβιομηχανικό τοπίο της Δραπετσώνας με ταυτόχρονη ανάπλαση της περιοχής.
Πάντοτε στο πλαίσιο της μελέτης του αστικού τοπίου, τα παλιά εγκαταλειμμένα εργοστάσια, οι θνήσκουσες βιομηχανικές περιοχές εγκιβωτισμένες στον ιστό της πόλης, μου ασκούν ιδιαίτερη έλξη, αν και δεν έχω ακόμη παρουσιάσει μια τέτοια ολοκληρωμένη θεματική, ίσως στο μέλλον.
Με χαρά αποδέχτηκα την πρόσκληση για συμμετοχή στη διαγωνιστική διαδικασία με δημιουργία έργου που παρουσιάστηκε στο Ελληνικό Μουσείο Αυτοκινήτου. Αποτέλεσε μια ευκαιρία για μένα να συνθέσω εμβληματικά στοιχεία της Δραπετσώνας, όπως το φουγάρο της ΔΕΗ, με τη μορφή του σιρκουΐ. Κάθε διάκριση, εκτός από επιβράβευση είναι και κίνητρο συνέχισης της προσπάθειας για καλλιτεχνική δημιουργία.

-Στην έκθεσή σας “Ενσαρκώσεις”, ποιο είναι το κεντρικό θέμα που επιδιώκετε να εξερευνήσετε και ποια υλικά χρησιμοποιείτε για να το αποδώσετε;
-Στις «Ενσαρκώσεις», η ματιά μου εστιάζει στο εσωτερικό τοπίο, αποδίδοντας φρούτα, καρπούς και καθημερινά ευτελή αντικείμενα, κομμάτια της προσωπικής μου μνήμης και του περιβάλλοντός μου. Επέλεξα τα πιο αγαπημένα φρούτα, τα πιο πολλά καρποί των δένδρων της αυλής μου, της αυλής που μεγάλωσα και αντικρύζω από το εργαστήρι μου. Είναι ζωγραφική με ακρυλικά χρώματα κυρίως σε καμβά αλλά και κάποιες μικτές τεχνικές σε χαρτί και ξύλο.
-Ποιες είναι οι κυριότερες καλλιτεχνικές επιρροές ή τάσεις που σας επηρεάζουν αυτή τη στιγμή;
-Θεωρώ ότι η ζωγραφική μου είναι μία συνεχής μετάβαση από την αναπαράσταση στην αφαίρεση και πίσω. Αυτό το γεφύρωμα της αναπαράστασης με την αφαίρεση με επίκεντρο τη φόρμα ανταποκρίνεται στο εξπρεσιονιστικό ιδίωμα. Κυρίαρχο μέσο στη δουλειά μου είναι η πολύ πλούσια χρωματική παλέτα, είμαι κολορίστας περισσότερο από οτιδήποτε, με θερμά και ζωηρά χρώματα, χωρίς επιμονή στην περιγραφή.

η ζωγραφική ήταν για μένα η απελευθέρωση από την αυστηρότητα του design
-Ποιες είναι οι βασικές ιδέες ή συναισθήματα που προσπαθείτε να μεταφέρετε στους θεατές μέσα από τις ατομικές σας εκθέσεις;
-Οι περισσότερες εκθέσεις μου αφορούν το αστικό τοπίο σε μία απόπειρα να αποκρυπτογραφήσω την αύρα και πνοή της πόλης, ζωντανεύοντας τις εικόνες της, κυρίως μέσα από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Όπως πάντοτε τονίζω στα κείμενα των εκθέσεών μου, αποσκοπώ να δημιουργώ μια αίσθηση σημαντικότητας για κάθε γωνιά και εικόνα του χώρου που μας περικλείει. Τα πιο κοινότυπα στιγμιότυπα που με βιασύνη προσπερνάμε αποτυπώνονται για να μας θυμίζουν άλλοτε νοσταλγικά και άλλοτε ρεαλιστικά τις ζωές μας.
-Το έργο σας έχει εκτεθεί σε πολλές χώρες, από την Ελλάδα και την Κύπρο μέχρι την Αγγλία και το Βέλγιο. Ποιες διαφορές ή κοινά σημεία παρατηρείτε στο κοινό αυτών των περιοχών;
-Οι εκθέσεις μου στο εξωτερικό προσελκύουν ένα άγνωστο φιλότεχνο κοινό με περιέργεια να γνωρίσει τον καλλιτέχνη και το έργο του. Στη Αθήνα, το κοινό ως επί το πλείστον γνώριμο, φίλοι, συνάδελφοι, συλλέκτες γνωρίζει τη γραφή μου και τη δουλειά μου. Το κοινό του εξωτερικού μου φαίνεται λοιπόν πιο ανοικτό και δεκτικό στα έργα που παρουσιάζω.

–Στην έκθεση “Polis”, εξετάσατε την έννοια της πόλης και του αστικού τοπίου. Πώς συνδέετε τη ζωγραφική με τον κοινωνικό και πολιτιστικό χώρο της πόλης;
– Η μελέτη και απόδοση του αστικού τοπίου ξεκίνησε από την πτυχιακή μου εργασία, όπου με κέντρισε η πολιτιστικά και αισθητικά δυαρχία του κέντρου της Αθήνας, που αποτυπώνεται στο δίπολο Ομόνοια – Σύνταγμα, ανατολή – δύση.
Η θεματική αυτή, που συνεχίστηκε και παρουσιάστηκε στις ατομικές μου εκθέσεις “Εν Αθήναις” και “Polis”, περιλάμβανε αρχικά την απεικόνιση του ιστορικού κέντρου και την αλλαγή των παλιών παραδοσιακών δραστηριοτήτων – έμποροι, μαγαζιά, τεχνίτες- με την έλευση των οικονομικών μεταναστών και τις δικές τους αγορές.
Ανακάλυψα έτσι τη μαγεία μιας μεγαλούπολης, που ενώ στο μυαλό μας είναι γκρίζα και τσιμεντένια, αποτυπώθηκε με ζωηρά χρώματα και γέμισε εμένα αλλά και το κοινό με αισιοδοξία και χαρά. Συνέχισα λοιπόν αποτυπώνοντας καθημερινά, ασήμαντα ίσως στιγμιότυπα της πόλης και της αστικής ζωής, που όμως είναι γνώριμα, οικεία, όλοι τα αναγνωρίζουμε ως κομμάτι της δικής μας μνήμης και αποδίδω με έντονη χρωματική παλέτα.
Είναι συνοπτικά η δουλειά μου μια περιγραφή του πιο οικείου μας περίγυρου που ξυπνά τη μνήμη μας, μας γεμίζει νοσταλγία και χαρά για τη ζωγραφική.

-Ποιο ρόλο θεωρείτε ότι έχει η αφαίρεση και η αποδόμηση των εικόνων στις δημιουργίες σας, ειδικά σε εκθέσεις όπως το “Χάρτινη Πόλη” και το “Polis Lyrique”;
– Η “Χάρτινη Πόλη”, παρουσιάστηκε στο βιβλιοπωλείο Free Thinking Zone με έργα αστικού τοπίου σε χαρτί, καθώς και τους γνωστούς χαρταετούς μου. Τα έργα σε χαρτί αποδίδουν τις αστικές φόρμες με γρήγορη χειρονομιακή πινελιά και αφαίρεση του περιττού. Οι χαρταετοί είναι αντικείμενα τέχνης που χρόνια δημιουργώ με ξύλο, σπάγγο και χαρτί, και περιλαμβάνουν σύντομα ζωγραφικά στιγμιότυπα, στην εν λόγω έκθεση, αποκλειστικά αστικού θέματος.
H “Polis Lyrique”, ήταν μια συνομιλία έργων αστικού τοπίου με ποιήματα του συμπατριώτη μας, κατοίκου Βρυξελλών, Νικολάου Ι. Σηφάκι από την ποιητική συλλογή του “Λυρικός Θάνατος” (εκδ. Γαβριηλίδη, 2012).
Στην πρώτη περίπτωση, η αφαίρεση ήταν επιβεβλημένη λόγω της έκφρασης και του μέσου. Στη δεύτερη η ποιητική έκφραση με οδήγησε στην εικαστική λιτότητα για να συνομιλήσω μαζί της.

-Ποιες είναι οι μελλοντικές καλλιτεχνικές σας επιδιώξεις; Σκοπεύετε να εξερευνήσετε νέες τεχνικές ή θέματα στις επερχόμενες δουλειές σας;
-Τα σχέδια αλλάζουν αναπάντεχα, γι’ αυτό επιφυλάσσομαι. Οι πλατείες, είναι πάντα ένα στοιχείο της πόλης που θέλω να εστιάσω, όπως έχω κάνει με τα περίπτερα, και έχουν τη γοητεία της αλληλεπίδρασης του δημόσιου χώρου με τον κόσμο και τη ζωή της πλατείας. Το ανέβαλα, όμως δημιουργώντας τα “Αστικά Ημιτόνια”, μια μελέτη στην αστική τοπιογραφία που εξελίχθηκε, πιο εσωτερικά, πιο υπαινικτικά για τα αόρατα της πόλης, τις μεσοτοιχίες, τις εσωτερικές αυλές, τους ακάλυπτους χώρους.
Και κατόπιν ήρθαν οι “Ενσαρκώσεις”, το πέρασμα στον εσωτερικό χώρο και τη δική μου ματιά εστιασμένη σε γνώριμα φρούτα και καθημερινά αντικείμενα που αποτέλεσαν τις ζωγραφικές μου συνθέσεις σε ένα παιχνίδι του φωτός με τη σκιά και πάντα με τα πολύ ζωηρά χρώματα που χαρακτηρίζουν τη δουλειά μου.
Τώρα, στη καλλιτεχνική στάση που ακολουθεί μια μεγάλη πρόσφατη ατομική, τα συλλογίζομαι πάλι όλα. Τα εκφραστικά μου μέσα είναι πάντα η έντονη ζωηρή πλούσια χρωματική παλέτα, η αφαίρεση στη φόρμα και τη γραφή παίζουν πάντοτε ανάλογα με το θέμα.
