Διήγημα του Φίλιππου Παπαδημητρίου
Τη σεζόν 1962-1963 οι γονείς μου με άφησαν στη μητέρα του πατέρα μου, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια παρέμεινε στο διαμέρισμά μας στου Ζωγράφου, χωρίς ποτέ να μου εξηγήσουν για ποιον ακριβώς λόγο το έκαναν αυτό, ακόμα και όταν, ως ενήλικος, τους υπέβαλα όχι λίγες φορές τη σχετική ερώτηση.
Πάντως, η γιαγιά μου –μη φανταστείτε καμία τυπική γριούλα, μιλάμε για πενήντα-τόσο χρονών γυναίκα!– ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, με αγαπούσε πολύ και δεν θυμάμαι να μου έδωσε ποτέ αφορμή για το παραμικρό παράπονο.
Εκτός από μένα, την εποχή εκείνη η γιαγιά φιλοξενούσε, και μάλιστα επί κάποια χρόνια, και τον γιο της αδελφής της, τον πολύ αγαπημένο μου θείο Μάνο, ο οποίος σπούδαζε ιατρική, ακολουθώντας τα χνάρια του παππού μας, του πατέρα του, της μεγαλύτερης αδελφής του, και, γενικώς, την οικογενειακή παράδοση.
Η γιαγιά μου, κόρη γιατρού και η ίδια, αγαπούσε τον Μάνο τουλάχιστον όσο και τον πατέρα μου και, φυσικά, τον φρόντιζε σαν παιδί της. Ωστόσο, φοιτητής ων, ο νεαρότατος θείος μου είχε ακατάστατο πρόγραμμα και ώρες ύπνου, ενώ δεν διακρινόταν ούτε για τη συνέπειά του στα ραντεβού και τις δεσμεύσεις του!
Ένα ανοιξιάτικο βράδυ είχε ειδοποιήσει τη γιαγιά μου ότι θα αργούσε λίγο για φαγητό, αλλά πως, σίγουρα πάντως, θα ερχότανε. Της ζήτησε να φάει μαζί μου και ν’ αφήσει τη δική του μερίδα επάνω στο τραπέζι που βρισκόταν στο χολ της μονοκατοικίας όπου μέναμε, ενός μικρού σπιτιού ανάμεσα στα πεύκα, λίγες μόνον εκατοντάδες μέτρα από τη λεωφόρο Μεσογείων και, επίσης, λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας. Η γιαγιά έψησε τέσσερα μεγάλα, χορταστικά μπιφτέκια: ένα για μένα, ένα για την ίδια και δύο για τον Μάνο. Έκοψε και σαλάτα, άναψε και το ραδιόφωνο για ν’ ακούσουμε Το Θέατρο της Τετάρτης στο ΕΙΡ και κάτσαμε να φάμε.
Αν θυμάμαι καλά, μετά το τέλος της ραδιοφωνικής παράστασης, την παρακάλεσα να μη με στείλει στο κρεβάτι, αλλά να μ’ αφήσει να περιμένω τον πολυαγαπημένο μου θείο, καθώς επρόκειτο για έναν νεαρό ευγενή, ήπιο και ευπροσήγορο, που του άρεσε πολύ να ασχολείται και να παίζει μαζί μου! Δε μου έφερε αντίρρηση, μολονότι κάθε τρεις και λίγο κοίταζε ανήσυχη το ρολόι με αλυσίδα του μακαρίτη του παππού μου (είχε πεθάνει προ πολλών ετών, νεότατος), ενώ συχνά το κόλλαγε και στο αυτί της για να σιγουρευτεί ότι δούλευε. Η ώρα περνούσε, αλλά ο ανιψιός της δεν φαινόταν. Και, φυσικά, τρόπος να επικοινωνήσει μαζί του εκείνη την εποχή δεν υπήρχε.
Ο Μάνος μου αφηγείτο πάρα πολλά διασκεδαστικά πράγματα, όπως τα παιχνίδια που έπαιζε στο κέντρο της Αθήνας με τους φίλους του. Ένα τους πάντως, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, αφού σ’ αυτό, ο Μάνος και οι συμφοιτητές του ήσαν χωρισμένοι σε δύο ομάδες.
«Πώς λένε την ομάδα σου, Μάνο μου;» τον ρώτησα όταν μου πρωτομίλησε γι’ αυτό.
Έδειξε –παράξενο αυτό– να σκέφτεται λίγο…
«Εεε… εμάς μας λένε…εεε… Φωνακλάδες!…»
«Και τους άλλους;» επέμεινα. Το ξανασκέφτηκε λίγο…
«Καιαιαιαι… τους άλλους… τους λένε… τους λένε… Παλικαράδες!»
Υπήρχε όμως και μια τρίτη ομάδα, οι Φύλακες. Αυτοί –λέει– δεν ήσαν φοιτητές, αλλά, απλώς, φίλοι τους και φοράγανε όλοι ίδια σκούρα ρούχα και καπέλα. Οι κανόνες του παιχνιδιού ήσαν πολύ εύκολοι: σε ένα καθορισμένο σημείο, κοντά στο Πανεπιστήμιο, έκαναν τη σύναξή τους οι Φωνακλάδες. Μόλις τα μέλη τους φώναζαν ρυθμικά και πολλές φορές ένα συγκεκριμένο αριθμό*, οι Παλικαράδες, που στέκονταν απέναντί τους, τους κυνηγούσαν και εκείνοι έτρεχαν, αλλά, άμα οι Παλικαράδες τους έπιαναν, τους τάραζαν στις φάπες. Αν φώναζαν έναν άλλο καθορισμένο αριθμό* ρυθμικά, τους κυνηγούσαν οι Φύλακες –η άλλη ομάδα που λέγαμε– και, αν τους έπιαναν, επίσης τους χόρταιναν στις σφαλιάρες. Όμως αυτοί χρησιμοποιούσαν και κάτι κοντόχοντρα παλούκια και έδερναν τον Μάνο και τους φίλους του ακόμα πιο πολύ. Αν οι Φωνακλάδες φώναζαν και τους δύο αριθμούς*, τότε τους κυνηγούσαν και οι Παλικαράδες και οι Φύλακες. Σ’ αυτή την περί-πτωση, και αν βέβαια τους πιάνανε, οι Φωνακλάδες εισπράττανε άγριο βρωμόξυλο.
«Περίεργο παιχνίδι, Μάνο μου, και μονότονο…», του είπα ξεκάθαρα τη γνώμη μου μια φορά. «Και κάθε πότε είσαι με τους Φωνακλάδες, πότε με τους Παλικαράδες και πότε με τους Φύλακες;» Ο Μάνος έμεινε για λίγο σκεφτικός.
«Χμμμ… ξέρεις, δεν αλλάζουμε ομάδες, είναι κανόνας του παιχνιδιού αυτός. Χωριστήκαμε σε ομάδες απ’ την αρχή και αλλαγές δε γίνονται…» ήρθε η επιφυλακτική και κάπως μουντή απάντησή του.
«Δηλαδή, είσαι πάντα μ’ αυτούς που τρώνε μόνιμα καρπαζιές;» ρώτησα απορώντας έντονα και με απογοήτευση.
«Ε, όχι και μόνιμα!» διαμαρτυρήθηκε με ένα απόλυτα καλοσυνάτο χαμόγελο ο νεαρός μου θείος.
»Δεν καταφέρνουν πάντα να μας πιάνουν, γιατί σκορπάμε μέσα στο σκοτάδι των γύρω δρόμων και στα σοκάκια του κέντρου! Άλλωστε, μη νομίζεις ότι καθόμαστε κι εμείς με σταυρωμένα χέρια! Τους ρίχνουμε κι εμείς καμιά μπούφλα, ιδιαίτερα άμα πειράζουν καμιά απ’ τις κοπέλες που είναι μαζί μας – εκείνοι δεν έχουν κοπέλες! Ειδικά τότε γινόμαστε θηρία και τους ρίχνουμε πολύ ξύλο!» Κατέληξε περήφανα. Κι ένιωσα κι εγώ περήφανος μαζί του.
Περισσότερο για να πείσει τον εαυτό της ότι τα βήματα του Μάνου θα ακούγονταν από στιγμή σε στιγμή στα σκαλάκια που οδηγούσαν στην πόρτα του σπιτιού μας, η γιαγιά πήγαινε κάθε δέκα περίπου λεπτά στην κουζίνα και έβαζε στην πρίζα την ψηστιέρα για να του ζεστάνει τα μπιφτέκια. Το άγχος, η ανησυχία και ο εκνευρισμός της είχαν αυξηθεί πολύ. Άφηνε την ψηστιέρα αναμμένη για λίγο και μετά ξανάβγαζε το καλώδιο απ’ την πρίζα. Ταυτόχρονα της… φώναζε και την καταριόταν, λες κι έφταιγε εκείνη για το παραμικρό! Εν τω μεταξύ, θα πρέπει να ζέστανε τα μπιφτέκια του ανιψιού της περί τις επτά με οκτώ φορές συνολικά. Κατά τις έντεκα-και-κάτι με έστειλε για ύπνο. Δεν διαμαρτυρήθηκα, άλλωστε νύσταζα πολύ και είχα, επιπλέον, απογοητευτεί από την αργοπορία του θειούλη μου.
Θα πρέπει να ξύπνησα σχεδόν ξημερώματα, μάλλον ενστικτωδώς. Έκανα να ανοίξω την πόρτα του δωματίου μου, αλλά άκουσα κάποιον να πασπατεύει την εξωτερική. Φοβισμένος, κόλλησα το μάτι μου στη φαρδιά κλειδαρότρυπα. Ακριβώς απέναντί μου κοιμόταν στο κρεβάτι της η γιαγιά, αλλά το φως του χολ, που ήταν ταυτόχρονα και υπνο-
_______________________________
* Έμμεση, παιδιάστικη αναφορά στους φορτισμένους εκείνα τα χρόνια αριθμούς 1-1-4 και 15% για την Παιδεία, άμεσα σχετιζόμενους με το τότε φοιτητικό κίνημα.
δωμάτιό της, ήταν ακόμα αναμμένο. Ξάφνου είδα τον Μάνο να μπαίνει όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και νυχοπατώντας να χώνεται αστραπιαία στο δωμάτιό του, χωρίς καν να κοιτάξει προς τη γιαγιά μου ή το τραπέζι. Επάνω σ’ αυτό βρίσκονταν δύο πιάτα (σκεπασμένα, το καθένα, με ένα άλλο), ένα μαχαιροπίρουνο, ένα ποτήρι και λίγο ψωμί τυλιγμένο σε πετσέτα.
Δύο ώρες αργότερα είχε πια χαράξει. Βγήκα αθόρυβα από το δωμάτιό μου. Το φως στο χολ παρέμενε αναμμένο. Ανέβηκα σε μια καρέκλα και γύρισα το διακόπτη. Η γιαγιά κοιμόνταν ακόμα, μάλλον εξαντλημένη από το ξενύχτι που είχε προηγηθεί. Έσπρωξα λίγο την πόρτα του Μάνου, ο οποίος έδειχνε να κοιμάται βαθειά, ενώ τα μεγάλα του πόδια με τις μακρουλές πατούσες βρίσκονταν έξω από τα σκεπάσματα.
Ξαναγύρισα στο τραπέζι και, όσο πιο αθόρυβα γινόταν, έβγαλα το σκέπασμα από το πιάτο με τα μπιφτέκια. Μετά από τόσα ζεστάματα, τα δύο μεγάλα, ρόδινα μοσχαρίσια μπιφτέκια είχαν μετατραπεί σε δύο μαύρα, αφυδατωμένα, αξιοθρήνητα μπαλάκια. Πήρα το ένα στα χέρια μου και το πίεσα με τα δάχτυλά μου. Ήταν πολύ σκληρό και κανείς, βέβαια, δεν επρόκειτο πια να το φάει.
Ιδέα! Θα τα πάω κάτω, στα γατάκια! Έτσι και η γιαγιά θα νομίσει ότι, τελικά, τα είχε φάει ο Μάνος, και εκείνα τα καημενούλικα θα ξεγελούσαν την πείνα τους! Πήρα τα δύο –υποτιθέμενα– μπιφτέκια, άνοιξα αθόρυβα την πόρτα (η γιαγιά εξακολουθούσε να κοιμάται του καλού καιρού) και κατέβηκα προσεκτικά τα σκαλάκια μέχρι την αυλή. Άφησα τα δύο μαύρα, κρεάτινα μπαλάκια σ’ ένα σημείο της, κάθισα σε ένα πεζουλάκι ακουμπώντας τους αγκώνες μου στα γόνατά μου και το κεφάλι στις παλάμες μου και περίμενα. Σε λίγο εμφανίστηκαν δύο γατάκια, που, προφανώς, τα είχε τραβήξει η μυρωδιά. Περιεργάστηκαν τα μπαλάκια, τα μύρισαν, τα έγλειψαν λίγο και τα παράτησαν! Ούτε εκείνα δεν τα τρώγανε
έτσι όπως είχαν καταντήσει μετά από τόσα ζεστάματα!
Ξάφνου, το ένα γατάκι είχε μια ιδέα. Άρχισε να σπρώχνει το μπιφτέκι «του» με το δεξί μπροστινό του ποδαράκι. Σχεδόν αμέσως το αδερφάκι του το μιμήθηκε και οι δύο κρεάτινοι βόλοι άρχισαν να κυλάνε πέρα-δώθε στο διαδρομάκο της αυλής. Τα γατάκια ξετρε-λάθηκαν, τρέχανε πίσω απ’ τα μπαλάκια που τα ίδια σπρώχνανε με τα ποδαράκια τους και το ξεφάντωμα δεν είχε τέλος! Η ίδια η Φύση είχε μετασχηματίσει την ανησυχία και τη στενοχώρια της γιαγιάς για το Μάνο σε ξέφρενη χαρά και ατέλειωτο γλέντι!
Κάποια στιγμή, έκανα ενστικτωδώς το κεφάλι μου προς τα πάνω και δεξιά μου. Ο Μάνος στεκόταν στο κεφαλόσκαλο με το γνωστό, αγαθό, ευγενικό του βλέμμα και μας παρακολουθούσε. Διέκρινα δυο μπλε σημάδια στο πρόσωπό του, ένα στο σαγόνι και ένα στο αριστερό του μάγουλο.
«Τα γατάκια παίζει!…» μου ψιθύρισε χαμογελώντας, όπως πάντοτε, καλοσυνάτα.
Who is who
Ο Φίλιππος Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στην γενέτειρά του και, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, Μεθοδολογία της Διδακτικής στο Λονδίνο και Περιγραφική / Ιστορική Γλωσσολογία στη Γλασκώβη. Εργάζεται για περισσότερο από τριάντα χρόνια στην ξενόγλωσση εκπαίδευση, τα τελευταία δέκα πέντε εκ των οποίων σε δημόσια σχολεία της Μεσσηνίας, με την οποία τον συνδέουν σχέσεις καταγωγής.
Έχει διδάξει σε αστυνομικές και στρατιωτικές σχολές, αγγλόφωνα κολλέγια, επαγγελματικές σχολές και φροντιστήρια, αλλά και για πολλά χρόνια στην Ελληνογαλλική Σχολή »Άγιος Ιωσήφ», το αρχαιότερο ιδιωτικό σχολείο στην Ελλάδα. Λογοτεχνικά και πολιτικά κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο της Αθήνας και της Μεσσηνίας, ενώ ανάμεσα στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται η μουσική, το σκάκι και η ζωγραφική. Έχει μια κόρη, τη Σοφία, η οποία σπουδάζει Ψυχολογία.
Ζει μόνιμα στην Καλαμάτα.