Γράφει ο Σωτήρης Χάιδας
Από την θερινή ραστώνη στην ηλιοκαμένη Ιταλία της δεκαετίας του ’80 με έναν απαγορευμένο ανεκπλήρωτο έρωτα μεταξύ ενός εύπλαστου εφήβου και ενός συνειδητοποιημένου ενήλικου που περιλουσμένοι από την ακτινοβολία του ηλίου θα παραδοθούν αμαχητί στην θερμή ερωτική ζάλη των καλοκαιρινών διακοπών αλλά και στην ψυχρή συνειδητοποίηση του άρρητου, αναπόδραστου αντίο, ο Luca Guadagnino ορμώμενος από την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του «Call me by your Name» αποφάσισε ένα χρόνο αργότερα να αναβιώσει με ένα προσωπικό ριμέικ το θρυλικό «Suspiria» του Dario Argento παραφορτώνοντάς το με ξεκάρφωτες αλληγορικές προσθήκες και ανιαρές υποπλοκές που υπονόμευαν την έτοιμη επιτυχία της πρωτότυπης. Το αποτέλεσμα ήταν ένα άτσαλο και πομπώδες ριμέικ τρόμου που ουσιαστικά βιάστηκε να μπει σε ένα χαμένο από χέρι δίλημμα: να κάνει ένα ξαναζεσταμένο φαγητό στις προσταγές της ανέμπνευστης μόδας των ριμέικ ή να προβεί σε μια προσωπική αλλαξοπιστία πάνω στον αριστουργηματικό καμβά της εμβληματικής πρώτης ταινίας του 1977 με ρίσκο να ρεζιλευτεί – τελικά έκανε και τα δύο.
Έπειτα από το πάθημα της εμφατικής δηθενιάς του «Suspiria» (2018) λοιπόν και με μάθημα ως πυξίδα το οσκαρικής διαδρομής «Call Me By Your Name» (2017), φέτος ο Ιταλοαλγερινός δημιουργός με ένα έξυπνο υβρίδιο των δύο προηγούμενων ταινιών, μπολιάζει την επίπονη ενηλικίωση σε ένα εφηβικό ρομάντζο τρόμου από ανθρώπους που ψάχνουν τα πατήματά τους και την σεξουαλική τους ταυτότητα σε έναν κόσμο που οι βιολογικές τους καταβολές διαφέρουν από την νόρμα. Το «Bones and All» είναι ένα αναγνωριστικό road movie με δύο κανίβαλους εφήβους, τον Lee και την Maren, που περιφέρονται σαν αδέσποτοι αποσυνάγωγοι σε μια διόλου κολακευτική, άχρωμη και μελαγχολικά σκηνογραφημένη αμερικανική ενδοχώρα η οποία προσπαθεί να βρει μαζί με τους εγγενώς αντικοινωνικούς πρωταγωνιστές της το δικό της έρμα, με φόντο την ρηγκανική Αμερική του ’80.
Η Maren (Taylor Russell) είναι ένα κορίτσι που δεν μοιάζει με τα υπόλοιπα αποκλειστικά για το γεγονός ότι τα γούστα της είναι στην κυριολεξία… παράνομα, τουτέστιν, την ελκύει ακαταμάχητα το ανθρώπινο κρέας το οποίο καταναλώνει για βρώση. Από γεννησιμιού της λοιπόν έχει αυτήν την αποτρόπαια διαταραχή και γνωρίζει καλά, δηλαδή εμπειρικά όπως μαθαίνουμε βαθμηδόν, ότι είναι κάτι που δεν μπορεί να τιθασεύσει. Αυτή την ορμέμφυτη παρόρμηση που δεν θα καταφέρει να την χαλιναγωγήσει ούτε στο τελευταίο περιστατικό δαγκώματος μιας φίλης της, θα είναι και η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι και η αιτία που θα την εγκαταλείψει ο πατέρας της ανήμερα των 18ων γενεθλίων της μαζί με ένα γράμμα και μια κασέτα που της αφηγείται το χρονικό των επιθέσεών της από πολύ μικρή μέχρι και εσχάτως. Αποδεικνύεται ότι είχε γίνει ρουτίνα πατέρας και κόρη να αναγκάζονταν να ζουν σαν φυγάδες και να αλλάζουν διαρκώς σπίτια και τοποθεσίες εξαιτίας των κανιβαλιστικών ορέξεων της μικρής που κατέληγαν σε επικίνδυνα επεισόδια σαν το τελευταίο. Εκείνη έχοντας μείνει στην κυριολεξία μόνη πλέον ενάντια στον κόσμο με την κασέτα εξιστόρησης ανα χείρας θα εξορμήσει κρατώντας μόνο το πιστοποιητικό γεννήσεως προς άγνωστη κατέυθυνση με μόνη πληροφορία τη γενέθλια πολιτεία της χαμένης της μητέρας (Μιζούρι), στοιχείο που θα χρησιμοποιήσει προκειμένου να την εντοπίσει αλλά και να πάρει τυχόν απαντήσεις για το μυστήρια παρεκκλίνον DNA της.
Στην μοναχική διαδρομή της θα αρχίσει να ικανοποιεί την περιεργειά της με περισσότερες πληροφορίες για την ιδιαιτερότητά της εκκινώντας από την συνάντησή της με έναν εντελώς σιβυλλικό άντρα (ένας creepy Mark Rylance) που μοιράζεται το ίδιο μυστικό με αυτήν δίνοντάς της κάποιες απαντήσεις σε ερωτήματα που είχε και ανακουφίζοντάς την ότι δεν κατέχει την μαρτυρική μοναδικότητα σε αυτό. Ένα από αυτά είναι ο λόγος που την προσέγγισε κατευθείαν: οι κανίβαλοι μυρίζονται μεταξύ τους από μακριά, καταλαβαίνουν δηλαδή μέσω της όσφρησης τους ομοίους τους και ύστερα από την σύντομη συναναστροφή των δυο τους σε ένα σπίτι του οποίου η ιδιοκτήτρια θα γίνει το γεύμα τους, η κοπέλα θα φεύγει άρον άρον φοβισμένη και απορημένη. Δεύτερος και καταλυτικός σταθμός θα είναι μια τυχαία συνάντηση σε ένα σούπερ μάρκετ με έναν επίσης κανίβαλο (Timothee Chalamet), του οποίου τα χνώτα θα ταιριάξουν με τα δικά της και θα συμπορευτούν στο υπόλοιπο του αιματοβαμμένου ταξιδιού τους γνωρίζοντας ομοϊδεάτες, άλλους εξαιρετικά διαστροφικούς και αδίστακτους και άλλους πιο συνειδητοποιημένους, όσο η βελόνα της πυξίδας μένει επικεντρωμένη στη μητέρα.
Το «Bones and All» επιστρατέυει τον γκροτέσκο ερωτισμό που αποπνέει η επαφή με την σάρκα προσπαθώντας να πείσει για την ρομαντικότητα μέσω της σαρκικής κυριολεκτικά απόλαυσης και την αλληγορία για τους παρίες και την ανάγκη του ανήκειν, της επίπονης ενηλικίωσης μέσω του σώματος και της εξορισμένης διαφορετικότητας. Η ταινία όμως επιμένει στο να καταδείξει αυτές τις θεματικές με έναν επιβαλλόμενο ρομαντισμό που δεν γίνεται πειστικός έχοντας ως αντίβαρο μια αποκλίνουσα διαστροφή που δεν μπορεί να εξωραϊστεί με καμιά ειλικρινή αγκαλιά και έναν καθαρτήριο μονόλογο, καθώς οι πράξεις τους είναι κανονικά εγκλήματα και δεν μπορούν να παραμεριστούν για χάρη μιας συναισθηματικής σκηνής. Το υπόστρωμα εξανθρωπισμού που προσπαθεί να κοινωνήσει δεν στέκει καλά ούτε ως αλληγορία αλλά ούτε και στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο του υπερκαταναλωτισμού και του κλίματος δαχτυλοδειχτούμενων που επικρατούσε επί Ρήγκαν με την εμφάνιση του AIDS, ενώ η σχέση μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών είναι προβλέψιμη και καθόλου συγκινητική και δεν την σώνει ούτε το κρεσέντο της (κατα)σπαρακτικής τελικής σκηνής.
Δείτε το trailer της ταινίας «Bones and All» εδώ: