Συνέντευξη στη Ζέτα Τζιώτη
Έχοντας στο νου μας τα έργα της γλύπτριας, Χριστίνας Σαραντοπούλου, έργα μεγάλων διαστάσεων και βαριά για δημόσιους, αστικούς χώρους, θα φανταζόμασταν ότι πρόκειται για μια σωματώδη κυρία που «πιάνει την πέτρα και τη στύβει». Όταν, όμως, συναντήσαμε την καλλιτέχνιδα, διαπιστώσαμε ότι η σκέψη μας ήταν λανθασμένη. Η Χριστίνα Σαραντοπούλου είναι μια πολύ δυναμική γυναίκα, δυνατή πιο πολύ στην ψυχή από ό,τι στο σώμα, με ευγενικούς και λεπτούς τρόπους, η οποία «λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους», χωρίς τυπικότητες.
Μελετώντας τη δουλειά της και βλέποντας τον τρόπο που χειρίζεται καταστάσεις, καταλαβαίνει κάποιος ότι είναι τελειομανής και προσγειωμένη. Και μπορεί να μη «στύβει την πέτρα» αλλά σίγουρα «στύβει τη ζωή». Αγαπά τα ταξίδια και έχει συμμετάσχει σε πάρα πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι από τους ελάχιστους Έλληνες καλλιτέχνες που κατασκευάζουν κινητικά έργα και πολλά από αυτά έχουν επιλεγεί για δημόσιους χώρους. Εντυπωσιακό είναι το κινητικό έργο που βρίσκεται στη γωνία Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας και Νεοφύτου Βάμβα. Άλλο σπουδαίο έργο της είναι αυτό που κυριαρχεί στον σταθμό του μετρό Άγιος Ιωάννης.
Συναντήσαμε τη Χριστίνα Σαραντοπούλου και μιλήσαμε μαζί της για τη δύναμη που χρειάζεται να έχει ο καλλιτέχνης που ασχολείται με τη γλυπτική, ιδίως όταν είναι γυναίκα, για την πορεία της στον χώρο, για την έννοια της δημιουργίας και τη δημιουργική έκφραση, για την αγορά της τέχνης στην Ελλάδα.
– Γυναίκα γλύπτρια που δουλεύει το σίδερο. Πόση δύναμη χρειάζεται για αυτό, κυριολεκτικά και μεταφορικά;
-Η δύναμη χρειάζεται για να στηρίξει, ένα τέτοιο επάγγελμα. Αναφέρομαι στην αβεβαιότητα και στην οικονομική δυσκολία του επαγγέλματος. Οι σύγχρονοι οικονομολόγοι μας τοποθετούν στην τάξη του πρεκαριάτου.
– Η επισφάλεια στη ζωή του καλλιτέχνη δεν ήρθε με την κρίση, όμως μεγάλωσε.
-Στη γενιά μου η απόφαση να ζήσεις ως καλλιτέχνης, που είναι τρόπος ζωής, είχε τα χαρακτηριστικά μιας αποστολής. Με αυτή την ευθύνη και την απόφαση μεγάλωσα και εργάστηκα. Η δύναμη στην οποία αναφέρεστε βρίσκεται μέσα στο πάθος για συνεχή εργασία και δημιουργία.
“Στη γενιά μου η απόφαση να ζήσεις ως καλλιτέχνης, που είναι τρόπος ζωής, είχε τα χαρακτηριστικά μιας αποστολής”
– Μίλησέ μας για την πορεία σου στη γλυπτική, τα έργα σου στον δημόσιο χώρο.
-Σπούδασα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από το 1971 έως το 1975. Δύσκολα χρόνια, και υπέροχα ταυτόχρονα. Μια εποχή, ιδεολογικά φορτισμένη και δυναμική. Οι καλλιτέχνες, ζούσαμε σε ένα ξεχωριστό περιβάλλον αισθητικών αξιών και πολιτικών ερεθισμάτων.
Κατά τη συνήθεια των διανοουμένων της εποχής αναζήτησα για συνέχιση των σπουδών μου σε μια μεγαλύτερη ευρωπαϊκή πόλη. Αυτή τότε για τους περισσότερους καλλιτέχνες ήταν το Παρίσι. Υπέροχο! μεγαλειώδες για μένα, «ρούφηξα» βιαστικά και ακανόνιστα απίστευτες ομορφιές που με ξεπερνούσαν. Γνώσεις που πολύ αργότερα ταξινόμησα.
Ασχολήθηκα αρκετά χρόνια με έργα μεγάλων διαστάσεων, του δημόσιου αστικού χώρου. Τοποθέτησα έργα στην Αθήνα και σε διάφορες πόλεις, στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, έργα στον δρόμο, σε ξενοδοχεία, σε μουσεία, στο μετρό, γενικά έργα σε κοινή θέα.
Όχι μνημειακά έργα, αλλά εγκαταστάσεις, ενταγμένες στον αρχιτεκτονικό χώρο που μου προσφερόταν. Με απασχολούσε πάντα ο κοινωνικός ρόλος της τέχνης και θεωρώ ότι το σημαντικότερο βήμα που όφειλα να έχω ήταν ο δημόσιος χώρος. Όσο κι αν απομακρύνεται ο καλλιτέχνης από πολιτικές δεσμεύσεις, δεν μπορεί να είναι αδιάφορος στην κοινωνική πραγματικότητα. Η γλυπτική είχε και έχει προορισμό της τον δημόσιο χώρο.
“Με απασχολούσε πάντα ο κοινωνικός ρόλος της τέχνης και θεωρώ ότι το σημαντικότερο βήμα που όφειλα να έχω ήταν ο δημόσιος χώρος”
– Πώς γεννιέται ένα έργο τέχνης, τι είναι η δημιουργική έκφραση;
-Οποιοσδήποτε συμμετέχει ενεργά στην εικαστική έκφραση, φανερώνει και αναδεικνύει τη δική του ψυχή, τις δικές του σκέψεις. Η εμφάνιση της δικής του εμπεριστατωμένης σκέψης, με μέσο το υλικό που επιλέγει, και τη δική του ψυχή, αφορά την απολύτως προσωπική δημιουργική του έκφραση. Έτσι προκύπτει το έργο του.
Όλα αυτά μαζί δημιουργούν τη μοναδικότητα του έργου. Αυτή τη μοναδικότητα μπορεί κανείς να την ονομάσει «αύρα του έργου», γιατί αυτή καταγράφει, εμπεριέχει, εμφανίζει όλα τα ιδιαίτερα και μοναδικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του καλλιτέχνη.
Αυτή κάνει να ξεχωρίζει το έργο του μέσα από άλλα έργα. Οι αρχαίοι Έλληνες εννοούσαν τη μοναδικότητα ως «χρυσό αριθμό».
– Θεωρείς ότι μία συλλογή έργων τέχνης μπορεί να αποτελέσει επένδυση;
-Να αποτελέσει επένδυση μία συλλογή είναι αναμφίβολα δύσκολο, αλλά να δημιουργηθεί μια υπέροχη προσωπική συλλογή που ανάλογα με την οικονομική κατάσταση να διατηρεί την αγοραστική της αξία είναι εφικτό. Οι συλλέκτες ήταν και είναι άτομα ερωτευμένα με την τέχνη που πάντα ξόδευαν με πάθος πολλά χρήματα για να αποκτήσουν έργα καλλιτεχνών. Ο συλλέκτης παθιάζεται , συχνά κάνει λάθη σε σχέση με το ταλέντο του καλλιτέχνη και το πόσο σημαντικό μπορεί να είναι ένα έργο.
Εκτός αυτού, η επένδυση στην τέχνη αφορά ένα προϊόν και ένα σύστημα πολύπλοκο. Είναι πολύ δύσκολο να ανακαλύψεις τη σταθερή αξία. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί μια τέτοια επένδυση να έχει σαν γνώμονα μόνον το κέρδος. Είναι, πιστεύω, μία πολύ ιδιαίτερη επένδυση, στην οποία πρέπει να υπάρχει αγάπη και ψυχική συμμετοχή.
– Πώς η οικονομική κρίση επηρέασε την αγορά της τέχνης στην Ελλάδα;
-Με την οικονομική κρίση η αγορά της τέχνης άλλαξε τοπίο στην Ελλάδα. Πουλήθηκαν αξιόλογα έργα σε πολύ χαμηλές τιμές . Η αγορά δυσκόλεψε αφόρητα. Το πιο σημαντικό είναι ότι παλιότερα, αλλά και σήμερα στη συγκεκριμένη αγορά δεν υπάρχει αγοραστική συνέχεια και συνέπεια . Οι πωλήσεις λειτουργούν τυχαία και οι συλλογές δεν δημιουργούνται με στρατηγική. Συχνότερα παίζει ρόλο ο ίδιος ο καλλιτέχνης και όχι πρωτίστως το έργο του.
Έχω την εντύπωση ότι αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που λειτουργούν οι δομές, που αφορούν τον κόσμο της τέχνης και οι φορείς που διαχειρίζονται την προβολή των καλλιτεχνών και των έργων τους. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες αισθανόμαστε αβοήθητοι.
“Στην Ελλάδα υπάρχει ακόμη μία παλαιού τύπου αγοροπωλησία στην τέχνη. Αυτή βολεύει ίσως, αλλά σε κάποια άλλα επίπεδα μπερδεύει”
Βλέπουμε ότι στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις αλλά και στην Αμερική οι σχέσεις εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, μεγάλων μουσείων, εικαστικών ιδρυμάτων, μεγάλων γκαλερί και κέντρων τέχνης έχουν κοινούς δρόμους, μέσα από τους οποίους στηρίζονται και κινούνται οι μετοχές κάποιων μεγάλων σύγχρονων καλλιτεχνών. Οι υπόλοιποι όμως καλλιτέχνες είναι εύλογο να δυσκολεύονται πολύ.
Η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα κρατάει ακόμη την επικοινωνία του κόσμου της τέχνης σε μια κάποια «αθωότητα», αλλά και σε μια μορφή χάους. Ο καλλιτέχνης προσπαθεί ακόμη σε ατομικό επίπεδο για τις πωλήσεις του, ο συλλέκτης ή ο ιδιώτης επισκέπτεται τις γκαλερί αλλά και τα εργαστήρια των καλλιτεχνών. Υπάρχει ακόμη μία παλαιού τύπου αγοροπωλησία στην τέχνη. Αυτή βολεύει ίσως, αλλά σε κάποια άλλα επίπεδα μπερδεύει. Στις μεγάλες αγορές, η μεγάλη ομάδα των καλλιτεχνών είναι σε ακόμη πιο δύσκολη θέση από ό,τι είναι στην Ελλάδα.
Μια ουσιώδης, λοιπόν, διαφορά με την ελληνική αγορά και τις μεγάλες αγορές του εξωτερικού είναι ότι στην Ελλάδα σαν μικρή χώρα υπάρχουν ακόμη ιδιώτες που αγοράζουν τέχνη. Στο εξωτερικό είναι σχεδόν μόνο μάνατζερς που διαχειρίζονται τις πωλήσεις, συχνότερα μάλιστα όχι σε ιδιώτες αλλά σε φορείς.
Η τέχνη σε όλο τον οικονομικά αναπτυγμένο κόσμο είναι απολύτως εμπορευματοποιημένη και αναπτύσσεται μέσα σε διάφορες και πολύπλοκες συνθήκες. Ένα τέτοιο τοπίο έχει συνέπειες στη ζωή των καλλιτεχνών και φυσικά στο έργο τους. Ζούμε στην εποχή που οι μεγάλες πνευματικές ήττες συνεχίζονται. Φαντάζομαι ότι χρειάζεται ακόμη μεγάλος δρόμος για πνευματική και πολιτισμική αναγέννηση. Είναι ακόμη πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο.
– Πώς φαντάζεσαι το μέλλον σου στη γλυπτική στο σύγχρονο εικαστικό περιβάλλον; Τι σκέφτεσαι για τις εκθέσεις στο εξωτερικό;
-Νομίζω ότι η φροντίδα του καλλιτέχνη πρέπει να αφορά πρωτίστως τη δημιουργία του έργου του. Έτσι, εύχομαι να μπορώ να προσπαθώ, πάντα στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, να εργάζομαι και να αναπτύσσομαι . Να βρίσκω τον τρόπο να μπορώ να συνεχίζω να δημιουργώ έργα, γιατί η γλυπτική έχει αρκετά μεγάλες οικονομικές απαιτήσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι τόσο λίγοι οι γλύπτες και τόσο λίγοι φορείς ασχολούνται μαζί τους.
Οι εκθέσεις στο εξωτερικό, τουλάχιστον αυτές που αφορούν στον τομέα της γλυπτικής είναι περιορισμένες, αλλά επιβάλλεται να γίνονται κατά καιρούς, όχι γιατί μπορούν να προσφέρουν σε επίπεδο πωλήσεων, αλλά γιατί η εμπειρία που κερδίζεται, είναι πάρα πολύ σημαντική.
“Η μεγάλη αρετή του καλλιτέχνη είναι ότι έχει μάθει, έχει συνηθίσει να επινοεί. Να δημιουργεί μέσα από το τίποτε”
Ο καλλιτέχνης βρίσκεσαι πάντα σε ένα μεγάλο ταξίδι που δεν έχει τέλος. Εύχομαι να είναι μακρύ αυτό το ταξίδι για μένα, τόσο για την απόλαυση, όσο και για το ενδιαφέρον του. Η μεγάλη αρετή του καλλιτέχνη είναι ότι έχει μάθει, έχει συνηθίσει να επινοεί. Να δημιουργεί μέσα από το τίποτε. Σήμερα, ακόμη περισσότερο από ποτέ η επινόηση είναι πραγματικά πολύτιμη και αναγκαία.
Σας απαντώ, λοιπόν, ότι συνεχίζω να φαντάζομαι πολύ όμορφο το μέλλον μου με παρέα την καλλιτεχνική δημιουργία και ότι θα προσπαθώ πάντα ώστε να αξιοποιώ τις δυνατότητές μου. Όσο για τις εκθέσεις στο εξωτερικό είναι ευλογία. Φοβάμαι πολύ τα στενά όρια μιας χώρας.
Η γνώση διαχέεται πέρα από τις εκθέσεις και διαδικτυακά, αλλά η πράξη που δημιουργεί την άμεση εμπειρία είναι αυτή που έχει αξία και είναι απολύτως απαραίτητη σε όποιον προσπαθεί να αναπτυχθεί, να έχει αντικείμενο έρευνας, μελέτης και δημιουργίας, ειδικά μέσα στη πλαίσιο της τέχνης, όπου οι αναφορές και το ενδιαφέρον είναι παγκόσμια ζητήματα.