Συνέντευξη στη Ζέτα Τζιώτη
Συναντήσαμε τον εμβληματικό ζωγράφο Χρίστο Καρά -έναν από τους δυναμικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’60- στο εργαστήριό του στο Χαλάνδρι.
Καλλιτέχνης-θρύλος, ταλαντούχος, πρωτοπόρος, επίμονος και τολμηρός στην τέχνη και στη ζωή, ξεκίνησε τους πειραματισμούς στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Δούλεψε συστηματικά στο πλαίσιο της αφαίρεσης και του εξπρεσιονισμού, καθώς και της δραματικής απόδοσης όχι μόνο της ανθρώπινης μορφής αλλά και των αθώων αντικειμένων, όπως ο ίδιος μας ανέφερε.
Δημιούργησε εικόνες που πηγάζουν από την αντικειμενική πραγματικότητα και μεταπλάθονταν σε ευαίσθητες μνήμες, συνδυάζοντας τη χρωματική γλώσσα του εξπρεσιονισμού με το θεώρημα της χρυσής τομής.
Ο αγαπημένος μας καλλιτέχνης με γλυκύτητα, πηγαία ευγένεια, πραότητα και χαρακτηριστική ειλικρίνεια μάς μίλησε για τις δυσκολίες που συνάντησε στην αρχή της καριέρας του, για την αμφισβήτηση των συναδέλφων του, για τη Μελίνα Μερκούρη, τον Βασίλη Τσιτσάνη και τη νέα του – τότε- δουλειά, στην οποία χρησιμοποιήσε το θεώρημα της χρυσής τομής.
– Κύριε Καρά, έχετε πολλά χρόνια δουλειάς στη ζωγραφική και στη γλυπτική. Έχετε φέρει σε πέρας όσα είχατε ονειρευτεί από τα νεανικά σας χρόνια;
Πολύ νέος, με την προτροπή της οικογένειάς μου, αποφάσισα να ακολουθήσω τη δικηγορική καριέρα. Στη συνέχεια, όμως, άλλαξα γνώμη και άρχισα να προετοιμάζομαι στη ζωγραφική. Χωρίς να λογαριάσω τα χρόνια της προετοιμασίας, έχω συμπληρώσει περίπου 60 έτη δουλειάς.
– Πιστεύω ότι ο προορισμός του καλλιτέχνη στην εποχή που ζει είναι να εισχωρεί στην ψυχή της εποχής, να την καταγράψει και να την αφήσει στους μεταγενέστερους, ως κληρονομιά.
Έχω ακόμα πράγματα να δώσω. Νομίζω ότι για να ολοκληρώσω το έργο μου μου λείπουν άλλα… 20 χρόνια δουλειάς. Για να καταλάβετε, τον τελευταίο καιρό ετοιμάζω μια νέα ενότητα, την οποία σύντομα θα σας παρουσιάσω.
“Ο καλλιτέχνης πρέπει να στηριχτεί στη δική του κληρονομιά, για να έχει επιτυχία το έργο του”
-Υπάρχουν αρκετοί Έλληνες ζωγράφοι, κυρίως νέοι, που στο πέρασμα των ετών χάνουν την ελληνικότητά τους και τα στοιχεία εντοπιότητας που παρουσιάζουν και προσπαθούν να μιμηθούν διάσημους ξένους καλλιτέχνες. Πως το κρίνετε αυτό; Πιστεύετε ότι οι Έλληνες ζωγράφοι θα έχουν διαχρονικότητα;
Ο δρομέας για να τρέξει πρέπει να έχει καλή στήριξη. Αν το πέλμα, το πετάλι, η βάση δεν είναι στερεή και είναι έτοιμη να σπάσει, δεν θα τρέξει ποτέ. Έτσι και οι καλλιτέχνες που χάνουν την ταυτότητά τους. Ο καλλιτέχνης πρέπει να στηριχτεί στη δική του κληρονομιά για να έχει επιτυχία το έργο του.
Έτσι έκανα και ’γώ στις αρχές της καριέρας μου. Στερεώθηκα γερά και είχα σαν πρώτο μου μέλημα να καταγράψω την εποχή μου αλλά και να επικοινωνήσω με κοινό. Γι’ αυτό και πέραν της αφηρημένης τέχνης, στους πίνακές μου εμφανίστηκαν φιγούρες.
Θυμάμαι κάποιος έκανε ένα πικρόχολο σχόλιο που με είχε ενοχλήσει πολύ. Είχε πει ότι αυτό που κάνω είναι «κακοχωνεμένος Μπέικον».
Οπότε, άρχισα να κάνω αθώα πράγματα όπως μήλα και λουλούδια που εκφράζουν την εποχή και μπορεί να είναι εξίσου τραγικά σαν και την προηγούμενη δουλειά μου, αυτές τις εξπρεσιονιστικές τραγικές φιγούρες, που έμοιαζαν με φαντάσματα.
– Νεκρές φύσεις με λουλούδια και φύλλα, απροσδιόριστα αιωρούμενα αντικείμενα, τριαντάφυλλα, περιστέρια και βέλη, αρχαίους πολεμιστές, αισθησιακά γυμνά και αγάλματα. Μιλήστε μας για τη θεματολογία σας και πώς την προσεγγίζετε.
Αν έχεις να εκφράσεις κάτι το τραγικό, μπορείς να το εκφράσεις και με αθώα πράγματα. Το έργο δεν στηρίζεται στην εικόνα. Η εικόνα είναι ένα παραθυράκι που σε βάζει στο περιεχόμενο του έργου. Μια όμορφη ξαπλωμένη γυναίκα μπορεί να εκφράζει ό,τι το τραγικότερο.
– Κάνοντας μια αναδρομή στη ζωή σας, τώρα πια που τόσο καλά τα έχετε καταφέρει, θα θέλατε να μας πιείτε πόσο δύσκολο ήταν σε έναν νέο από χωριό των Τρικάλων να βρεθεί, να δουλέψει και να διακριθεί στο Παρίσι με υποτροφία τη δεκαετία του 60;
Αλήθεια, κι εγώ αναρωτιέμαι! Αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες και ατέλειωτα χτυπήματα. Άνθρωποι δικοί σου, που περιμένεις συμπαράσταση, όχι μόνο δεν είναι κοντά σου, αλλά αντιθέτως ψάχνουν να βρουν το αδύνατο σημείο για να σε διαλύσουν.
Εμένα αυτό με έκανε συνεχώς πιο δυνατό. Κάνοντας τον απολογισμό μου όλα αυτά τα χρόνια, μπορώ να πω ότι πέρασα πολλές φάσεις στη ζωή μου. Πέρασα από δόξες, πέρασα από κατακραυγές. Αυτά δεν με λύγιζαν καθόλου.
Κάποτε κάποιος συνάδελφός μου μου είπε χαρακτηριστικά: «Χρίστο, είχαμε μεγάλη ιδέα για σένα και μεγάλη εμπιστοσύνη. Νομίζω ότι είχες μπει σ’ ένα τρένο που οδηγεί στη δόξα και εσύ επέλεξες να το αρνηθείς και να κατέβεις…»
Και ’γώ χαμογέλασα και σκέφτηκα: «Θα δούμε όχι μόνο ποιος κατέβηκε από το τρένο, αλλά και ποιος θα κατέβει τελευταίος». Και πρέπει να σου ομολογήσω ότι πολλοί από αυτούς που είχαν αυτήν την άποψη κατέβηκαν πολύ νωρίτερα. Εγώ, παρά τα χρόνια που πέρασαν, είμαι ακόμα μέσα.
“Οι καλλιτέχνες που έχουν κάνει ένα σοβαρό έργο κι ένα όνομα είναι αυτοί, που βύζαξαν από το αστείρευτο γάλα της Ευρώπης”
– Έχετε ζήσει τα δύσκολα χρόνια της Ελλάδας· εμφύλιος, δικτατορία. Εσείς, ως επαναστατημένη γενιά του ’60, αλλάξατε τη ροή της Ιστορίας. Μιλήστε μας για την εποχή εκείνη.
Η γενιά μου άλλαξε τη ροή της Ιστορίας με το πνευματικό χέρι που μας έδωσε η Ευρώπη.Οι καλλιτέχνες που έχουν κάνει ένα σοβαρό έργο κι ένα όνομα είναι αυτοί που βύζαξαν από το αστείρευτο γάλα της Ευρώπης. Τέτοιο βύζαξα και ’γώ με τον δικό μου τρόπο και για τις δικές μου ανάγκες. Και ο καθένας βύζαξε και εκφράστηκε σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες.
Εκεί βρίσκεται και το μειονέκτημα της ελληνικής τέχνης. Οι Έλληνες καλλιτέχνες δεν υπακούουν σ έναν κανόνα, δεν έχουν κοινά στοιχεία. Ο καθένας έχει τον δικό του κανόνα και για τον λόγο αυτό σήμερα η ελληνική ζωγραφική δεν έχει ενιαίο πρόσωπο. Δηλαδή δεν μπορεί κάποιος να πει ότι αυτό είναι ελληνική ζωγραφική.
– Μιλήστε μας για την τομή στην τέχνη που έφερε η γενιά σας. Πώς τότε (1970) το ελληνικό φιλότεχνο κοινό έβλεπε την αφηρημένη τέχνη;
Θυμάμαι την πρώτη έκθεση αφηρημένης τέχνης που κάναμε. Η τέχνη αυτή δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με το κοινό. Ακόμα και οι φιλότεχνοι γελούσαν· δεν καταλάβαιναν. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να αντιληφτεί ο κόσμος ότι η αφηρημένη τέχνη θα έφερνε μια τομή στην τέχνη, και το περιεχόμενό της θα σημαδέψει την εποχή.
– Έχετε γνωρίσει προσωπικότητες Έλληνες και ξένους που σε μας τους νεότερους πραγματικά προκαλούν δέος. Θα θέλατε να μας αναφέρετε κάποιους που θυμάστε έντονα, και για ποιον λόγο;
Ο Γιάννης Μόραλης υπήρξε ένα σημαντικό πρόσωπο για τη σύγχρονη ελληνική τέχνη. Κοντά σε αυτόν ο Παπαλουκάς, που ήταν στο εργαστήριο του Μόραλη, σημαίνον πρόσωπο την εποχή εκείνη. Κάποια στιγμή πήγα να του μιλήσω και μου έδωσε συστατική επιστολή κλειστή σε φάκελο, όπως συνηθιζόταν.
Χάρη στη δική του επιστολή βοηθήθηκα και έλαβα την 3ετή υποτροφία από το ΙΚΥ. Θαύμαζα το Μενέλαο Λουντέμη, που γνώρισα σ’ ένα bistrot στο Κολωνάκι. Θεωρώ τους ποιητές πολύ σημαντικές προσωπικότητες. Θαύμαζα βαθύτατα τον Καβάφη, που δεν γνώριζα. Εικονογράφησα και ένα βιβλίο με ποιήματά του.
Αγαπούσα πολύ και τον Σικελιανό, εξαιτίας της αγάπης μου για τους Δελφούς. Οι Δελφοί και το αρχαίο δράμα είναι το αξεχώριστο δίπολο το οποίο σημάδεψε τη ζωή του Άγγελου Σικελιανού και της Εύας Πάλμερ, κρατώντας τους για πάντα κοντά (από το 1906, τη χρονιά της γνωριμίας τους, μέχρι το 1951, τη χρονιά θανάτου του Σικελιανού). Σαν φοιτητής μπορούσα και έμενα στο περίπτερο της Σχολής στους Δελφούς και τριγύριζα στα μονοπάτια σκεπτόμενος ποιοι είχαν περπατήσει σε αυτά.
Να σας διηγηθώ και ένα αστείο περιστατικό. Ένα βράδυ ανέβηκα στο θέατρο των Δελφών και στάθηκα στη μέση της σκηνής και απήγγειλα ένα ποίημα του Σικελιανού που αγαπώ. Και εκεί με συνέλαβε ο φύλακας του θεάτρου, κράτησε την ταυτότητα μου και μετά είχα θέματα με την αστυνομία.
– Μιλήστε μας για τη Μελίνα Μεκούρη
Γνώριζα τη Μελίνα πολύ καλά και την ξεχώριζα. Ήμασταν πολύ φίλοι. Άτομο φλογερό και αισθανόσουν αυτή τη φλόγα της κάθε στιγμή. Ήταν πάντα έτοιμη να εκραγεί, με την καλή έννοια. Υποστήριξε καταλυτικά τη συμμετοχή μου στην Biennale Βενετίας.
Πιο συγκεκριμένα, το 1984 εκπροσώπησα την Ελλάδα στην 41η Μπιενάλε Βενετίας μαζί με τον Γιώργο Γεωργιάδη, τον γλύπτη.
Αντιπροσώπευσα τη χώρα μου σ’ ένα σπουδαίο εικαστικό γεγονός, σε μία από τις μεγαλύτερες εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, που διοργανώνεται κάθε δύο χρόνια στη Βενετία. Σε αυτό βοήθησε. Ήμουν πολύ φίλος με μια αδελφική φίλη της Μελίνας, και έτσι γνωριστήκαμε. Η κοινή μας φίλη ήταν η Μίκη Μεσολωρά, η οποία κάποια στιγμή άνοιξε την γκαλερί 3, στο Κολωνάκι, απέναντι από την πλατεία Δεξαμενής.
“Σκοπεύω, να δωρίσω στο Μουσείο Τσιτσάνη στα Τρίκαλα κάποια έργα μου”
– Γνωρίζατε και τον Τσιτσάνη, έτσι δεν είναι;
Ο Βασίλης Τσιτσάνης τραγουδούσε εκείνη την εποχή στο Χάραμα. Το ρεμπέτικο τραγούδι τότε δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και κάποιοι δείλιαζαν να πάνε στα μαγαζιά αυτά. Εγώ πήγαινα συχνά. Μου άρεσε αλλά δεν τον γνώριζα προσωπικά τότε.
Μια μέρα ο θείος μου Γιάννης Καράς, γνωστός δικηγόρος της εποχής, μου ζήτησε να πάμε μαζί στο Χάραμα γιατί ήθελε να συνομιλήσει επαγγελματικά με τον Τσιτσάνη. Του το είχε ζητήσει ο ίδιος ο Βασίλης. Πήγαμε, και έτσι ο Τσιτσάνης με γνώρισε σαν ανιψιό του δικηγόρου.
-Μετά από καιρό, όταν η φιλία μας ισχυροποιήθηκε, θυμάμαι έμπαινα στο μαγαζί και έλεγε: «Φραγκοσυριανή, χασάπικο για τον Χρίστο τον Καρά!» Κάποιες φορές πήγαινα από την αρχή του προγράμματος και έφευγα το… χάραμα! «Γλυκοχαράζουν τα βουνά, μα εγώ τα βλέπω σκοτεινά»!
Ο Τσιτσάνης αναφέρω ότι είχε όλα τα χαρακτηριστικά του Θεσσαλού. Πίστευε ότι θα τον κοροϊδέψει ο διπλανός του και πολλές φορές συγκρούστηκε με ανθρώπους που δεν υπήρχε και ουσιαστικός λόγος. Εκτιμώ τον Τσιτσάνη και σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη. Θεωρώ σημαντική τη συνεισφορά του στην ελληνική μουσική.
Σκοπεύω, να δωρίσω στο Μουσείο Τσιτσάνη στα Τρίκαλα κάποια έργα μου.
– Έχουμε και στην επόμενη από τη δική σας γενιά σημαντικούς καλλιτέχνες. Ποιους ξεχωρίζετε;
Ο Γιώργος Λάππας παλαιότερα, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, ο Χρήστος Μποκόρος, ο Κώστας Βαρώτσος, ο Χρόνης Μπότσογλου, η Μαρία Φιλοπούλου, ο Μάριος Σπηλιόπουλος μεταγενέστερα ξεχώρισαν με το έργο τους και τη συμβολή τους στην τέχνη.
– Παρ’ όλα αυτά, τα έργα σας είναι ανθρωποκεντρικά και αισιόδοξα, γεμάτα φως. Κάνετε σχέδια για το μέλλον;
Από μικρός είχα μια κλίση στα μαθηματικά. Πήγαινα σχολείο στο Α’ Πρότυπο στην Πλάκα, σχολείο που για να σε κρατήσουν μαθητή έπρεπε να είσαι πολύ δυνατός και να προσπαθείς διαρκώς. Η 8η τάξη στο σχολείο αυτό είχε τρία τμήματα, περίπου 180 μαθητές. Ο καθηγητής λεγόταν Δράκο· δράκος με τα όλα του.
Στη βαθμολογία αυτός ο Δράκος, λοιπόν, εκείνη τη χρονιά έβαλε βαθμό (16), τον μεγαλύτερο βαθμό, σε έναν μαθητή του, εμένα! Πιστεύω ότι αυτό το έκανε γιατί είχα ασχοληθεί με ιδιαίτερο ζήλο με το πρόβλημα της χρυσής τομής.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι σε μια επιφάνεια υπάρχουν κάποια σημεία τα οποία είναι ενδεικτικά για να κάνεις μια πολύ καλή ζωγραφική. Τα σημεία αυτά αποτελούν τη χρυσή τομή, τον χρυσό λόγο, τον χρυσό κανόνα.
Πολλοί καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες του εικοστού αιώνα προσάρμοσαν τα έργα τους ώστε να προσεγγίζουν τη χρυσή αναλογία, ιδίως στη μορφή του χρυσού ορθογωνίου παραλληλογράμμου, στο οποίο ο λόγος της μεγαλύτερης πλευράς προς τη μικρότερη είναι η χρυσή τομή, πιστεύοντας ότι αυτή η αναλογία είναι αισθητικά ευχάριστη. Η χρυσή τομή δεν με εγκατέλειψε ποτέ! Πάντα σε κάθε πίνακα το είχα στο μυαλό μου. Τα τελευταία πέντε χρόνια κάνω μια σειρά από έργα που αναφέρονται στη χρυσή τομή. Η ιδέα της χρυσής τομής μού έδωσε την ελευθερία να ζωγραφίζω κάποιο τετράγωνο σχήμα, για παράδειγμα, που καθιστά την υπόστασή του ουσιαστική, χάρη στη χρυσή τομή.
Σε αυτά τα ψυχρά χρώματα, σε αυτές τις γραμμές, για να μη χάσω τον θεατή αφήνω αυτό το παραθυράκι και βάζω στοιχεία από το παρελθόν, μήλα, φιγούρες κ.λ.π. Εύχομαι σύντομα να καταφέρω να σας το παρουσιάσω και να χαρώ να σας δω εκεί.
https://www.instagram.com/p/BsP22svHqdt/
* Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “axianews”.
Ευχαριστώ τον Χρίστο Καρά για την από καρδιάς συνέντευξη, την εγκαρδιότητα και την φιλοξενία του.