Γράφει ο Σωτήρης Χάιδας
Ένας νεαρός άνδρας αγνώστου παρελθόντος, άνευ ονόματος και χωρίς κανένα απολύτως πλάνο ζωής, θα καταφθάσει με το Κτελ στην καρδιά της παρακμιακής Αθήνας και θα βιώσει τον απόλυτο ζόφο και την μιζέρια μιας μεγαλούπουλης-παραγκούπολης σε απόλυτη ηθική και πολιτισμική εξαθλίωση.
Μια δυσειδής πρωτεύουσα σε μια περίοδο απίστευτης διαφημιστικής εκστρατείας προκειμένου να προσελκύσει τουρισμό, σε συνδυασμό με τις ετοιμασίες των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, θα αποδομηθεί σε εξευτελιστικό βαθμό από τον αντισυστημικό Νίκο Παναγιωτόπουλο, με μια ταινία κόλαφο, στην οποία επιστρέφει πιο ώριμος από ποτέ θυμίζοντας τις παλιές καλές εποχές του, στρέφοντας την κάμερα στην σκοτεινή πλευρά της Αθήνας που χρονικά βρισκόταν σε ευδαιμονούσες εποχές και πάσχιζε να πείσει για αυτό. Θα περιπλανηθεί στις σπασμένες λάμπες και στα υποφωτίσμενα σοκάκια που κρύβουν όλη την σαπίλα και κατάντια μιας πρωτεύουσας που επαίρεται για τον χαρακτήρα που θέλει να δείξει προς τα έξω, αλλά τελικά το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να επινοεί όλο και πιο περίτεχνους τρόπους για να κρύψει τα κακώς κείμενά της.
Ο ήρωας αγνώστου ταυτότητας και προέλευσης, λακωνικός, σχεδόν μουγκός από επιλογή, παρατηρητής και ακροατής της ζωής, καταφθάνει σε μια πόλη που δεν περίμενε να αντικρίσει και θα γίνει μάρτυρας (κυριολεκτικά) μιας καθημερινότητας στις φαβέλες του κέντρου που περιλαμβάνει ναρκωτικά, αστέγους, μετανάστες, περιθωριακούς και έναν ολόκληρο κόσμο… υποκόσμου. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων θα βρει δουλειά ως διανομέας σε μια παρηκμασμένη πιτσαρία και θα τον «φιλοξενήσει» στο σπίτι του ένας μαυραγορίτης που τον εκμεταλλεύεται. Άνθρωποι χωρίς μέλλον και παρελθόν, δίχως ταυτότητα και όνειρα, άνθρωποι που ζουν στον πυρήνα της πόλης και παρ’όλα αυτά κρυμμένοι επιμελώς και περιχαρακωμένοι σε σύγχρονα γκέτο. Άνθρωποι που μιλάνε με σοφιστείες και κενολογίες για να πολεμήσουν την βαρεμάρα τους, αναζητώντας ένα νόημα στην ατελεύτητη μιζέρια που βιώνουν σε αυτήν την ερημειώδη πόλη ανομβρίας και κακοτεχνίας. Μια πόλη που παλεύει να επιβιώσει χωρίς ελπίδα, χωρίς ενατένιση, τιμωρημένη σε μια μόνιμη εξορία.
Στο «Delivery» (2004), πρωταγωνιστής είναι η πόλη και ο νεαρός διανομέας είναι ο «ξεναγός» μας, το όχημα της αφήγησης που θα μας οδηγήσει στις κεντρικές αλλά υποβαθμισμένες περιοχές και θα φωτογραφίσει μια άλλη Αθήνα από αυτήν που πωλείται σε καρτ ποστάλ στους ανέμελους τουρίστες και σίγουρα απέχει παρασάγγας από αυτήν που θα θέλανε να κομπορρημονούν οι κάτοικοί της. Θα προδοθεί, θα βασανιστεί, θα διασχίσει την πόλη και θα «αποχωρήσει» ηττημένος. Μια φτωχή ταινία για φτωχούς ανθρώπους όπως την αποκάλεσε ο σκηνοθέτης, θέλοντας να θίξει ευθαρσώς τα κοινωνικά θέματα που αποκαλύπτονται σε μια σύντομη περιφορά στην άλλη, αφιλόξενη πλευρά της πόλης, η οποία ψυχορραγεί και ούτε να ξεψυχήσει δεν μπορεί για να λυτρωθεί.
Μια σύντομη προμενάνδα σε μια πόλη τεράστιων αντιθέσεων, ακραία δυσανάλογη, που προσπαθεί να αποκρύψει στανικά την εκπτωτική της τάση. Η πολυπολιτισμικότητα της Αθήνας είναι μια άτσαλη, μαζοποιημένη ομοιογένεια, μια απρόσωπη, πυκνοκατοικημένη μητρόπολη στην οποία ο πρωταγωνιστής είναι αυτοεξόριστος στην ίδια του την χώρα, ανάμεσα σε αποσυνάγωγους ξεχασμένους από τον Θεό. Ο Παναγιωτόπουλος θα πάει με την κάμερά του πίσω από την «βιτρίνα», σε μια πρωτεύουσα καχεκτική, άμορφη, σχεδόν μεταποκαλυπτική, βουτηγμένη στην σήψη, σαν ένα απέραντο νεκροταφείο ζωντανών νεκρών που βρίσκονται σε μια μόνιμη μηχανική υποστήριξη.
Η οπτική αυτή βεβήλωση της καλαισθησίας προκαλεί το λιγότερο δυσφορία στον αμφιβληστροειδή του νεαρού διανομέα που οι προσδοκίες του σίγουρα δεν ανταποκρίνονταν σε αυτό που πρόκειται να αντιμετωπίσει. Είναι πλέον πεπεισμένος ότι βρίσκεται σε μια πόλη βιασμένης αρμονίας, άναρχης μορφολογίας, ελεεινής συμμετρίας, πολιτισμικά εξαθλιωμένη, με τον σκηνοθέτη να μην διστάζει να την απογυμνώσει και να τονίσει μια κατάσταση που ενυπάρχει στον ίδιο ακριβώς τόπο που διαφημίζουμε με καυχησμό στο εξωτερικό, μέχρι φυσικά να…στρίψεις στο λάθος σοκάκι. Η φωτογραφία του Κώστα Γκίκα είναι καταλυτικής σημασίας για την αρτιότητα του έργου, φωτίζοντας άριστα τους αποπνικτικούς χώρους, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα τόσο αποκρουστική και ενοχλητικά ρεαλιστική, με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο να παραδίδει μια από τις καλύτερες ταινίες στην πολυετή καριέρα του.