Γράφει η Λιάνα Ζωζά
“Εκτός από την καρδιά μου, αισθάνομαι όλα να γερνούν μέσα μου. Ακόμη και η καρδιά μου έχει κάτι το τεχνητό. Την έχουν ράψει οι χορεύτριες σε ένα πορτοφολάκι από ροζ σατέν, πολύ απαλό ροζ, σαν τα παπούτσια τους …” γράφει ο Edgar Degas τον Ιανουάριο 1886 στον γλύπτη Albert Bartholomé για να μοιραστεί μαζί του την εμμονή του για τα “μικρά ποντικάκια”, όπως αποκαλούνταν χαϊδευτικά οι χορεύτριες της Όπερας του Παρισιού.
Ο Edgar Degas (1834 – 1917) γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου 1834 στο Παρίσι και εκεί πέθανε στις 27 Σεπτεμβρίου 1917, σε ηλικία 83 ετών, σχεδόν τυφλός, αφήνοντας πίσω του αξιοσημείωτα, ζωγραφικά κυρίως, έργα. Αν και ο ίδιος προτιμούσε τον όρο “ρεαλιστής” για να χαρακτηρίσει τη δουλειά του, θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές του Ιμπρεσιονισμού.
Τα έργα του Degas χαρακτηρίζονται από αξιοσημείωτη απόδοση της κίνησης, ευδιάκριτη στα έργα του με τις χορεύτριες, αλλά και στα γυμνά του. Στις προσωπογραφίες του αντίθετα αποτυπώνεται η σύνθετη ψυχοσύνθεση και η ανθρώπινη απομόνωση του μοντέλου του.
Ο Degas είχε παρακολουθήσει συνολικά 177 παραστάσεις μπαλέτων και όπερες, όπως προκύπτει από τα αρχεία της Βιβλιοθήκης του Μουσείου της Όπερας του Παρισιού και κατάφερε να έχει πρόσβαση στα παρασκήνια, ακόμη και προτού αποκτήσει αρκετά χρήματα για να γίνει συνδρομητής στο θέατρο. Η παρουσία του, όμως δεν φαινόταν να ενοχλούσε καθόλου τις χορεύτριες, όταν ο αστός ζωγράφος πήγαινε στην Όπερα με τους φίλους του οι οποίοι ανήκαν στην ίδια τάξη, όταν δεν ήταν αριστοκράτες.
“Αν και δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ένδειξη που να υποδηλώνει ότι ο Degas είχε σαρκικές σχέσεις με τις χορεύτριες. Ωστόσο, η επαναληπτικότητα της αποτύπωσης των κινήσεων και των καθημερινών τους στιγμών σημαίνει ότι οι πίνακές του ήταν μάρτυρες μιας εποχής όπου οι μπαλαρίνες δεν είχαν μεγάλη απόσταση από τις εκδιδόμενες γυναίκες”, σημειώνουν σε δημοσίευμά τους οι Times του Λονδίνου.
Αυτή την εποχή που οι μπαλαρίνες προέρχονταν κυρίως από τις κατώτερες κοινωνικά και οικονομικά τάξεις, παρατηρούνταν έντονα το φαινόμενο της “προστασίας” τους από πλούσιους συνδρομητές της Όπερας που μαζί με τη συνδρομή τους εξασφάλιζαν και την πρόσβαση στις πρόβες, αλλά και την άμεση επαφή με τις χορεύτριες.
Σε πολλά από τα έργα του Degas διακρίνεται κάποιος κύριος με καπέλο να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις πρόβες ή την παράσταση, όπως στο έργο Le Foyer de la danse à l’Opéra de la rue Le Peletier, 1872.
Ο ίδιος ο ζωγράφος ρωτήθηκε πολλές φορές για την εμμονή του στο να ζωγραφίζει χορεύτριες. Οι απαντήσεις του ήταν κάθε φορά διαφορετικές, με επικρατέστερες: “Μου αρέσουν τα φορέματά τους” και “Αποτελούν, με έναν τρόπο, τη συνέχεια των αρχαιοελληνικών αγαλμάτων”.
Η αλήθεια, το πιο πιθανό, βρίσκεται στο ότι οι χορεύτριες του έδιναν την ευκαιρία, να ζωγραφίζει την ανθρώπινη φιγούρα σε κίνηση μιας και αυτό που ήθελε ήταν να την αποτυπώνει εξελλικτικά, σχεδόν κινηματογραφικά.
Όταν το 1880, παρουσίασε στην Έκτη Έκθεση Ιμπρεσιονιστών του Παρισιού το διασημότερο γλυπτό του, τη “Μικρή χορεύτρια των 14 ετών” τα σχόλια που απέσπασε ήταν αμφιλεγόμενα. Κύριο θέμα συζήτησης ήταν η σχέση ανάμεσα στον Edgar Degas και το μοντέλο του που ήταν η Marie van Goethem, η νεαρή κόρη μιας πλύστρας.
Αλλά και το ίδιο το γλυπτό, τόσο θεματικά όσο και τα υλικά που χρησιμοποίησε για την κατασκευή του ήταν ανατρεπτικά για τους κριτικούς τέχνης της εποχής με αποτέλεσμα να χαρακτηρισθεί αποκρουστικό. Ο Degas, πάντως μέσα από τη μικρή του χορεύτρια που στέκεται με το κεφάλι ψηλά έδωσε την άποψή του για τη “γυναίκα”, όπως εκείνος την έβλεπε με την ιδιαίτερη ευαισθησία του και δεν ήταν άλλη από την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπεια.
Οι αρχικές κακές κριτικές, όμως δεν εμπόδισαν καθόλου το γλυπτό να βρίσκεται ακόμη και και σήμερα ανάμεσα στα πιο περιζήτητα έργα στις δημοπρασίες έργων τέχνης και να καταβάλλονται αστρονομικά ποσά για την απόκτησή του, όπως και για πολλά από τα ζωγραφικά του έργα με τις χορεύτριες.
Ο Edgar Degas, ήταν όπως χαρακτηρίσθηκε από την επιμελήτρια Ann Dumas, “ένας ηδονοβλεψίας, χωρίς όμως την αρνητική φόρτιση που έχει σήμερα η λέξη αυτή. Η δουλειά του είναι ένα είδος κρυφής κάμερας, ένα μυστικό όργανο που περνά απαρατήρητο”.
Σίγουρα πάντως, αυτό που χαρακτηρίζει τόσο τη ζωή όσο και την τέχνη του είναι όπως ο ίδιος έλεγε: “Σε ένα έργο τέχνης απαιτείται να υπάρχει λίγο μυστήριο, κάποια ασάφεια και λίγη φαντασία. Όταν, κάνετε τα πάντα να είναι εντελώς ξεκάθαρα, καταλήγετε να είστε βαρετοί”.