Γράφει η Δρ. Μαράη Γεωργούση*
Ο Φώτης Κόντογλου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ζωγράφος της Ελληνικότητας. Μεταξύ άλλων και λόγω της χαρακτηριστικής ανάδειξης των ουσιαστικότερων πνευματικών αξιών της ελληνικής παράδοσης. H προσφορά του στη Νεοελληνική Ζωγραφική υπήρξε νευραλγική. Η δημιουργία του περιστρεφόταν κυρίως γύρω από τρεις άξονες: την Βυζαντινή τεχνική στο ζωγραφικό του έργο, το αγιογραφικό του έργο, που ξαναέφερνε την ορθόδοξη ζωγραφική στις εκκλησίες μας, και τον έμμεσο ηθικοδιδακτισμό του έργου του.
Tόσο με το συγγραφικό όσο και με το ζωγραφικό έργο του δημιούργησε αίσθηση με την παρουσία του σε μια εποχή όπου η Σχολή του Μονάχου παρέδιδε την θέση της στην ανερχόμενη μοντέρνα ζωγραφική του Μαλέα και του Παρθένη και στις γοητευτικές προτάσεις του Παρισιού. Συνεπής στις αξίες του εθνικού παρελθόντος παρόλη την επαφή και παραμονή του για χρόνια στο Παρίσι εξέφρασε μέσα από το έργο του την ορθόδοξη πίστη αλλά και την τραγωδία της Μικρασίας.
Το ταξίδι του στο Άγιον Όρος προλείανε τον δρόμο του προς την Βυζαντινή ζωγραφική. Ήρθε σε ουσιαστικότερη επαφή με την εκκλησιαστική Ζωγραφική και κυρίως με τη μεταβυζαντινή τέχνη της Κρητικής Σχολής. Στο Άγιον Όρος μελέτησε και αντέγραψε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες κυρίως του 16ου αι., του Θεοφάνη και του Φράγκου Κατελάνου. Τα έργα του αυτά τα εξέθεσε στη Μυτιλήνη μαζί με το Μαλέα.
Υπήρξε επιφυλακτικός στα μεγάλα έργα της Μακεδονικής Σχολής ενώ τον γοήτευσε ξεκάθαρα η Κρητική Σχολή Ζωγραφικής. Μάλιστα δούλεψε σαν συντηρητής σε τοιχογραφίες της βυζαντινής εποχής, ενώ εργάστηκε και στην Περίβλεπτο του Μυστρά, το προδρομικό αυτό έργο της Κρητικής Σχολής. Δάσκαλοι του ο Θεοφάνης της Λαύρας, και από κοντά ο Κατελάνος αλλά και άλλοι Κρητικοί. Σαν συντηρητής εργάστηκε επίσης σε διάφορες βυζαντινές εκκλησίες και Μουσεία: στο Βυζαντινό Μουσείο 1931-32, στο Μουσείο Καΐρου 1935, το Μουσείο της Κέρκυρας.
Δυστυχώς δεν διασώζονται πολλά έργα του σήμερα. Διασώζεται όμως ίσως το σημαντικότερο έργο του σε κοσμική ζωγραφική, οι τοιχογραφίες στο Δημαρχιακό Μέγαρο των Αθηνών. Στο Δημαρχείο λοιπόν φιλοτέχνησε τέσσερις συνθέσεις στις δυο αίθουσες του ισογείου, ζωφόρους, μέσα στην λευκή ορθομαρμάρωση. Άντλησε τα θέματά του κυρίως από την ιστορία της Αθήνας.
Χώρισε τους τοίχους σε δύο ζώνες, στην επάνω ζωγράφισε ολόσωμους τους κυριότερους ήρωες του Ελληνισμού από τους μυθικούς χρόνους μέχρι την Επανάσταση του 1821. Οι μορφές αρχαίων ηρώων και ημιθέων βρίσκονται δίπλα σε εκείνες των Αγίων, όπως ο Ιωάννης, ο Χρυσόστομος ή ο ποιητής Σολωμός. Στη χαμηλότερη ζώνη απεικονίζονται σκηνές μαχών από διάφορες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας. Ωστόσο οι τοιχογραφίες της οικίας του που απεικόνιζαν και την οικογένεια του σώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον γιατρό Διονύσιο Ίκκο. Σώθηκαν επίσης κάποιοι πίνακες με αρχαία θέματα όπως ο Λαοκόων στη Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών.
Κυρίαρχη στην δουλειά του ήταν η Βυζαντινή Παράδοση, με τις στενές φόρμες, τη μικρή σχετικά κλίμακα, το χαρακτηριστικό αυστηρό περίγραμμα, αλλά κυρίως εκείνα τα συγκρατημένα γεώδη, καστανά και μουντά μπλέ χρώματα σε μια θαυμαστή όμως αρμονία. Την χρωματική παλέτα συμπληρώνει η μετρημένη και ισόρροπη σύνθεση. Όμως παρουσιάζει κάποιες διαφοροποιήσεις στις συνθέσεις του. Οι μυθικοί ήρωες με την άριστη ανατομία και τα ροδαλά μάγουλα παραπέμπουν σε πρότυπα της τέχνης της Πομπηίας, ενώ στις προσωποποιήσεις των πόλεων κυριαρχεί η επιπεδική σύνθεση των σεμνών γυναικών. Στο Γραφείο του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου ακολουθεί πιο πιστά την δισδιάστατη οπτική της Βυζαντινής παράδοσης. Ο Μικρασιάτικης καταγωγής Κόντογλου αντιμετώπιζε την παράδοση ως φυσική συνέχεια της ζωής.
Τον διέκριναν η απολυτότητα και το πάθος του πρωτοπόρου. Είχε επίσης την ευλογία να διαθέτει και την δεινότητα του γραπτού λόγου, που συνεπικούρησε στην αποστολή του. Στο Εργαστήρι του φοίτησαν: Ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, που αργότερα χάραξαν την δική τους λαμπρή πορεία στην Τέχνη. Ο Κόντογλου υπήρξε παράλληλα ένας δεινός αλλά και ενσυνείδητος αγιογράφος με πλήρη επίγνωση και σταθερή, διαχρονική οπτική των θεμάτων μέσα από το πρίσμα της Βυζαντινής παράδοσης. Χρησιμοποίησε περισσότερο σκουρόχρωμους τόνους τόσο στο πρόσωπο όσο και στα χέρια, ενώ τα ενδύματα και αυτά τα φιλοτεχνεί με ήσυχους τόνους σε απόλυτη αρμονία με το υπόλοιπο χρωματικό σύνολο.
Χαρακτηριστικά έργα του αποτελούν οι εικόνες του Τέμπλου του Αγ. Νικολάου Πατησίων του 1947, αλλά και η εικόνα των Τριών Ιεραρχών στην Καπνικαρέα του 1934 κ.ά. Στις εκκλησίες βέβαια είναι αρκετά δύσκολη η διάκριση του δικού του αμιγώς έργου από εκείνου των μαθητών του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι, που φιλοτεχνήθηκε από το Φ. Κόντογλου και το μαθητή του Τερζή το 1946.
Στις τοιχογραφίες της δεκαετίας του 1950 περίπου Καπνικαρέα, Άγ. Γεώργιος Κυψέλης, Άγ. Νικόλαος Πατησίων, τα σημαντικότερα τμήματα είναι εκείνα όπου ο ζωγράφος ακολουθεί τα κρητικά πρότυπα. Ενδιαφέρον δείγμα αποτελούν οι τοιχογραφημένες εικόνες του κτιστού τέμπλου του Αγ. Χαραλάμπους Πολυγώνου, ζωγραφισμένες το 1955.
Το αυτοκινητιστικό ατύχημα που βίωσε με την σύζυγό του ήταν καταλυτικό για την εδραίωση των θέσεών του. Έγραψε: «Δεν πιστεύω κανένας άλλος λαός να νιώθει τόση αγάπη και συμπόνια». «Καλή φυλή, βλογημένη φυλή, μ’ όλα τα κουσούρια που της φορτώνουμε». Ο Κόντογλου ενδιαφέρθηκε για την συνέχιση της παράδοσης, την αυθεντικότητα της ελληνικής έκφρασης, ενώ καθοριστική κρίνεται η συμβολή του στη διαμόρφωση της νεότερης εκκλησιαστικής ζωγραφικής.
*Η Δρ. Μαράη Γεωργούση είναι π. Διδάσκουσα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και Ιστορικός τέχνης