Site icon Artviews

Φρανθίσκο Γκόγια: Ένας λαμπρός ζωγράφος που βίωνε το «σκοτάδι»

Γκόγια

Γράφει ο Σωτήρης Χάιδας

Ο Φρανθίσκο Γκόγια (1746 – 1828), υπήρξε διαρρήδην ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους που κρατήσαν τον θαυματουργό χρωστήρα και απερίφραστα ο σπουδαιότερος της εποχής του, με ένα εύρωστο καλλιτεχνικό έργο να τον τοποθετεί ως έναν από τους πρώτους επονομαζόμενους «μοντέρνους». Παρότι φημισμένος και ξακουστός στην χώρα του, η διασυνορικότητα του έργου του στην Ευρώπη εξαπλώθηκε κυρίως μετά τον θάνατό του, ενώ εκτιμήθηκε η συνολική προσφορά του ταλέντου του από μεταγενέστερους ζωγράφους και εκφραστές διαφορετικών ρευμάτων, όπως εκείνο του ρομαντισμού. Προικισμένος με φαντασία και ακραιφνή πρωτοπορία ήταν μαέστρος στον συνδυασμό των χρωμάτων και των σκιών και άσκησε -μεταξύ άλλων- την τεχνική της ακουατίντας.

Ξεκίνησε παιδιόθεν την ενασχόλησή του με την ζωγραφική και αργότερα μαθήτευσε στον ζωγράφο Φρανσκίσκο Μπαγιέ. Οι πρώτες του καλλιτεχνικές παραγγελίες άπτονταν θρησκευτικών θεμάτων προοριζόμενες να φιλοξενηθούν σε καθεδρικούς ναούς και εκκλησίες της Σαραγόσα. Τα πρώιμα έργα του διαπνέονταν από την τεχνοτροπία του ροκοκό, όπου διάπυρα χρώματα κατέκλυζαν τα πορτρέτα και τους ναούς με πιο εκλεπτυσμένα στοιχεία και αλέγρο στυλ από το μπαρόκ. Μελέτησε τον Ρεμπράντ και ελκύστηκε από τα υπερκόσμια και μυθολογικά στοιχεία αλλά και την χρήση του σωστού φωτός.

Ο Γκόγια δεν έδειχνε κανένα οίκτο στον τρόπο που παρουσίαζε τις προσωπογραφίες του, φιλοτεχνώντας τες με εντυπωσιακά χρωματιστά, μεταξωτά υφάσματα και λαμπερά χρυσαφικά αλλά απογυμνωμένες και άφεγγες ηθικά, αναδεικνύοντας την κενοδοξία και απληστία των πελατών που αναλάμβανε να απεικονίσει (κυρίως από την βασιλική Αυλή της Ισπανίας) και αποδεικνύοντας το σαρδόνιο χιούμορ του αλλά και την τόλμη του να ρισκάρει ακόμα και την καριέρα του. Όσον αφορά τα χαρακτικά του, οιστρηλατόταν από τον κόσμο της φαντασίας, της μυθολογίας και των φαντασμάτων, αντίκρυ στους περισσότερους εικονογράφους που εμπνέονταν από γνωστές και δοκιμασμένες ιστορικές ή ηθογραφικές θεματικές. Έτσι, η ζωγραφικη του έξη δεν βρισκόταν σε παράλληλη τροχιά με τους υπόλοιπους καθώς αποτολμούσε να διαφοροποιηθεί κομίζοντας μια νέα προοπτική που δεν χαιδεύει αυτιά και δεν χαρίζεται σε κανέναν μαικήνα, προκειμένου να αξιοποιήσει στο μέγιστο την ελευθερία του πινέλου του.

“Ο Βασιλιάς Φερδινάνδος Ζ’ της Ισπανίας”

Ευνοούμενος της ισπανικής αυλής, είχε προαχθεί σε μόνιμο ζωγράφο και απολάμβανε την φήμη και την εκτίμηση από όλους για το μοναδικό του ταλέντο να ζωγραφίζει προσωπογραφίες με απαράμιλλη ζωντάνια, χρωματική φαντασμαγορία αλλά και ακρίβεια στα πρόσωπα. Ένας από τους πιο πολύκροτους πίνακες  που προκάλεσαν αναβρασμό άνευ προηγουμένου εξαιτίας του οποίου μάλιστα κινδύνευσε η ίδια του η ζωή, ήταν μια ελαιογραφία σε μουσαμά γνωστή ως «Η γυμνή μάχα» (1797-1800,) για την οποία παραπέμφθηκε στην Ιερά Εξέταση προκειμένου να απολογηθεί για την προκλητικότητα που παρουσίασε το γυμνό σωμα και την ωμότητα που εξέπεμπε αυτός ο πίνακας. Χάρη στις γνωριμίες του και τον σημαίνοντα ρόλο που είχε ως φτασμένος καλλιτέχνης, του δόθηκε χάρη παρόλο που από εκείνο το γεγονός και έπειτα άρχισαν να παρακολουθούνται στενά οι κινήσεις του, μολονότι ο Γκόγια ήταν πλέον 70 χρονών.

“Η γυμνή μάχα”

Πολλά του έργα που έλαβαν χώρα σε μια πολυκύμαντη περίοδο της ζωής του όπου δημιούργησε τους λεγόμενους «μαύρους πίνακες», αφορμώνται από προσωπικούς εφιάλτες του καλλιτέχνη ως απόρροια της βίας και της καταπίεσης που είχε ως βίωμα στην χώρα του, την Ισπανία, με απόκοσμα πλάσματα να μονοπωλούν τους πίνακες πρωταγωνιστώντας στα έργα του με την τεχνική της οξυγραφίας, συμβολίζοντας την ασχήμια και τη βαρβαρότητα του πολέμου σαν να βγήκαν κατευθείαν από τις πιο αμπαρωμένες, περιάλγουσες σκέψεις του. Η αποτύπωσή τους στο χαρτί ήταν δηλωτική της ανάγκης του να απελευθερώσει αλληγορικά τον ζόφο που κουβαλούσε μέσα του και του έτρωγε τα σωθικά. Αποτέλεσμα αυτής της ανάγκης του να εξωτερικεύσει το αντιπολεμικό του φρόνημα, ήταν πίνακες όπως «Ο Γίγαντας», «Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του» κ.α.

“Ο Γίγαντας”

Δεν δίστασε δε και να παράγει ένα αμιγώς αντιπολεμικό έργο παρουσιάζοντας πίνακες που απεικόνιζαν εχθροπραξίες και μάχες κυρίως από την εμπειρία του και τις ταραχές που λάμβαναν χώρα εκείνη την θορυβώδη περίοδο (Γαλλική Επανάσταση, Ναπολεόντιοι πόλεμοι), στο οποίο κρατούσε μια σκεπτικιστικά ουδέτερη στάση όσον αφορά την Γαλλική Επανάσταση, την εξέλιξη και τον εκφυλισμό των επαναστατών στην συνέχεια, καθότι ο ίδιος όντας ένθερμος διαφωτιστής πέρασε διάφορες φάσεις και άρχισε να απογοητεύεται από την μετέπειτα διαβρωτική συμπεριφορά των επαναστατών. Έτσι αποτραβήχτηκε συναισθηματικά και αξιολόγησε πιο νηφάλια τα δεδομένα αμβλύνοντας την αρχική του θέση.

“Η 3η Μαίου του 1808”

Ο Γκόγια ήταν ένας από τους αρχηγέτες του μοντερνισμού μολονότι η κατηγοριοποίησή του σε αυτό το ρεύμα προέκυψε μετά το θάνατο του. Η πειραματική του φύση, η πρωτοτυπία και καινοτομία στην απεικόνιση και η αποχή από την εμμονική προσκόλληση στην λεπτομέρεια και τους «κανόνες», καθώς και η αποδόμηση των επιμέρους στοιχείων και η επαναδιατύπωσή τους με μια νέα οπτική, ενίσχυαν την πεποίθηση ότι ήταν ένας μοντερνιστής ζωγράφος με ρηξικέλευθες ιδέες που σεβόμενος τις διδαχές του παρελθόντος θέλησε να αναδημιουργήσει και να μην τοποθετήσει στεγάνα -συνειδητα ή ασυνείδητα- στα έργα του.

Exit mobile version