Γράφει η Λιάνα Ζωζά
Ο Gerhard Richter γεννήθηκε το 1932, στην Δρέσδη και στη συνέχεια μεγάλωσε στην ύπαιθρο (Upper Lusatian), όπου ο πατέρας του εργαζόταν σαν δάσκαλος του χωριού. Η μητέρα του Hildegard, η οποία τον απέκτησε στην ηλικία των 25 χρόνων, καταγόταν από μουσική οικογένεια μιας και ο πατέρας της ήταν ένας χαρισματικός πιανίστας. Η ίδια μέσα από την εκπαίδευσή της σαν βιβλιοπώλης ανακάλυψε το πάθος της για τη λογοτεχνία και τη μουσική.
Αν και οι κοινωνικοπολιτικές αναταραχές της εποχής ήταν ιδιαίτερα έντονες, η οικογένεια Richter προσπάθησε να μην εμπλακεί πολιτικά, πράγμα στο οποίο βοήθησε και η διαμονή τους στην ύπαιθρο. Τελικά, ο πατέρας του Richter, σαν δάσκαλος, αναγκάστηκε να γίνει μέλος του Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ ο ίδιος το 1942, εισήχθη στο Deutsches Jungvolk, αλλά δεν έγινε ποτέ επίσημο μέλος της Νεολαίας του Χίτλερ, λόγω του νεαρού της ηλικίας του.
Το 1950, κάνει αίτηση για να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δρέσδης, που απορρίπτεται σαν “πάρα πολύ αστική”… “too bourgeois” ήταν η απάντηση. Τον δέχονται όμως το επόμενο χρόνο και ξεκινά τις σπουδές του στις καλές τέχνες με δασκάλους τους Karl von Appen, Heinz Lohmar (de) και Will Grohmann.
Το 1961, δύο μήνες πριν από το χτίσιμο του Τοίχους του Βερολίνου, δραπετεύει από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία. Το 1971 επιστέφει στο Düsseldorf και διδάσκει στο Kunstakademie Düsseldorf για περισσότερα από 15 χρόνια. Το 1983 εγκαθίσταται στην Κολωνία, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα.
Λάτρης της ρουτίνας!
Αν και παντρεύτηκε τρεις φορές, όχι μόνο του αρέσει η ήρεμη ρουτίνα της καθημερινότητας, αλλά την επιδιώκει κιόλας αν αληθεύει η μικρή ιστορία που περιγράφει την κάθε, σχεδόν πανομοιότυπη, ημέρα του Gerard Richter, εδώ και πολλά χρόνια. Λέγεται πως κάθε πρωί ξυπνά στις 6:15. Αφού ετοιμάζει πρωινό για την οικογένεια του, πηγαίνει στο στούντιο του μέχρι το μεσημεριανό. Το μενού είναι πάντα το ίδιο: γιαούρτι, ντομάτες, ψωμί, λάδι και τσάι. Στη συνέχεια επιστρέφει στη δουλειά του μέχρι να έρθει η ώρα για το βραδινό.
Ο Gerhard Richter κατέχει ακριβοδίκαια τη θέση του στην ιστορία της τέχνης τόσο μέσα από το έργο του όσο και από την μακρόχρονη πορεία του στη σύγχρονη τέχνη, που του δίνουν δικαιωματικά τον τίτλο ενός από τους σπουδαιότερους εν ζωή ζωγράφους. Ξεκινώντας την καλλιτεχνική του πορεία, με εργαλείο του, τον φωτογραφικό ρεαλισμό σε όλα του τα θέματα, περνά στη συνέχεια στην αφαίρεση παίζοντας με εικόνες ασαφείς και λιγότερο αντικειμενικές, θέλοντας να διερευνήσει την οπτική και την αντίληψη πάνω στην αλήθεια του θέματος.
Το προσωπικό και αναγνωρίσιμο ύφος που διαμόρφωσε μέσα από τη μελέτη σημαντικών κινημάτων και τάσεων της σύγχρονης ευρωπαϊκής και αμερικάνικης τέχνης, προκύπτει από την επεξεργασία πολλών καλλιτεχνικών και φιλοσοφικών ιδεών σε συνδυασμό με τη σκεπτικιστική στάση του απέναντί τους. Ο ίδιος σχολιάζει το αποτέλεσμα σαν: “προϊόν της θέλησης και του τυχαίου”.
Το ζωγραφικό του παιχνίδι είτε ρεαλιστικό σε συμβατικά μεγέθη πινάκων, είτε σε πλήρη αφαίρεση και τεράστια μεγέθη είναι σίγουρα από τα πιο γοητευτικά που θα μπορούσε ποτέ να επιθυμήσει καλλιτέχνης. Ο ίδιος χαμηλών τόνων, λιγομίλητος και επιλεκτικός στις συναναστροφές και τις δηλώσεις του, μιλά για το έργο του: “Μου αρέσει ό,τι δεν έχει στυλ: τα λεξικά, οι φωτογραφίες, η φύση, εγώ και οι πίνακες μου”.
«Χορός» εκατομμυρίων
Τα έργα του έχουν εκτεθεί στα μεγαλύτερα Μουσεία του κόσμου και θεωρείται ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους ζωγράφους μιας και οι τιμές πώλησης των έργων του στις δημοπρασίες αγγίζουν κάθε φορά τα κάποια εκατομμύρια ευρώ, με τον ίδιο να σχολιάζει το θέμα: “είναι τόσο παράλογο, όσο και η τραπεζική κρίση” και συνεχίζει λέγοντας πως δεν θα έδινε χρήματα για την αγορά έργων τέχνης και πηγαίνει στα μουσεία για να τα θαυμάσει.
Ο Γερμανός εικαστικός δηλώνοντας υπέρμαχος του να μπορεί το ευρύ κοινό να αποκτήσει τα έργα του, κρατάει χαμηλές τις τιμές πώλησής τους, πράγμα βέβαια που ανατρέπεται ριζικά με τις αστρονομικές τιμές που αυτά αποκτούν με την πώληση τους μέσα από τις δημοπρασίες. Μια από τις δράσεις του για να υποστηρίξει την άποψή του αυτή, ήταν το να μοιράζει τα έργα του σε φωτοτυπίες στη έκθεσή του στην Tate Modern το 2011.
Τον Οκτώβριο του 2012, το έργο του Abstraktes Bild, 1994, πουλήθηκε σε δημοπρασία από τον οίκο Sotheby’s, αντί 26,3 εκατομμυρίων ευρώ, που είναι το υψηλότερο ποσό που έχει δοθεί ποτέ για πίνακα του συγκεκριμένου ζωγράφου και τον κατατάσσει αρκετά ψηλά στη λίστα με τα πιο ακριβοπληρωμένα έργα. Το έργο ανήκε στη συλλογή του κιθαρίστα Έρικ Κλάπτον.
Και επειδή τα ακριβοπληρωμένα έργα στις δημοπρασίες είναι αγαπημένο θέμα ακόμη και ανάμεσα στους καλλιτέχνες, ένας άλλος διάσημος ζωγράφος που κατέχει και αυτός μια ανάλογη θέση, λόγω των σημαντικών ποσών που δίνονται για την απόκτηση των έργων του και δεν είναι άλλος από τον David Hockney, απασχόλησε για άλλη μια φορά τα media με μία από τις καυστικές δηλώσεις του. Μιλώντας, για τον διάσημο εικαστικό Gerhard Richter δήλωσε: “Ζωγραφίζει πάντα το ίδιο πράγμα με το σφουγγάρι. Αυτό είναι εντάξει, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι το εξαιρετικό έχει!”.