Συνέντευξη του καλλιτέχνη Γιάννη Αδαμάκη στην Δρ. Ιστορίας της Τέχνης Μαράη Γεωργούση
Η νοσταλγική, λυρική περιρρέουσα ατμόσφαιρα των έργων του Γιάννη Αδαμάκη μας μεταφέρει σ’ έναν μαγικό σχεδόν παραμυθένιο κόσμο, που όμως φέρνει στην επιφάνεια το βαθύτερο νόημα της εκάστοτε σύνθεσης. Ο καλλιτέχνης είναι ευφυής, σεμνός, όπως όλοι οι ταλαντούχοι δημιουργοί, πιστός στις αρχές και στην τέχνη του, ενώ κουβαλά την παλιά στόφα της ντομπροσύνης του Πειραιά, που τον καθιστά συχνά και την «ψυχή» της παρέας.
–Η Δημιουργία σύμφωνα με τον Μπερντιάεφ Ν. αποτελεί την πορεία της ανυπαρξίας προς την ύπαρξη δια μέσου της ελευθερίας. Εμπεριέχει όμως και δυσκολίες. Σ’ εσάς η ανάγκη έκφρασης και δημιουργίας είναι καθημερινή διαδικασία;
«Δεν έχω σοβαρά καταλήξει στο ποια αναγκαιότητα οδήγησε τις επιλογές μου. Μπορεί και να μην θέλω να κοιτάξω πίσω. Σήμερα πάντως είναι για μένα μια καθημερινή πρακτική. Χωρίς να θέλω να την υποβαθμίσω, θα έλεγα πως παίζω με πινέλα και χρώματα».
–Παρατηρώντας τα έργα σας βλέπουμε σε αρκετά από αυτά την εμφάνιση συμβόλων με συγκινησιακό φορτίο, όπως το καράβι. Από πού αντλείτε την θεματολογία σας;
«Η θεματολογία μου είναι στην ουσία μια αφήγηση μνήμης. Η μνήμη μας ορίζει αυτό που είμαστε. Θα μπορούσα να σας αναφέρω πολλά πράγματα που συγκρότησαν την υπόσταση μου, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έως σχετικά πρόσφατα. Πιστεύω Βέβαια πως όσο προχωρούμε στη ζωή μας τόσο αδυνατίζει η επιρροή τους στη διαμόρφωση της γενικότερης δράσης μας.
Με δυο λόγια θα έλεγα πως γεννήθηκα πριν 59 χρόνια στον Πειραιά. Κουβαλώ λοιπόν μέσα μου την ατμόσφαιρα μια λαϊκής γειτονιάς στην οποία, σε αντίθεση με σήμερα, λειτουργούσαν κανόνες και κώδικες δεοντολογίας που μερικές φορές έφταναν σε μια εμμονική υπερβολή».
–Προέρχεστε από οικογένεια ναυτικών, οι παιδικές μνήμες και τα αρώματα εκείνης της εποχής σας επηρέασαν;
«Ναι, έχω μια ναυτική καταγωγή που ξεκινάει από τον παππού μου και φτάνει στον πατέρα και τους θείους μου. Έτσι τα βιώματα μου είναι εξωτικές διηγήσεις, επιστροφές και αποχωρισμοί, γιαπωνέζικα παιχνίδια με μπαταρίες, το λιμάνι, τα πλοία που φεύγουν και έρχονται. Αυτά ζωγραφίζω με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο».
–Τα εγκάθετα μικρά στοιχεία που ενσωματώνετε στα έργα σας αποτελούν σαφείς αναφορές στη Βυζαντινή τέχνη, πως τα εμπνευστήκατε;
«Όλοι οι καλλιτέχνες έχουν τις επιρροές τους. Αυτές είναι απ’ τη μια βιωματικές κι απ’ την άλλη εικαστικές. Πρόκειται για δυο πράγματα που διαπλέκονται σε βαθμό που δύσκολα ξεχωρίζει κανείς το ένα από το άλλο. Οι δικές μου καταβολές είναι: τα κολάζ, η αφαίρεση, ο δικός μας Γιάννης Σπυρόπουλος, ο άγγλος Peter Blake, o αμερικανός Robert Raushenberg αλλά και ο ρώσος Nikolai Fechin. Η αφηγηματικότητα των κόμιξ, τα βυζαντινά εικονίσματα (συχνά στολισμένα με τάματα, λουλούδια και ευχές), οι πίνακες ανακοινώσεων, τα βλέμματα των δικών μου που με κοιτούν από τα κρεμασμένα κάδρα στον τοίχο».
–Έχετε πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή, η κάθε ενότητα των έργων σας μας οδηγεί και σε ένα διαφορετικό βιωματικό ταξίδι. Πως διαφοροποιήσατε τόσο τον τρόπο έκφρασής σας ξεκινώντας από την καθαρή αφαίρεση σε περισσότερο παραστατικά έργα;
«Πάντα έκανα αυτό μου υποδείκνυε μια δική μου εσωτερική ανάγκη. Δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο, αλλά αυτό που πρέπει να πω είναι πως μεγαλώνοντας κανείς ωριμάζει και ο τρόπος που αφηγείται την ιστορία του. Τα υπόλοιπα είναι φορμαλισμός».
–Τα έργα σας συχνά εκτός από την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που δημιουργούν, συνθέτουν ένα θεατρικό παιχνίδι, παραπέμπουν σε προσμονές, υποσχέσεις… Για εσάς είναι ένα βιωματικό ταξίδι;
«Είναι ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα. Συχνά ανακαλύπτω σ΄αυτά μια εσωτερική ισορροπία και άλλες πάλι με μπερδεύει το απροσδόκητο στοιχείο που μπορεί κρύβουν».
–Ακόμα και στα κτιριακά σας έργα, που δεν είναι εμφανής άμεσα η ανθρώπινη ύπαρξη, αναγνωρίζεται κάθε προσπάθεια υπέρβασης μιας τετριμμένης πραγματικότητας. Είναι εν τέλει συνεχής η αναζήτηση της αλήθειας στις δουλειές σας;
«Δεν προσπαθώ να αποδώσω μιαν αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά να πω την δική μου υποκειμενική αλήθεια. Ο χρόνος αργότερα θα κατατάξει κάθε τι στη θέση που του πρέπει».
–Ως εξαιρετικός κολορίστας θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τον ρόλο του χρώματος στα έργα σας;
«Η αλήθεια είναι πως το χρώμα παλιότερα, με έχει απασχολήσει αρκετά σε πρακτικό αλλά και σε θεωρητικό επίπεδο. Τώρα όταν ζωγραφίζω προσπαθώ να απομονώσω ότι ξέρω και να αφεθώ σε μια ενστικτώδη προσέγγιση. Αυτό τουλάχιστον για μένα, έχει πιο πολύ πλάκα. Μια πλάκα που εντέλει οδηγεί σε ουσιαστικότερα αποτελέσματα».
–Πως δουλεύετε τα έργα σας, επεμβαίνετε στον ίδιο πίνακα πολλές φορές; Παρατηρείτε το φως την σκιά;
«Κάθε έργο που μένει στο εργαστήριο κινδυνεύει να ξαναπέσει στα χέρια μου και να συμπληρωθεί με πιο πρόσφατα βιώματα. Νομίζω πως μια παλιότερη προσέγγιση μπορεί να εξελιχθεί σε μια πληρέστερη καινούργια, από εικαστική αλλά και από ανεκδοτολογική άποψη. Αυτό δεν σημαίνει πως ξαναδουλεύω όλα τα έργα μου. Απλώς επεμβαίνω και πάλι σε εκείνα που μάλλον δεν μου αρέσουν ή σε εκείνα που έχουν προοπτικές να εξελιχθούν σε κάτι νέο.
Τώρα, η απόδοση του φωτός ή της σκιάς έχει κάποιο νόημα όταν ικανοποιεί την εσωτερική αναγκαιότητα κάθε τελάρου ξεχωριστά. Μ’ αυτή την έννοια παίζουν για μένα τον ίδιο ρόλο που παίζουν για κάθε άνθρωπο είτε είναι ζωγράφος είτε όχι. Μ’ αρέσει λοιπόν το φως που μπαίνει απ’ το παράθυρο ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Επιζητώ τη σκιά ενός δέντρου ένα καλοκαιρινό μεσημέρι και παράλληλα με γοητεύει ο ερωτισμός που εκπέμπει μια νυχτερινή βόλτα σε μια φωτισμένη πόλη».
Σας ευχαριστώ θερμά κ. Γ. Αδαμάκη.