Η Πινακοθήκη Κυκλάδων στη Σύρο εγκαινιάζει την Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020 την έκθεση του Γιώργου Γιώτσα, με τίτλο “Concrete Journeys”, σε επιμέλεια του γνωστού κριτικού τέχνης Dr. Μarek Bartelik.
Ο Γιώργος Γιωτσας παρουσιάζει 42 επιτοίχια γλυπτά μεσαίων και μεγάλων διαστάσεων, καθώς και μια εγκατάσταση από 20 μικρότερα γλυπτά που αποτελούν κατά τον ίδιο τον καλλιτέχνη, θραύσματα της υπαρκτής πραγματικότητας.
Στο κείμενο του Καταλόγου ο επιμελητής της έκθεσης Dr. Marek Bartelik γράφει :
Αποχρώσεις και σκιές, φωτιά και φως
ωκεάνια άβυσσος πορτοκαλί ονείρου
–Ε. Ε. Κάμμινγκς
Το βαρύ, τραχύ και σκληρυμένο τσιμέντο αποτελεί το κύριο υλικό για τα μεγάλα γλυπτικά ανάγλυφα του Γιώργου Γιώτσα που παρουσιάζονται σε αυτήν την έκθεση. Ωστόσο, για να τα δημιουργήσει, ο καλλιτέχνης ξεκινά με κονία, την οποία αναμιγνύει με νερό και, κατόπιν, τη συνδυάζει με πολυστυρένιο, μαρμαρόσκονη, χαρτοπολτό, ρητίνη, κόλλα, σίδερο, μικρές πέτρες και άμμο. Η δημιουργική διαδικασία που ακολουθεί είναι χρονοβόρα, καθώς περιλαμβάνει ανάπλαση, καύση, επικόλληση ρύπων (soiling) και χρωμάτων, ενώ συνάμα πρέπει να επιτραπεί στο έργο να «γεράσει» και να αλλοιωθεί επιτρέποντας στη φύση – βροχή ή ήλιο – να αφήσει το αποτύπωμά της στο έργο χωρίς τη βοήθεια του καλλιτέχνη.
Όμως δεν τελειώνει εδώ. Για να ολοκληρωθούν τα έργα του Γιώτσα, πρέπει να «ξεκουραστούν», κάποιες φορές να αποσυναρμολογηθούν, να ξαναχτιστούν και να αποκατασταθούν σαν να είχαν ανασκαφεί. Μόνο τότε ολοκληρώνεται το τελικό έργο τέχνης, με το αποτέλεσμα να φαίνεται τελειωμένο και λασπωμένο.
Πίσω από τις ακίνητες επιφάνειες με «τύρβη μορφών» του έργου του Γιώτσα υπάρχουν αναμνήσεις, τόσο αυθόρμητες όσο και αθέλητες.
Πρόκειται για προσωπικές ιστορίες από την παιδική και νεανική ηλικία του στην Ελλάδα, πατρίδα χιλιάδων νησιών, που είδε το «Ευρωπαϊκό οικονομικό θαύμα» της να εξανεμίζεται πριν από μια δεκαετία, αποκαλύπτοντας τις χαίνουσες τρύπες στους δρόμους της γενέτηράς του της Αθήνας, καθώς και άλλων ελληνικών πόλεων, σε πρωτοφανή βαθμό. Από μαθητής γυμνασίου αρχίζει να ταξιδεύει στο εξωτερικό, πηγαίνοντας αρχικά στο Ηνωμένο Βασίλειο στα μέσα της δεκαετίας του 1990, εμπλουτίζοντας την εμπειρία του και έχοντας την αίσθηση πως έχει αποκτήσει ένα προσωπικό ημερολόγιο σε ό,τι αφορά στην τέχνη του. Από εκείνο το ταξίδι στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει πλέον επισκεφτεί πολλά μέρη, ωστόσο φαίνεται πως κανένα από αυτά δεν τον σημάδεψε τόσο όσο τα ταξίδια του στο νησί της Νέας Υόρκης, το πρώτο εξ αυτών το 2016 και το τελευταίο το φθινόπωρο του 2019.
Η Νέα Υόρκη είναι μια μητρόπολη όπου το τσιμέντο παρέχει τα γερά θεμέλια αλλά και τη σταθερή στέγη. Τόσο το βάθρο του Αγάλματος της Ελευθερίας όσο και τμήματα της Γέφυρας του Μπρούκλιν κατασκευάστηκαν με φυσικό τσιμέντο. Είναι μια πόλη που σύμφωνα με την παροιμία «δεν κοιμάται ποτέ» – δυστυχώς ακόμη περισσότερο μετά το τόσο ισχυρό πλήγμα από την πανδημία του Covid-19.
Όπως πολλοί ταξιδιώτες πριν από αυτόν, ο Γιώτσα βρήκε τη Νέα Υόρκη γενναιόδωρα ανοιχτή στους ξένους, χαρίζοντάς του απόλυτη ανωνυμία. Και όπως πολλοί ταξιδιώτες, του έκανε εντύπωση η κακή κατάσταση των τοπικών υποδομών: δρόμοι, κτίρια, αεροδρόμια και γέφυρες. Ωστόσο, η παρατήρηση αυτή θέριεψε ξανά το ενδιαφέρον του για τη φευγαλέα πτυχή του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός μας, ο οποίος ήταν και ένας από τους λόγους για τους οποίους είχε αρχίσει να δημιουργεί τέχνη.
Βρισκόμενος σε αυτό το έντονα αστικό περιβάλλον (ένα είδος σύγχρονων ερειπίων) γεμάτο καθημερινά σημάδια του μετακαπιταλιστικού πολιτισμού μας, ο Γιώτσας επηρεάστηκε ιδιαίτερα από το ευπαθές, το εφήμερο και το συχνά θλιβερό: ένας σωρός σκουπιδιών, ένας κατεστραμμένος τοίχος καλυμμένος με γκράφιτι, ρωγμές στο πεζοδρόμιο, ένα σπίτι από χαρτόκουτα στο οποίο ζει ένας άστεγος.
Μια τέτοια πόλη έχει καλλιεργήσει τη φαντασία του με το μεταβαλλόμενο παλίμψηστο δημιουργίας και καταστροφής, πλούτου και δυστυχίας, δεκτικότητας και θλίψης όπως κανένας άλλος τόπος. Στην πραγματικότητα, ίσως να είναι η Νέα Υόρκη που πρόσθεσε τις αιχμηρές, σπασμένες άκρες στα ανάγλυφά του, τα οποία υπάρχουν εκεί μεταφορικά και φυσικά.
Πολλά από τα έργα του Γιώτσα βασίζονται σε φωτογραφίες που τράβηξε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του. Είναι τα στιγμιότυπα της υπαρκτής πραγματικότητας. Όταν τα χρησιμοποιεί στο στούντιο, συνήθως ξεκινάει εστιάζοντας σε μια λεπτομέρειά τους. Η διαδικασία μεγέθυνσης σε ένα μικρό σημείο μιας φωτογραφίας εστιάζει την προσοχή σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο και, ταυτόχρονα, δημιουργεί απόσταση από την αρχική εικόνα επιτρέποντάς του να αναφερθεί ακροθιγώς σε ευρύτερα θέματα.
Για παράδειγμα, μια τρύπα στο έδαφος είναι ένα σημάδι συγκεκριμένης φυσικής καταστροφής, αλλά επίσης φέρνει στον νου τη σκέψη που κρύβουν οι άνθρωποι ή που παγιδεύονται σε αυτήν. Ο σωρός σκουπιδιών στον δρόμο που αποτυπώθηκε στη φωτογραφία του μοιάζει με νεκρή φύση – τύπου Vanitas – η οποία μιλά για την αδηφάγο κατανάλωση και τις συνέπειές της. Το εγκαταλελειμμένο πλαστικό αποκαλύπτει την παρουσία απορριμμάτων που δεν μπορούμε να τα ξεφορτωθούμε ποτέ, μα και την εμμονή του χρόνου πέρα από την ύπαρξή μας. Υπάρχουν και άλλα ηδυπαθή αντικείμενα και υποκείμενα που του θυμίζουν την κοινωνική αδικία, τη φθορά και την ευδαιμονία. Όπως εμφατικά τονίζει, οι νωχελικές βόλτες του στη Νέα Υόρκη του επέτρεψαν να καταπιαστεί με ζητήματα που υπερβαίνουν τις αισθητικές ανησυχίες – από υπαρξιακές έως περιβαλλοντικές, από μυστικιστικές έως πολιτικές.
Στην πραγματικότητα, η επιθυμία αντιμετώπισης των μεγαλύτερων ανησυχιών είναι η αόρατη κόλλα που συνδέει το σύνολο του έργου του στην έκθεση αυτή, επιτρέποντάς του να εκφραστεί για τον κόσμο που ζούμε με έναν εξαιρετικά συναισθηματικό και ενστικτώδη τρόπο.
Όταν πραγματοποιώ τη δική μου ανασκαφή καθώς κοιτάζω την τέχνη αυτής της έκθεσης, η διαδικασία εργασίας του Γιώτσα μου θυμίζει bricolage. Η αρχική έννοιά του στα Γαλλικά σημαίνει αυτοσχεδιασμός σε οποιαδήποτε δραστηριότητα. Σημαίνει επίσης κατασκευή με χρήση ποικιλίας διαθέσιμων υλικών. Η λέξη απέκτησε πιο συγκεκριμένη σημασία όταν χρησιμοποιήθηκε από τον ανθρωπολόγο Κλοντ Λεβί-Στρος στο βιβλίο La Pensée sauvage (Άγρια Σκέψη), όπου σημαίνει «μυθολογική σκέψη» που οδηγεί κάποιον να επαναχρησιμοποιήσει διαθέσιμα υλικά για να δημιουργήσει νέα μοτίβα και να τα προικίσει με νέες έννοιες.
Αυτή η επαναχρησιμοποίηση είναι κυκλική, επαναλαμβανόμενη και διαλογιστική παρά γραμμική και λογική. Αποτελεί έναν τρόπο σκέψης που ο Στρουκτουραλιστής συνδέεται με το επιστημονικό μυαλό ενός μηχανικού, ο οποίος συνεχίζει θέτοντας έναν πρακτικό στόχο και υλοποιώντας τον. Χωρίς να υποκύψω πλήρως στον «θεωρητικισμό», θα μπορούσα να υποστηρίξω – όμοια με τους Gilles Deleuze και Félix Guattari – ότι ο bricoleur χρησιμοποιεί τη δημιουργική στρατηγική του «σχιζοφρενικού παραγωγού».
Φυσικά, στις μέρες μας θα μπορούσαμε επίσης να αναφερθούμε σε «bricolage κοινωνικών μέσων» και «bricolage ενημέρωσης», ακόμη και «bricolage κορωνοϊού», και να τα βλέπουμε ως ενδεικτικά του πώς αλληλεπιδρούμε και επικοινωνούμε. Όλα αυτά τα θέματα είναι εμφανή στο έργο του Γιώτσα.
Αλλά η «μυθολογική σκέψη» προηγείται ακόμη και των αρχαίων ερειπίων και ο Γιώτσας έχει πλήρη επίγνωση αυτού. Συνεπώς, το bricolage του υπερασπίζεται κυρίως την απόρριψη των εννοιών της προόδου και της μονιμότητας, επιλέγοντας την περιπέτεια και την αναποτελεσματικότητα.
Η δεύτερη ιδέα που έρχεται στο μυαλό μου όταν κοιτώ τα έργα του Γιώτσα είναι αυτό που εκπροσωπεί η σειρά «non-sites» (μη αξιοθέατα) του Robert Smithson, την οποία ο Αμερικανός καλλιτέχνης θεωρούσε «μνημεία αρχαιότητας» – φυσικά της δικής μας αρχαιότητας. Για να τα δημιουργήσει αυτά, ο Smithson συνέλεξε πετρώματα, χαλίκια και ορυκτά από ορυχεία και λατομεία και τα τοποθέτησε σε χαλύβδινα κουτιά τακτοποιημένα σε διαδοχικούς σχηματισμούς στο δάπεδο.
Αντιθέτως, τα «δοχεία» του Γιώτσα έχουν υποστεί μεγάλη επεξεργασία προτού φτάσουν στον εκθεσιακό χώρο, συνήθως ως έργα τοίχου. Πρόκειται για σημαντικές διαφορές.
Ωστόσο, ο Έλληνας καλλιτέχνης, όπως και ο Smithson, δίνει έμφαση στον εκτοπισμό από την αρχική τοποθεσία – στην πραγματικότητα διπλός εκτοπισμός: πρώτα ως φωτογραφικό αρχείο και δεύτερον ως καλλιτεχνικός μετασχηματισμός, στον οποίον τα πρωτότυπα υλικά αναλαμβάνουν τη λειτουργία ενός διπλού εαυτού (dopplegänger) που μοιάζει με τον πραγματικό, ωστόσο είναι τελείως ανεξάρτητος.
Θυμίζει το μυθιστόρημα Απελπισία του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, στο οποίο ο άστεγος «διπλός εαυτός» φαίνεται στην πραγματικότητα τόσο διαφορετικός από τον πλούσιο άνδρα που τον δολοφονεί για να υποκριθεί τον θάνατό του, ώστε οι δύο να μην μπορούν να μπερδευτούν, κι έτσι ο δολοφόνος συλλαμβάνεται γρήγορα.
Εφαρμόζοντας έναν παράλληλο δραματικό διαχωρισμό μεταξύ φύσης και πολιτισμού, ο Γιώτσας επικοινωνεί τη λαχτάρα (και τον πόθο) για άμεση επαφή με το ύστερο, και τις δυνάμεις πίσω από αυτό, από τις οποίες μας διαχωρίζουν όλο και περισσότερο τα σύγχρονα βιώματά μας.
Αν και οι φυσικές μορφές δεν είναι άμεσα εμφανείς στα έργα του Γιώτσα, η παρουσία τους είναι για μένα προφανής. Μερικά από τα έργα του θυμίζουν φυσικούς βράχους με πορτοκαλί οξείδωση και οργανική ανάπτυξη, τα οποία βρίσκονται σε αφθονία στην ελληνική ύπαιθρο. Και όπως και η φύση, η τέχνη του αναγεννάται συνεχώς. Στην πραγματικότητα, παρατηρώντας τα ανάγλυφά του θυμάμαι έναν σωρό από γιγαντιαίους ηφαιστειακούς βράχους που κρέμονται πάνω από τον κήπο του σπιτιού μου στο νησί της Αίγινας. Ο κάθετος σχηματισμός λίθων μοιάζει απειλητικός, σαν να πρόκειται να πέσει πάνω στο σπίτι μου στην Ελλάδα από στιγμή σε στιγμή. Ειδικά τώρα, μετά την ένταση που προκλήθηκε από τους «ανέμους» της πανδημίας Covid-19, καθιστώντας τον κόσμο εξαιρετικά ασταθή για μία ακόμη φορά. Ατενίζοντας το άγνωστο, ο σωρός ογκόλιθων πάνω από το σπίτι μου και τα έργα του Γιώτσα παρουσιάζουν τον ίδιο συνδυασμό ευπάθειας και δύναμης, ηδυπάθειας και ωμότητας, χαράς και θλίψης, εγγύτητας και απόστασης, ζωντάνιας και θανατικού, «πάρα πολύ» και «πολύ λίγο». Και, ταυτόχρονα, αψηφούν τις πολώσεις αυτές μέσα από αποχρώσεις και σκιές, ενώνοντας τη φωτιά με το φως.
Dr. Marek Bartelik
Αίγινα, Ιούνιος 2020
Ο Dr. Marek Bartelik είναι Επίτιμος Πρόεδρος της AICA International. Έχει διδάξει Ιστορία της τέχνης στο The Cooper Union for the Advancement of Art and Science, στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και στο MIT. Έχει γράψει κριτικά δοκίμια για διαφορετικούς καλλιτέχνες όπως οι Mark Rothko, Adja Yunkers, Ilya Kabakov, ORLAN, Anna-Bella Geiger, Cai Guo-Qiang και Krystiana Robb-Narbutt. Ζει στη Νέα Υόρκη και στην Αίγινα.
Shades and Shadows,
Fire and Light
an oceanic abyss of orange dream
–E.E. Cummings
Heavy, rough, and hardened cement serves as the primary material for Yorgos Giostas’s large sculptural reliefs presented in this show. But, in reality, to make them the artist begins with dust, which he mixes with water and, then, combines with Styrofoam, marble powder, paper pulp, resin, glue, iron, small stones, and sand. His creative process is time-consuming, involving resurfacing, burning, soiling, and painting over, as well as allowing the work to “age” and deteriorate by letting nature — rain or shine — act upon it without the artist’s assistance. This is not all. For Giostas’s works to be finished they must be put aside, sometimes dismantled, rebuilt, and reclaimed as if being excavated. Only then is the final artwork done, looking finished and muddied-up.
Behind the motionless surfaces with “turbulence of forms” of Giostas’s work reside memories, both voluntary and involuntary. These are the personal stories from his childhood and youth in Greece, a homeland of thousands of islands that saw its “E.U. economic miracle” end some ten years ago, exposing the gaping holes in the streets of his native Athens and other Greek towns as never before. Travels abroad, which he started as a high school student by going to the U.K. in the mid-1990s, have enriched his experience as well, and have given the feel of a private journal to his art. Since that UK trip he has visited many places, but it seems that none of them marked him as much as his trips to the island of New York City, the first of these in 2016, and the last in the fall of 2019.
New York is a metropolis where concrete provides stable ground underfoot and the roof overhead. Both the pedestal of the Statue of Liberty and parts of the Brooklyn Bridge were built with natural cement. It is a city that proverbially “never sleeps” — unfortunately even more so after the Covid-19 pandemic struck it with such force. Like many travelers before him, Giostas found New York generously open to strangers, while granting him complete anonymity. And like many travelers, he was also struck by the poor condition of the local infrastructure: roads, buildings, airports, and bridges. However, that observation only refueled his interest in the fleeting aspect of our physical and social environment, which had been one of the reasons that he had started to make art in the first place.
Finding himself in this intense urban environment (modern ruins of a sort) full of the imprints left daily by our post-capitalist civilization, Giostas was particularly driven toward those things that are perishable, ephemeral and often dreary: a pile of garbage, a damaged wall covered with graffiti, cracks in the sidewalk, a cardboard house in which a homeless person lives. Such a city has nourished his imagination with its shifting palimpsest of creation and destruction, richness and misery, openness, and sorrow as no other place had. In fact, it might be New York that added the sharp, broken edges to his reliefs, which are present there metaphorically and physically.
Many of Giostas’s works are based on photographs he took during his trips. They are the snapshots of actual reality. When using these in the studio, he usually begins by focusing on detail from one of them. The process of zooming in on a small area of a shot brings attention to a specific motif and, at the same time, creates a distance from the original image that allows him to allude to broader issues.
For example, a hole in the ground is a mark of specific physical damage but also brings to mind the thought of people hiding or trapped in it. The pile of garbage on the street captured in his photograph looks like a still life — of the Vanitas type, which speaks of gluttonous consumption and its consequences. The abandoned piece of plastic reveals the presence of waste that cannot be gotten rid of, ever, but also of the persistence of time beyond our existence. There are other sensual found objects and subjects that remind him of social injustice, corrosion, and bliss. As he emphatically points out, his saunters through New York have allowed him to tackle issues that go beyond aesthetic concerns — from existential to environmental, from mystic to political. If fact, the urge to address those larger concerns is the invisible glue that connects all of his work in this exhibition, allowing him to speak about the world we live in a highly emotional and visceral manner.
When I perform my own excavation while looking at the art in this show Giostas’s working process reminds me of bricolage. Its original French meaning denotes improvisation during any activity. It also means construction using a diverse range of materials on hand. The word took on a more specific significance when used by the anthropologist Claude Lévy-Strauss in La Pensée Sauvage (The Savage Mind), in which it means the “mythological thought” that leads one to reuse available materials to create new patterns and endow them with new meanings. Such reusing is circular, repetitive and meditative rather than linear and rational, a manner of thinking that the Structuralist associates with the scientific mind of an engineer, who proceeds by setting a practical goal and realizing it. Without completely succumbing to “theoretician,” I might argue — after Gilles Deleuze and Félix Guattari — that the bricoleur employs the creative strategy of the “schizophrenic producer.” Of course, nowadays we could also speak of “social media bricolage” and “information bricolage”, even “coronavirus bricolage”, and see them as indicative of the way we interact and communicate; and these issues resonate in Giostas’s work as well. But the “mythological thought” precedes even the ancient ruins and Giostas is fully aware of that fact. Thus, his bricolage stands above all for rejecting the notions of progress and permanence and choosing instead of adventure and inconclusiveness.
The second concept that comes to my mind when I look at Giostas’s works is one represented by Robert Smithson’s “non-sites” series, which the American artist thought of as “monuments of antiquity” — our antiquity, of course. To make these, Smithson collected rocks, gravel, and minerals from mines and quarries and placed them in steel boxes arranged in sequential formations on the floor. In contrast, Giostas’s “containers” are heavily worked upon before they reach the exhibition space, usually as wall pieces. Those are major differences. Yet the Greek artist, like Smithson, emphasizes displacement from the original site — double displacement, in fact: firstly as a photographic record, and secondly as an artistic transformation in which the original materials assume the function of a dopplegänger that resembles the real and yet is totally independent.
This is reminiscent of the situation in Vladimir Nabokov’s novel Despair, in which the homeless “double” in fact looks so different from the rich man who murders him to fake his own death that the two cannot be confused, and thus the murderer is quickly apprehended. Enacting a parallel dramatic split between nature and culture Giostas communicates yearning (and lust) for direct contact with the latter, and the forces behind it, which our modern experience increasingly separates us from.
Although natural forms are not directly featured in Giostas’s works, their presence is evident to me. Some of his pieces look like natural rocks with orange oxidation and organic growths, the type one finds in abundance in the Greek countryside. And like nature, his art constantly rebuilds itself. In fact, looking at his reliefs causes me to recall a pile of giant volcanic rocks hanging over the garden of my house in the island of Aegina. The vertical stone formation seems menacing as if it could tumble down on my Greek home below any minute, now of course with the new intensity triggered by the winds produced by the pandemic Covid-19, which makes the world terribly unstable again. Facing the unknown, the pile of boulders above my house and Giostas’s works display the same combination of vulnerability and strength, sensuality and brutality, joy and sorrow, closeness and distance, liveliness and deadness, “too much” and “too little.” And, at the same time, they defy those polarities by exposing shades and shadows, merging fire with light.
Dr. Marek Bartelik
Aegina, June 2020
Dr. Marek Bartelik is an Honorary President of AICA International. He has taught art history at The Cooper Union for the Advancement of Art and Science, Yale University, and MIT. He has written critical essays about such diverse artists as Mark Rothko, Adja Yunkers, Ilya Kabakov, ORLAN, Anna-Bella Geiger, Cai Guo-Qiang, and Krystiana Robb-Narbutt. He lives in New York and Aegina.
Fluvial deposition (2017), burned grey and white cement, resins and pigment, 45 x 50 cm
Erosion and deposition (2017), burned grey and white cement, resins and pigment, 51 x 44 cm
Grainy and ruined (2017), burned grey and white cement, resins and pigment, 40 x 63 cm
Transport and deposition (2017), burned grey and white cement, resins and pigment, 52 x 40 cm