Γιώργος Σταμπουλόπουλος: Μια ζωή σινεμά 

Συνέντευξη στη Ζέτα Τζιώτη   

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σταμπουλόπουλος ήταν πάντα μπροστά από την εποχή του. Δημιουργικός με κριτικό πνεύμα, επέλεγε θέματα που καυτηρίαζαν την τότε συντηρητική ελληνική κοινωνία.

Άνθρωπος που δεν φοβήθηκε ποτέ «να πέσει στα βαθιά», γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936. Από το 1956, και για μια δεκαετία, εργάστηκε ως α΄βοηθός σκηνοθέτη ή διευθυντής παραγωγής σε περισσότερες από πενήντα ελληνικές ταινίες ή ξένες παραγωγές που γυρίστηκαν στην Ελλάδα. Το γύρισμα της πρώτης του ταινίας μεγάλου μήκους, «Ανοιχτή Επιστολή», σημαδεύτηκε από την κήρυξη της δικτατορίας, τον Απρίλιο του 1967. Η ταινία, που έφτασε λαθραία στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο το 1968 και τιμήθηκε με το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI), απορρίφθηκε τον επόμενο χρόνο από τη χουντική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.  

Σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, απείχε από κάθε δημιουργική κινηματογραφική δραστηριότητα και ασχολήθηκε βιοποριστικά με την παραγωγή και τη σκηνοθεσία διαφημιστικών, γυρίζοντας πάνω από χίλια στο διάστημα 1968-1984. Την περίοδο 1980-1991 γύρισε τρεις ταινίες μεγάλου μήκους –«Και ξανά προς τη δόξα τραβά», «Προσοχή κίνδυνος!», «Δυο ήλιοι στον ουρανό»– και κάποιες τηλεταινίες για την κρατική και την ιδιωτική τηλεόραση. Ακολούθησε απουσία δεκαπέντε ετών και το 2006 γύρισε την τελευταία του ταινία, «Πανδώρα». 

Μετά από μια πολυτάραχη επαγγελματική διαδρομή, ανακηρύχτηκε Επίτιμο Μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου στις 17 Οκτωβρίου 2022.  

ο Γιώργος Σταμπουλόπουλος

-Γιώργο, πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με τον κινηματογράφο; 

-Στον μαγικό κόσμο του σινεμά μπήκα την άνοιξη του 1956, σαν “το παιδί που χτυπάει την κλακέτα”, χωρίς καμιά προηγούμενη εμπειρία ή εκπαίδευση πέρα από τρεις μήνες στη Σχολή Σταυράκου. Πρώτη ταινία που δούλεψα, ήταν μια κωμωδία με τίτλο «Τρεις τρελοί ντέντεκτιβ». Σκηνοθέτης ένας Έλληνας της διασποράς. Στη διάρκεια των γυρισμάτων η παραγωγή αποφασίζει να διώξει το σκηνοθέτη, ενώ λίγες μέρες μετά ο βοηθός σκηνοθέτη φεύγει για να παρουσιαστεί στον στρατό.  

Η ολοκλήρωση της ταινίας ανατίθεται τότε στον Νίκο Τσιφόρο, που όμως δεν έχει ιδέα για το τι έχει προηγηθεί σχετικά με το σενάριο, τους ηθοποιούς, τα γυρίσματα κλπ. Και ξαφνικά, όλα τα βλέμματα στρέφονται πάνω μου· ήμουν ο μόνος που ήξερε! Έτσι, με το “καλημέρα”, κι ύστερα από μια σειρά συμπτώσεων, πήρα το βάπτισμα του πυρός κι αναγορεύτηκα σε πρώτο βοηθό σκηνοθέτη! Κάπως έτσι άρχισε και το μεγάλο μου ταξίδι στο σινεμά. 

Από τότε, και για μια δεκαετία περίπου, δούλεψα σε δεκάδες ελληνικές και ξένες ταινίες, σαν πρώτος βοηθός σκηνοθέτη, και σήμερα πια που η ελληνική τηλεόραση προβάλλει ένα σωρό ταινίες της περιόδου 1950-1970, καλές και κακές, υπό τον παραπλανητικό τίτλο “ο καλός παλιός ελληνικός κινηματογράφος”, συχνά ακούω να μου λένε «είδαμε τ’ όνομά σου στους τίτλους της ταινίας Μανταλένα» ή στην «Αλίκη στο ναυτικό», στον «Άνθρωπο του τραίνου», στο «Στουρνάρα 288», στον «Κύριο Πτέραρχο» στο «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα και ο Κοντός» κ.ά. 

-Γνωρίζουμε ότι γυρίσατε την πρώτη σας ταινία «την Ανοιχτή Επιστολή» το 1967. Μιλήστε μας για το «βάπτισμα του πυρός»… 

-Η περίοδος από το 1956 ως το 1967 ‒παρά τις αντιξοότητες‒ χαρακτηρίζεται από μια πολιτιστική άνοιξη σε διάφορους καλλιτεχνικούς τομείς (μουσική, λογοτεχνία, ποίηση, εικαστικές τέχνες κ.λ.π.) εκτός από το σινεμά που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, διανύει την εποχή των χαζοχαρούμενων κωμωδιών, των δακρύβρεχτων μελό ή των τριτοκοσμικών μιούζικαλ, που γεμίζουν τα ταμεία των παραγωγών κι αναδεικνύουν διάφορους “σταρ”.  

Όμως αυτή την ίδια εποχή υπήρχαν κάποιοι νέοι, κι εγώ ανάμεσά τους, βοηθοί σκηνοθέτη οι πιο πολλοί, που αγαπούσαμε το σινεμά και θέλαμε, κάποια στιγμή, να κάνουμε ταινίες σαν αυτές που βλέπαμε στη «Λέσχη» της Αγλαΐας Μητροπούλου, στο Άστυ. Ώρες ολόκληρες οι συζητήσεις για τις ταινίες που είδαμε ‒και που οι πιο πολλές έγραψαν Ιστορία‒ με βόλτες απ’ το Σύνταγμα ως την Ομόνοια και πάλι πίσω, αναλύοντάς τες. 

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και μ’ αυτούς τους προβληματισμούς, το 1967 πήρα το ρίσκο να γυρίσω την πρώτη μου ταινία· την «Ανοιχτή Επιστολή», που για πολλούς είναι αυτή που άνοιξε την πόρτα στον “Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο”. 

«Ανοιχτή επιστολή» Νικηφόρος Νανέρης, Δήμητρα Ζέζα, Σπύρος Ολύμπιος

-Συναντήσατε πολλές δυσκολίες για να ολοκληρώσετε τα γυρίσματα της ταινίας, η οποία βραβεύτηκε με το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου Fipresci. 

-Για τις περιπέτειες αυτής της ταινίας έχω μιλήσει αρκετές φορές, κι εδώ νομίζω πως αρκούν κάποιες πληροφορίες. Με δανεικά από φίλους, την αμέριστη υποστήριξη της γυναίκας μου, της ζωγράφου Τζούλιας Ανδρειάδου, που εκτός των άλλων έκανε και το μακιγιάζ, και τη φιλική συμμετοχή του βραβευμένου με Oscar Διευθυντή Φωτογραφίας Walter Lassally, τον Μάρτιο του 1967 αρχίζουν τα γυρίσματα.  

Όλα πήγαιναν αρκετά καλά παρά τις δυσκολίες (κυρίως οικονομικές), ως την Παρασκευή 21 Απριλίου, όπου πριν φύγω για το γύρισμα μαθαίνω πως κηρύχθηκε Δικτατορία. Καταστροφή! Το δίλημμα μεγάλο: σταματάω τα γυρίσματα και πετάω ό,τι έχω κάνει ως εκείνη τη μέρα, ή συνεχίζω κι όπου πάει;  

Προτίμησα το δεύτερο. Έτσι άρχισε η μεγάλη περιπέτεια. Σκόρπια γυρίσματα, αρπαχτά, με τακτικές αντάρτικου και διαρκές κυνηγητό απ’ την αστυνομία. Το 1968 η ταινία βγαίνει λαθραία από την Ελλάδα και προβάλλεται στο Φεστιβάλ του Locarno, όπου και παίρνει το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου Fipresci. Τον επόμενο χρόνο υποβάλλεται στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Εκεί, η διορισμένη από τη χούντα προκριματική επιτροπή την απορρίπτει και αποκλείει τη συμμετοχή της σ’ αυτό. Από τότε έχω ανοιχτούς λογαριασμούς με τη Λογοκρισία, ανεξάρτητα από χούντα ή εκλεγμένες κυβερνήσεις.

«Και ξανά προς τη δόξα τραβά» Γιάννης Φλωρινιώτης, Βέρα Κρούσκα

-Για τους νέους η εποχή της Δικτατορίας είναι πολύ μακρινή. Μίλησέ μας για τις επαγγελματικές σου δραστηριότητες την εποχή εκείνη, καθώς και για την εποχή της Μεταπολίτευσης.  

-Σ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας απέχω από κάθε δημιουργική παρουσία, στο χώρο του κινηματογράφου -επιλογή που πλήρωσα ακριβά-, και κάνω διαφημιστικές ταινίες για λόγους βιοποριστικούς και κάλυψης των χρεών απ’ την ταινία.  

Με τη Μεταπολίτευση, νομίζοντας πως κάτι έχει αλλάξει, το 1979 υποβάλλω στη Γενική Γραμματεία Τύπου & Πληροφοριών (έτσι λέγονταν τότε το “υπουργείο λογοκρισίας”), ένα σενάριο με τίτλο «Νέμεσις», που απορρίπτεται για λόγους πολιτικούς. Άλλη μια διάψευση των προσδοκιών. Τίποτα δεν έχει αλλάξει.  

Στη δεκαετία που ακολούθησε, τη δεκαετία του ’80-’90, έκανα τρεις ταινίες. Μια σάτιρα με τίτλο «Και Ξανά προς τη Δόξα τραβά» (1980) με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Φλωρινιώτη, που πέθανε πρόσφατα, και συνσεναριογράφο τον καλό μου φίλο Γιάννη Κακουλίδη με το φοβερό χιούμορ του. Ταινία-χλεύη προς όλο αυτό το συνονθύλευμα νεόπλουτων και μεταχουντικού κατεστημένου. Ταινία που και σήμερα ακόμα, 43 χρόνια μετά, βρίσκει θαυμαστές στο Youtube, όπου και προβάλλεται.  

Το «Προσοχή Κίνδυνος» (1983), ταινία που θίγει θέματα ταμπού της ελληνικής κοινωνίας, όπως η αιμομιξία, και που προβλήθηκε πέρσι στη «Στέγη Ιδρύματος Ωνάση», αποδεικνύοντας, απ’ την υποδοχή, την αντοχή της στο χρόνο.  

Ακολουθούν εφτά χρόνια προεργασίας και μελέτης για την τέταρτη ταινία μου με τίτλο «Δυο Ήλιοι στον Ουρανό» (1991). Ταινία που, εκτός των άλλων, θέτει και το ερώτημα ‒που τελικά μου έγινε έμμονη ιδέα‒ το πως εμείς οι Έλληνες γίναμε Χριστιανοί. Αυτή η ταινία, που αναφέρεται στον 4ο μ.Χ. αιώνα και τη διαμάχη χριστιανισμού και αρχαίου κόσμου, είναι που πολεμήθηκε απ’ το κατεστημένο όσο καμιά άλλη· με αποτέλεσμα μια οικονομική ‒και όχι μόνο‒ καταστροφή. Παρ’ όλα αυτά η ταινία εξακολουθεί να έχει φανατικούς θαυμαστές, και σύντομα θα κυκλοφορήσει σε βιβλίο το σενάριό της. 

Χρειάστηκε να περάσουν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μέχρι να συνέλθω και να κάνω και την τελευταία μου ταινία «Πανδώρα» (2006). Έχουμε μπει πια στην εποχή της «αρπαχτής» (που προφητικά σατίριζα στο «Και Ξανά προς τη Δόξα τραβά») και της παντοδυναμίας της τηλεόρασης. Είναι η μόνη μου ταινία που την παραγωγή την είχε αναλάβει άλλος, που αποδείχθηκε, επιεικώς, ως ο πιο ακατάλληλος· κι έτσι η ταινία εξαφανίστηκε. 

«Πανδώρα» Γιάννης Στάνκογλου, Θεοδώρα Τζήμου

για ‘μένα το ζητούμενο ήταν, και είναι, να έχεις κάτι να πεις· γιατί αν δεν έχεις, καλύτερα να σωπαίνεις

-Ασχολείστε με τον ελληνικό κινηματογράφο από το 1956. Τι «γεύση» σας έχει αφήσει;  

-Από εκείνη την πρώτη επαφή μου με το σινεμά, το 1956, έχουν περάσει ως σήμερα (67) εξήντα επτά ολόκληρα χρόνια –μια ζωή δηλαδή– κι αν ήθελα να κάνω έναν πρόχειρο απολογισμό θα έλεγα πως, σε όλη αυτή τη διαδρομή, τα αρνητικά είναι μάλλον πιο πολλά απ’ τα θετικά. Θέμα επιλογών θα μου πει κανείς. Σωστά! Όπως θέμα επιλογών ήταν και το να κάνω αυτές τις ταινίες που έκανα, ή να έρχομαι διαρκώς σε σύγκρουση με διάφορες εκφάνσεις του κατεστημένου. 

Σ’ αυτό λοιπόν το πολυκύμαντο ταξίδι είδα και έζησα πολλά· κάποια ευχάριστα, άλλα δυσάρεστα, αρκετά ευτράπελα και κάποια θλιβερά. Γνώρισα ανθρώπους με σπουδαία προσωπικότητα κι έργο σημαντικό, όπως και άλλους συμπλεγματικούς, γλοιώδεις, μίζερους, μηχανορράφους και κακεντρεχείς, με έργο ασήμαντο ή και πολλές φορές ανύπαρκτο.  

Πάντως, αυτό που έχει σημασία για μένα, σήμερα, στα ογδόντα επτά μου χρόνια,  είναι πως δεν κορόιδεψα κανέναν, είπα αυτά που ήθελα να πω με εικόνες πάνω στο σελουλόϊντ, κι έμεινα όρθιος παρά τις δυσκολίες.  

Το αν οι ταινίες που έκανα αξίζουνε ή όχι, αυτό θα το κρίνει ο Χρόνος. Οι κριτικοί, αν και δεν ήμουνα ποτέ το αγαπημένο τους παιδί, υπήρξαν μάλλον θετικοί μαζί μου. Ο Χρόνος πάντως ήτανε αυτός που μού έδωσε και μια εξήγηση για τις ταινίες που έκανα˙γιατί αυτές και όχι κάποιες άλλες! Τελικά, φαίνεται πως κι εγώ ‒όπως και άλλοι καλλιτέχνες σ’ όλους τους χώρους‒ έκανα το ίδιο έργο σε παραλλαγές. Αλλάζουν οι μορφές αλλά η ουσία παραμένει η ίδια.  

Με απασχολεί, απ’ όσο εγώ μπορώ να κρίνω το έργο μου, η αποκάλυψη μιας αλήθειας, όποια κι αν είναι αυτή. Το αν οι απαντήσεις μου είναι πειστικές ή έτσι θέλω να πιστεύω, είναι ένα θέμα που θα κριθεί κι αυτό στην πάροδο του Χρόνου. Σίγουρα πάντως έχουν όλες τους μια χροιά “πολιτική” ‒με την ευρεία έννοια του όρου‒ αφού για ‘μένα το ζητούμενο ήταν, και είναι, να έχεις κάτι να πεις· γιατί αν δεν έχεις, καλύτερα να σωπαίνεις. 

«Προσοχή κίνδυνος» Τίτος Βανδής, Ανδρέας Βάϊος

-Μιλήστε μας για τους ανθρώπους που γνωρίσατε στο πλαίσιο της δουλειάς σας. 

-Βέβαια. Θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποιους από τους  ανθρώπους που γνώρισα στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, και που θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που έτυχε κάποτε να τους συναντήσω ή να συνεργαστώ μαζί τους.   

Ενδεικτικά αναφέρω τον Orson Welles, την Κατίνα Παξινού, τον Christopher Plummer, τον ηθοποιό Γιώργο Παππά, τον Γιάννη Τσαρούχη, την Ντένη Βαχλιώτη, τον Μάνο Χατζηδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη (με τον οποίο παραλίγο να συνεργαστούμε σε μια ταινία μου που δεν έγινε ποτέ χάρη στο φόβο των υπεύθυνων του Ελλ. Κέντρου Κινηματογράφου), τον φίλο μου Χριστόδουλο Χάλαρη, τον Μίμη Πλέσσα, τον Νίκο Μαμαγκάκη, την Αγλαΐα Μητροπούλου, την Ουγγαρέζα σκηνοθέτη Márta Mészáros, τον Αργεντινό σκηνοθέτη Fernando Solanas, την ιστορικό του κινηματογράφου Lotte Eisner, τον Γάλλο σκηνοθέτη Jean-Jacques Annaud, τον κριτικό της “Le Monde” Jean-Claude Buhrer, τον Rudolph Maté, τον Γιώργο Ζιάκα, αλλά και τους Νίκο Τσιφόρο και Αλέκο Σακελλάριο με το αξεπέραστο χιούμορ τους. Όμως η γνωριμία που εξελίχθηκε σε φιλία και διατηρήθηκε επί 57 χρόνια μετά τη «Μανταλένα» και μέχρι τον θάνατό του, στις 23 Οκτωβρίου 2017, είναι αυτή με τον Δ/ντή Φωτογραφίας Walter Lassally. 

-Κύριε Σταμπουλόπουλε, σας ευχαριστώ πολύ για την από καρδιάς συνομιλία μας. Τιμή μας που μοιραστήκατε την πορεία σας μαζί μας. 

-Ευχαριστώ και γω. 

Share this
Tags
Βανέσσα
Βανέσσα
Η Βανέσσα Πανοπούλου σπουδάζει στην Αρχιτεκτονική Χανίων και είναι υπεύθυνη για την επιμέλεια και την ροή άρθρων του ηλεκτρονικού μαγκαζίνο artviews. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την δημιουργική γραφή και την αφηρημένη εξπρεσιονιστική ζωγραφική με ακρυλικά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αυθεντικές όψεις της Μονμάρτης από τον Μορίς Ουτριλό

Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος, Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης.  Ο Μορίς Ουτριλό / Maurice Utrillo γεννήθηκε το 1883 στην Μονμάρτρη του Παρισιού. Ήταν ο γιος της...

Γιάννης Μετζικώφ: Το βλέμμα είναι η δύναμη μιας άηχης γλώσσας. Κανένας άνθρωπος δεν γλίτωσε από το βλέμμα του έρωτα και της αγάπης.

Γράφει η Μαργαρίτα Καρδαχάκη - Ιστορικός Τέχνης Επιμέλεια συνέντευξης: Ζέτα Τζιώτη  Με αφορμή τη νέα του έκθεση στην γκαλερί της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, το artviews συνάντησε τον...

Λορέττα Γαΐτη: Εάν δεν φροντίζεις το έργο ενός καλλιτέχνη είναι σαν να πεθαίνει για δεύτερη φορά

Γράφει η Μαργαρίτα Καρδαχάκη - Ιστορικός Τέχνης Επιμέλεια συνέντευξης: Ζέτα Τζιώτη  Πριν από μερικές ημέρες οι πόρτες της Γκαλερί Σκουφά άνοιξαν στην καρδιά του Κολωνακίου για...

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

More like this