Γράφει η Αιμιλία Φλώρου
Not a review…just my point of view
Ένα κείμενο βαθιά εξομολογητικό, και ταυτόχρονα απαιτητικό για να προσεγγιστεί ερμηνευτικά, επιλέγει να μεταφέρει στη σκηνή η Άννα Κοκκίνου. Ο “Αφανισμός” του Μπέρνχαρντ ξεγυμνώνει τον αφηγητή του απέναντι στις ρίζες του, με σκοπό τον εξορκισμό των “δαιμονικών” καταβολών του οι οποίες ακόμα και μετά την απομάκρυνση του από την πατρογονική γη, ως επιλογή πλέον, φαίνεται ότι τον καταδιώκουν. Για τον ήρωα του έργου η οικογένεια του οριοθετημένη από τις νόρμες της κοινωνικό-πολιτικής και θρησκευτικής επιβολής του ναζισμού και του καθολικισμού και το “υποκειμενικό” πρέπον της, λειτούργησε σαν μία θηλιά προσπάθειας “απαγχονισμού” του πνεύματος του και της αυτόβουλης εξέλιξής του.
Επιλέγει συνεπώς, ως απόρροια της εσωτερικής του θέλησης και της κατά τα έτη αφυπνιστικής συνδρομής του θείου του Γκέοργκ, την αυτοεξορία του στη Ρώμη όπου “ελεύθερος” πια από τα δεσμά και την απόρριψη των αυστριακών ισχυρών γαιοκτημόνων γονιών του πραγματώνει τις επιθυμίες του, τις έντονες πνευματικές αναζητήσεις του μακριά από το κτήμα Βόλφζεγκ.
Η στιγμή που λαμβάνει το τηλεγράφημα της είδησης του θανάτου των γονιών του και του αδελφού του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σηματοδοτεί και την έναρξη του έργου:
(Απόσπασμα από το βιβλίο) «…Μα είχα, φυσικά, συνείδηση του τι απαιτούσε τώρα από μένα ο θάνατος αυτών των τριών, τουλάχιστον στα χαρτιά πιο κοντινών μου ανθρώπων: όλη μου τη δύναμη, όλη την ισχύ της θέλησής μου. Η ηρεμία, με την οποία γέμιζα σιγά σιγά την τσάντα με τα απαραίτητα για το ταξίδι μου, παίρνοντας συγχρόνως υπόψη το άμεσο μέλλον μου, που το αναστάτωνε αυτό το αναμφίβολα φοβερό ατύχημα, μου προκάλεσε ανησυχία πολλή ώρα αφού είχα ετοιμάσει πάλι την τσάντα. Το ερώτημα αν αγαπούσα τους γονείς μου και τον αδελφό μου, στο οποίο είχα δώσει αμέσως την απάντηση φυσικά, παρέμενε όχι μόνο ουσιαστικά, μα και πραγματικά, αναπάντητο. Είχα ήδη από πολύ καιρό και με τους γονείς μου και με τον αδελφό μου μια λεγόμενη καλή, καίτοι τεταμένη, και κατά τα τελευταία χρόνια μόνο αδιάφορη σχέση. Ήθελα ήδη από πολύ καιρό να μην ξέρω τίποτε για το Βόλφζεγκ και συνεπώς γι’ αυτούς, αντιστρόφως κι αυτοί για μένα, αυτή είναι η αλήθεια.»
Ξεκινά ένας χείμαρρος ενδόμυχων σκέψεων που κατακρημνίζουν παγιωμένα ιδανικά όπως αυτό της μητρότητας, της οικογένειας και επεκτείνονται στα πολιτικό-θρησκευτικά “θέσφατα” μίας κοινωνίας, τόσο απογυμνωμένων, τόσο απροκάλυπτα σκληρών που ο αναγνώστης, εν προκειμένω ο θεατής, μένει εμβρόντητος από την ανελέητη εμφάνιση της αλήθειας τους. Σκοπός της ακανθώδους σχεδόν βιτριολικής εξομολόγησης του ήρωα για την υπόσταση των οικογενειακών του δεσμών η λύτρωση, η αποτίναξη των ενοχών, ο αφανισμός του οικογενειακού αρρωστημένου δεσμού-ζυγού ο οποίος συγκεντρώνεται σε μία έκφραση σημείο ορόσημο για το έργο:
«Ναι, αλλά δεν μπορώ να εξαφανίσω τους δικούς μου, επειδή το θέλω».
Η δήλωση αυτή του παρελθόντος η οποία ενείχε μία διάσταση επιθυμίας και ευχής παίρνει άλλη υπόσταση τώρα που οι γονείς δεν υπάρχουν…και εκεί έρχεται η ενοχή η οποία πρέπει να αφανιστεί, ο ήρωας να γυρίσει πίσω να αδειάσει από τα δεσμά του και να επανέλθει στο τώρα του εξαγνισμένος. Ο εξαγνισμός αυτός έρχεται από το στροβίλισμα των σκέψεων του, σκέψεις σκοτεινές, ανομολόγητες αιχμηρές, ασήκωτες πολλές φορές για το συμβατικό τρόπο σκέψης, ερωτοτροπούν, ακροβατούν με το δίπολο μίσους αγάπης αλλά υφολογικά κατευθύνονται προς την απέχθεια. Ο ήρωας αποφασισμένος πλέον να απελευθερωθεί, μέσω του οξύμωρου σχήματος ενός διαλεκτικού μονόλογου αφανίζει τις ρίζες του αποφασισμένος να πληρώσει το αυτοδίκαιο τίμημα του δικού του αφανισμού.
Το δύσκολο αυτό έργο επέλεξε να μετουσιώσει επί σκηνής η Άννα Κοκκίνου σε μία ερμηνεία που αδιαμφισβήτητα σε κάνει να καταλάβεις από την πρώτη ανάσα της ότι έχει καταστεί δεύτερη φύση της, καθώς η μεταφορά του στο θέατρο απαιτεί την απόλυτη εμβάθυνση σε κάθε λέξη του, κάθε φράση του. Η θεατρική της παρουσία από τις περιπτώσεις εκείνες που τα λόγια πρέπει να μένουν πίσω, αλλά σε όλο αυτό κάτι πρέπει να υπερτονιστεί, αυτό το ανεξήγητο σχεδόν υπερφυσικό που συμβαίνει σε αυτή την παράσταση.
Το σώμα, η έκφραση πρέπει να συνοδοιπορεί με το λόγο αλλά το πιο σημαντικό για να πάρει τη θέση που του αξίζει το έργο, είναι να συνοδοιπορεί με το μαγικό της ψυχής το οποίο δεν περιγράφεται ως ιδιότητα, ως χαρακτηριστικό. Αυτό το μαγικό της ψυχής ρέει παντού στη θεατρική σκηνή του θεάτρου Σφενδόνη. Η Άννα Κοκκίνου το εκπέμπει, δημιουργεί μια άλλη διάσταση αίσθησης κάτι πέρα από τα όσα ακούει και βλέπει ο θεατής. Η ενσάρκωση του ρόλου συγχέεται αριστουργηματικά με την πραγματικότητα. Η ερμηνεία τόσο ρεαλιστικά δυνατή που ο θεατής κατά τη διάρκεια της παράστασης συναντάει την έγχυση του πραγματικού μέσα στο φανταστικό και το αντίστροφο.
Στη μυσταγωγία αυτή με τη συνδρομή ενός απόλυτα ενσωματωμένου στην εξέλιξη του έργου φωτισμού που πάλλεται και μεταμορφώνεται σαν το συναίσθημα του αφηγητή, έρχεται η ανυπέρβλητη Χλόη Ομπολένσκυ να συμβάλλει τα μέγιστα με το επιβλητικής ομορφιάς και φυσικότητας σκηνικό. Σε τοπομεταφέρει στη Ρώμη στο εσωτερικό του “palazzo” του ήρωα, σε βάζει να κρυφοκοιτάξεις στο εσωτερικό του σπιτιού του αναδεικνύοντας ακόμα περισσότερο αυτό το μπέρδεμα μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού.
Τα φώτα έπεσαν…Οι θεατές με θέρμη ασταμάτητα χειροκροτούσαν. Έβλεπες να βάζουν τα χέρια στο σημείο της καρδιάς να σκύβουν διακριτικά το κεφάλι προς τη μεριά της κας Κοκκίνου γνέφοντας της ευχαριστώ για τη κατάθεση ψυχής δύο ωρών πάνω στο θεατρικό σανίδι. Κατά την έξοδο μου από το θέατρο αφού ήμουν στην κυριολεξία μαγεμένη από τον “Αφανισμό” είδα την κα Κοκκίνου και ένιωσα ορμώμενη από ευγενικά κίνητρα (..πώς σου προσφέρουν ένα πανέμορφο δώρο) την υποχρέωση να την ευχαριστήσω γιατί όπως της είπα έδωσε “ψυχή στο κείμενο”. Τότε πήρα την πιο όμορφη ταπεινή αλλά ταυτόχρονα ανταποκρινόμενη στην αλήθεια απάντηση “…μα το ίδιο το κείμενο έχει ψυχή”.
Τελικά η απόκριση αυτή έκρυβε όλη την ουσία αυτού που απλόχερα μας χάρισε η παρουσία της στη σκηνή…το κείμενο είναι το σώμα και έχει ψυχή αλλά η μεγαλοσύνη της ερμηνείας της κας Κοκκίνου του έδωσε φωνή και δημιούργησε δύο υπέροχα χέρια που μας αγκάλιασαν και μας κάνανε να αισθανθούμε μαγνητισμένοι κάθε πτυχή της ψυχής του…
Info παράστασης
Συντελεστές
Μετάφραση: Βασίλης Τομανάς
Δραματουργία: Μαρία Στεφανοπούλου, Νίκος Φλέσσας, Άννα Κοκκίνου
Σκηνοθεσία: Άννα Κοκκίνου
Μουσική: Νίκος Βελιώτης
Σκηνικό – Κουστούμια: Χλόη Ομπολένσκυ
Σχεδιασμός Φωτισμών: Τάσος Παλαιορούτας
Προβολές – Video Art: Αιμιλία Μπαλάσκα, Χρήστος Τόλης, Σπύρος Κωτσιόπουλος
Φωτογραφίες: Εβίτα Σκουρλέτη
Βοηθός σκηνοθέτη: Τάσος Κωλέτσης
Γραφιστικά – Δημιουργία αφίσας: Γιάννης Καρλόπουλος
Ηθοποιοί: Άννα Κοκκίνου, Τάσος Κωλέτσης
Διάρκεια παραστάσεων
25/12/2022 έως 12/02/2023
Ημέρες & Ώρες
Πέμπτη έως Σάββατο στις 20:00, Κυριακή στις 18.00
Θέατρο Σφενδόνη
Μακρή 4, Αθήνα