Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης
O Aristide Maillol (Αριστίντ Μαγιόλ) γεννήθηκε το 1861. Ασχολήθηκε αρχικά για τη ζωγραφική και το 1882 μπήκε με υποτροφία στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, όπου μαθήτευσε στα εργαστήρια του Ζαν-Λεόν Ζερόμ και Αλεξάντρ Καμπανέλ. Ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες που πήραν μέρος στο Σαλόν των Ανεξαρτήτων, αμέσως μετά την ίδρυσή του το 1884. Συνδέθηκε, μέσω του Πωλ Σερυζιέ, (1864 – 1927) και του Μωρίς Ντενί (1870 – 1943), με το πρωτοποριακό κίνημα των συμβολιστών Ναμπί (Nabis) και μέχρι το 1904 ζωγράφιζε έργα επηρεασμένα από την ιδιότυπη τεχνοτροπία τους.
Το 1893 ίδρυσε στην Banyuls-sur-Mer ένα εργοστάσιο ταπισερί για διακοσμητικούς τάπητες τοίχων. Διάλεγε πάντα εξαιρετικής ποιότητας νήματα και χρησιμοποιούσε φυτικά χρώματα που έφτιαχνε ο ίδιος. Το 1894 συνάντησε τον Πωλ Γκωγκέν στις Βρυξέλλες και ακολουθώντας το παράδειγμά του φιλοτέχνησε ξυλόγλυπτα και αγαλματίδια από τερακότα.
Γύρω στο 1900, όταν ο Μαγιόλ ήταν περίπου σαράντα ετών, είχε αρχίσει να χάνει την όρασή του λόγω κάποιας σοβαρής ασθένειας των ματιών του. Αυτό ήταν μια κύρια αιτία να εγκαταλείψει οριστικά την ζωγραφική και τις εφαρμοσμένες τέχνες και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη γλυπτική. Από το 1903 άρχισε να εκθέτει στο Σαλόν του Παρισιού, με εξαιρετική επιτυχία, όπως με τα γλυπτά του «Πομόνα» (1910) και «Φλόρα» (1910). Εγκατέστησε στο Μαρλύ-λε-Ρουά το ονομαστό εργαστήριό του, αν και περνούσε τα καλοκαίρια του στην αγροικία του στην Μπανυύλ.
Η καλλιτεχνική δεξιοτεχνία του Αριστίντ Μαγιόλ ήταν προϊόν καθημερινής παρατήρησης και γέμιζε το σημειωματάριό του με σκίτσα και σχέδια εκ του φυσικού. Τα αγάλματά του, τα γυναικεία κυρίως γυμνά του, είναι συμβολικές συνθέσεις με δυναμική ενέργεια που συνδυάζουν την προσωπική του αισθαντικότητα με τον ερωτικό ρομαντισμό σε μια απέριττη φυσιοκρατική του προσέγγιση με ρεαλιστική υλοποίηση.
Τα κυριότερα και πιο αξιόλογα γλυπτά του είναι: «Η Μεσόγειος» 1905, (Παρίσι, Μουσείο Ορσέ), «Η Αλυσοδεμένη δράση» (1905), έργο αφιερωμένο με τη μορφή ενός γυναικείου γυμνού στον Ωγκύστ Μπλανκί , “Κορμός» (1906), «Ο νεαρός ποδηλάτης» (1907), «Η Νύχτα» (1909), «Πομόνα» (1910), «Φλόρα» (1910), «Χλωρίς» (1911), «Μνημείο στον Σεζάν» (1912 – 1925), «Ιλ ντε Φρανς» (1925), «Το Βουνό» (1925), «Αφροδίτη» (1918 – 1928), «Μνημείο του Κλωντ Ντεμπυσύ» (1930 -1935, Σαιν-Ζερμαίν-αν-Λαι), «Οι τρεις Χάριτες» (1937), «Ο Αέρας» (1938), «Ο Ποταμός» (1938), «Αρμονία» (1944), «Λουόμενη», (Παρίσι, Μουσείο Ορσέ).
Ο Μαγιόλ υπήρξε ακόμη σημαντικός καλλιτέχνης εικονογράφησης βιβλίων. Εικονογράφησε τα «Βουκολικά» του Βιργιλίου (1925), την «Ερωτική Τέχνη» του Οβιδίου (1935), «Δάφνις και Χλόη» (1937), «Τραγούδια για εκείνη» του Πωλ Βερλαίν (1939), «Το βιβλίο των αστειοτήτων» του Ρονσάρ (1940) κ. ά.
Από το 1964 άρχισε να συγκεντρώνεται ένας σημαντικός αριθμός αγαλμάτων του Μαγιόλ στους Κήπους του Κεραμεικού (Jardin des Tuileries) στο Παρίσι, χάρη στη δωρεά της Ντίνα Βιερνύ, που υπήρξε το κυριότερο μοντέλο και σύντροφός του. Πέθανε το 1944 στα ογδοντατρία του χρόνια, σε ένα αυτοκινητικό ατύχημα όταν κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ξέφυγε από το δρόμο.
Μεταθανάτια το Μουσείο Μαγιόλ του Παρισιού στεγάζει στις αίθουσες με τις μόνιμες συλλογές πολλά ζωγραφικά και γλυπτικά έργα του καλλιτέχνη με όλα τα υλικά και τα προπλάσματα που χρησιμοποιούσε στο ατελιέ του για την δημιουργία τους. Στο εκθεσιακό πρόγραμμα του Μουσείου περιλαμβάνονται συνήθως δυο εκθέσεις κάθε χρόνο. Εκθέσεις ιδιαίτερες και σημαντικές, τόσο αναδρομικού χαρακτήρα για καλλιτέχνες του παρελθόντος, όσο και θεματολογικές εκθέσεις ποικίλου και επίκαιρου χαρακτήρα για σημαντικούς εκπροσώπους της μοντέρνας και της σύγχρονης τέχνης.
Ο Μαγιόλ με την μνημειακή νεοκλασική γλυπτική του είναι υποδειγματικό παράδειγμα αξιοποίησης της πλαστικότητας της φόρμας, ειδικά του γυμνού γυναικείου σώματος από το 1905 και μετά και θεωρείται ως ένας από τους μεγάλους γλύπτες του 20ου αιώνα. Αν και στις πόζες των σωμάτων υποφώσκουν στάσεις του ανατολίτικης παράδοσης η επιρροή που του ασκούν τα πρότυπα της κλασικής τέχνης είναι τεράστια. Ήδη από το 1881 είχαν κυκλοφορήσει έντυπα με αναποκρίσεις και εκτυπώσεις από τις ανασκαφές σε αρχαιολογικούς τόπους της Ελλάδας που είναι πολλές εκείνη την εποχή. Ανάμεσα τους κυκλοφορούν σε γκραβούρες και οι εντυπωσιακές μετώπες του ναού του Διός στην Αρχαία Ολυμπία.
Ο Μαγιόλ χρησιμοποίησε αυτές τις ιδανικές και αθλητικές φιγούρες της νεότητες σαν βάση των ερευνών του. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι επιτεύξεις για μια καθαρή γλυπτική προήλθαν από έναν καλλιτέχνη που είχε για χρόνια θητεύσει στη ζωγραφική και τις εφαρμογές της, όπως οι ταπισερί, η λιθογραφία, η σκιτσογραφία, σε αντίθεση με άλλους μεγάλους δασκάλους της εποχής όπως ήταν ο Αύγουστος Ροντέν που είχε εξ αρχής συστηματικά θητεύσει στην γλυπτική τέχνη. Είναι γεγονός ότι αρκετοί από τους γνωστούς μοντερνιστές ζωγράφους είχαν στραφεί στις αρχές του 20ου αιώνα και στην γλυπτική σαν λύση των εικαστικών τους ιδεών στο χώρο, με ανατρεπτικά τεχνοτροπικά αποτελέσματα διαμορφώνοντας με ευρύτητα και ελευθερία την μοντέρνα οπτική της.
Είναι επίσης αξιοσημείωτη η επίδραση που άσκησαν οι εμβληματικές χάλκινες σωματικές φόρμες και οι επιλεγμένες πόζες των μοντέλων του Μαγιόλ, σε αρκετούς Έλληνες καλλιτέχνες, ζωγράφους και γλύπτες που έζησαν, σπούδασαν και έδρασαν κατά μικρά η μεγάλα διαστήματα στο Παρίσι. Ανάμεσα τους ο χαράκτης και ζωγράφος Δημήτρης Γαλάνης, η γλύπτρια Τίτσα Χρυσοχοίδη, ο ζωγράφος Κωστής Ηλιάδης, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο γλύπτης Νίκος Περαντινός κ.α. που σε κάποιες φάσεις της δουλειάς τους είναι εμφανής η έλξη τους για την γλυπτική του Μαγιόλ.