Γράφει ο Γιώργος Δήμος
Όταν μιλάει κανείς για τον Τζεφ Κουνς, μιλάει περισσότερο για το χρηματιστήριο της τέχνης και για αγορές έργων από πλούσιους ιδιώτες σε εξωφρενικές τιμές, και πολύ λιγότερο για αισθητική ή καλλιτεχνική δεξιότητα. Ο ίδιος ο γεννημένος το 1955 στο Γιορκ της Πενσυλβάνια καλλιτέχνης δεν φαίνεται να έχει κάποιο πρόβλημα με αυτό. Είναι γνωστό πως τα τεραστίων διαστάσεων έργα του είναι, ως επί των πλείστων, φτιαγμένα από το προσωπικό του εργαστηρίου του, ενώ τα μικρότερα σε μέγεθος έργα του είναι συχνά «κολλάζ», με κεντρικό θέμα τη γυμνή πρώην σύζυγό του, Ιλόνα Στάλλερ (Τσιτσιολίνα), η οποία ακολούθησε παράλληλα καριέρα και στην πολιτική.
Η αισθητική του «γιάπη» αυτού της τέχνης είναι επιτηδευμένα κιτς, με πολλά έργα του να απεικονίζουν χαρακτήρες της ποπ κουλτούρας (σαν το Ροζ Πάνθηρα), το κλισέ μπαλόνι-σκυλάκι που φτιάχνουν οι κλόουν στα παιδικά πάρτι, φτιαγμένο, όμως, από υλικά όπως χρυσό και ασήμι, αλλά και θάμνους, σε γιγάντια μεγέθη, κουρεμένους σε σχήμα Σκωτσέζικου Τεριέ. Εμπνευσμένος από τον Άντι Γουόρχολ, ο Κουνς δεν χάνει τον ύπνο του, όσο αφορά τη ρηχότητα των έργων του και έτσι όταν ερωτήθηκε κάποτε, σε μια συνέντευξη, τι συμβολίζει ένα έργο του αποτελούμενο από δύο ηλεκτρικές σκούπες New Shelton, απάντησε πολύ φυσικά πως συμβολίζει δύο ηλεκτρικές σκούπες.
Ο Κουνς έχει πάει τη ρηχότητα των έργων της Ποπ Αρτ, που μπορεί κανείς να συναντήσει και στις μεταξοτυπίες του μέντορά του, Γουόρχολ, ένα βήμα παραπέρα. Ο καλλιτέχνης ανήκει στην ίδια γενιά με τους British Young Artists (μέλη των οποίων είναι, μεταξύ άλλων, ο Ντάμιεν Χιρστ και ο Κρις Οφίλι) και ενώ ηλικιακά θα ήταν σχεδόν ίσος με τον Ζαν-Μισέλ Μπασκιά και τον Κιθ Χάρινγκ, το έργο του είναι πιο συναφές με το βρετανικό γκρουπ καλλιτεχνών. Υπάρχουν, άλλωστε, ελάχιστοι στις Ηνωμένες Πολιτείες ή και συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη, κάτοικος της οποίας είναι ο Κουνς, εδώ και πολλές δεκαετίες, που κάνουν κάτι παρόμοιο με εκείνον. Ένας από τους λόγους, πέρα από τη σύγκρουση στην οποία έρχονται με την παράδοση που υπάρχει στα εικαστικά της Αμερικής, είναι και ότι έργα σαν τα δικά του είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρουν αγοραστικό κοινό.
Όπως ο Τζάσπερ Τζονς, ο Γουόρχολ, ο Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ και ο Σάι Τουόμπλι πριν από εκείνον, έτσι και ο Κουνς στάθηκε ιδιαίτερα τυχερός με τις γνωριμίες του. Συναναστράφηκε από νωρίς στην καριέρα του με τον Τσαρλς Σαάτσι, τον Βρετανο-ιρακινό μεγιστάνα από τον κόσμο της διαφήμισης, που ίδρυσε την παγκόσμιας εμβέλειας γκαλερί Saatchi, η οποία υποστήριξε και τη δουλειά των British Young Artists. Ο Σαάτσι, που σήμερα έχει στην κατοχή του μια συλλογή έργων τέχνης εκατοντάδων εκατομμυρίων, ήταν αυτός που αγόρασε τα πρώτα δύο αντίγραφα του γλυπτού «Rabbit» (1986), μέσω της μάνατζερ του Κουνς, Ιλεάνα Σόναμπεντ, για $40.000.
Τα έργα αυτά πέρασαν στα χέρια μεγάλων συλλεκτών, σαν τον Στέφαν Εντλις και τον Λάρι Γκαγκόσιαν. Περνώντας από τα χέρια ενός συλλέκτη στου άλλου, η τιμή των έργων ανέβηκε ραγδαία, μέχρι που οι κληρονόμοι της Σόναμπεντ έβγαλαν στο σφυρί το δικό της αντίγραφο για την εξωφρενική τιμή των 400 εκατομμυρίων δολαρίων. Το έργο τελικά πουλήθηκε σε ένα ντιλ το οποίο στήθηκε, εν μέρει, από τον δισεκατομμυριούχο συλλέκτη, Κάρλος Σλιμ, τον Σάμι Όφερ (έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στο Ισραήλ), τον επίσης δισεκατομμυριούχο ιδρυτή της Kering, Φρανσουά Πινό, και την κυβερνούσα οικογένεια του Κατάρ, Αλ Θανί, για 91.1 εκατομμύρια δολάρια, και είναι το τρίτο ακριβότερο έργο τέχνης που έχει πουληθεί ποτέ. Ο Κουνς συνέχισε να συνεργάζεται με τον Γκαγκόσιαν, ο οποίος έχει την ομώνυμη γκαλερί στη Νέα Υόρκη, με παραρτήματα και σε άλλες χώρες ανά τον κόσμο, όπως και με μερικούς ακόμα πολύ ισχυρούς συλλέκτες.
Άλλος ένας λάτρης της τέχνης, με μεγάλη περιουσία, που στήριξε το έργο του Κουνς ήταν ο Κύπριος συλλέκτης και ιδρυτής του ΔΕΣΤΕ, Δάκης Ιωάννου. Ο Ιωάννου, που δραστηριοποιείται κυρίως στην Ελλάδα και τη Νέα Υόρκη, έχει στην κατοχή του μερικά έργα του Κουνς με πολύ μεγάλη αξία, συμπεριλαμβανομένου ενός γιότ, το «Guilty», που ο Κουνς σχεδίασε ειδικά για εκείνον.
Χάρη στον Ιωάννου, ο Κουνς έχει κάνει πολλές εμφανίσεις στην Ελλάδα (όπου υπάρχει και ένα παράρτημα της Gagosian Gallery) και πρόσφατα εγκαινίασε στα Σφαγεία της Ύδρας, ένα χώρο που ανήκει στο Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, την έκθεσή του, με τίτλο «Apollo». Οι σημαντικές αυτές γνωριμίες του καλλιτέχνη οδήγησαν σε πολλές ακόμα πωλήσεις έργων του σε αστρονομικά ποσά, μεταξύ των οποίων υπήρξε και εκείνη του «Balloon Dog (Orange)», το 2013, σε δημοπρασία του οίκου Christie’s για 58.4 εκατομμύρια δολάρια.
Σαν στέλεχος τράπεζας στη Γουόλ Στριτ, ο Τζεφ Κουνς ενδιαφέρεται πρώτα για την τιμή στην οποία θα πουληθεί το έργο του και ύστερα για το πώς θα μοιάζει. Ακόμα και τα περιορισμένα διλήμματα στα οποία βρέθηκε ανά τους καιρούς, όσο αφορά την αισθητική των έργων του ή την υφή των υλικών του, ανήκουν πια αποφασιστικά στο παρελθόν. Μπορεί, βέβαια, οι τιμές που «χτυπάνε» τα γλυπτά του στις μεγάλες δημοπρασίες να μην είναι αντιπροσωπευτικά των ποσών που λαμβάνει ο ίδιος για αυτά, όμως η δουλειά του σίγουρα του έχει εξασφαλίσει μια άνετη ζωή, ακόμα και όταν το επεισοδιακό διαζύγιό του με την Τσιτσιολίνα κόντεψε να του στοιχίσει ό,τι είχε και δεν είχε.
Σήμερα, ο Κουνς αντιπροσωπεύει κι αυτός μια ομάδα που υπήρξε, και ενώ συνεχίζει να ζει και να εργάζεται, δεν αντιπροσωπεύει ούτε το παρόν, ούτε το μέλλον της τέχνης, αλλά ένα νωπό παρελθόν. Όπως σύντομα θα είναι και ο Μαουρίτσιο Κατελάν, με την πανάκριβη μπανάνα, κολλημένη στον τοίχο με ταινία («Comedian», 2019), ή ο Χιρστ με τη διαμαντένια νεκροκεφαλή («For the Love of God», 2007), έτσι και ο Κουνς θα αποτελεί ένα ακόμα κεφάλαιο στη μακρά ιστορία της τέχνης.