Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος,
Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Ο Ζωρζ-Πιερ Σερά / Georges-Pierre Seurat, γεννήθηκε to 1859 στο Παρίσι. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός υπάλληλος και καταγόταν από την Καμπανία. Στο εξοχικό σπίτι τους ο μικρός Ζωρζ προσπαθούσε από μικρός να ζωγραφίσει. Όμως προτιμούσε να ζει στο Παρίσι με την μητέρα του και τα δυο αδέλφια του. Εκεί στη βιβλιοθήκη του σχολείου του ο Σερά πρωτοδιάβασε το «Δοκίμιο για τα αλάνθαστα σημάδια της τέχνης» που είχε εκδοθεί το 1827. Ο καλλιτέχνης και συγγραφέας τού βιβλίου Humbert de Superville ασχολήθηκε με την μελλοντική πορεία τής αισθητικής και με την σχέση γραμμών και εικόνων.
Ο Σερά σε ηλικία 16 ετών άρχισε να παίρνει μαθήματα από τον γλύπτη Justin Lequiene. Από το 1878-79 φοίτησε στην École des Beaux-Arts, ως σπουδαστής του μεγάλου ακαδημαικού κλασικιστή Dominique Ingres, που ζωγράφιζε πορτρέτα, μυθολογικές συνθέσεις και γυμνά. Το 1879 ο Σερά πήγε στη Μπρέστ της Βρετάνης για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία. Εκεί ζωγράφισε τα πρώτα του θαλασσινά τοπία.
Όταν το 1880 επέστρεψε στο Παρίσι μοιράστηκε το ατελιέ του με τον ζωγράφο Édmond-François Aman-Jean. Και οι δυο τους εγκατέλειψαν σύντομα τις καλλιτεχνικές κατευθύνσεις της École des Beaux-Arts και στράφηκαν στα ρεαλιστικά, φωτεινά αγροτικά τοπία του Jean-Baptiste Millet , τα οποία μελετούσαν στο Λούβρο. Χαρακτηριστικά είναι και τα πολυάριθμα μαυρόσπρα σχέδια που φιλοτέχνησε τότε με εκπληκτική τεχνική ικανότητα, τα οποία μελέτησα σε αναδρομική έκθεση που διοργανώθηκε το 1984-85 στο Μουσείο Γκουγκενχάιμ της Νέας Υόρκης.
Ο Σερά και ο Εντμόν Αμάν-Ζαν περνούσαν πολλά βράδια σε αίθουσες χορού και πήγαιναν την Άνοιξη με το ατμόπλοιο στο νησί La Grande Jatte, το σκηνικό φυσικό και κοινωνικό τοπίο των μελλοντικών περίφημων πινάκων του Σερά. Την ίδια περίοδο πειραματίστηκε με τις θεωρίες του Chevreul για το χρωματικό κύκλο του φωτός και μελέτησε τα χρωματικά αποτελέσματα που θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τα τρία βασικά χρώματα (κίτρινο, κόκκινο, μπλε) και τα συμπληρωματικά τους.
Ο Σερά εξέθεσε στο επίσημο Salon καλλιτεχνών για πρώτη φορά το 1883. Έδειξε πορτρέτα της μητέρας του και του φίλου του Αμάν-Ζαν. Κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονιάς ζωγράφισε τον πρώτο του μεγάλο πίνακα σε καμβά, με τίτλο «Λουόμενοι στην Ασνιέρ». Όταν αυτός ο πίνακας απορρίφθηκε από την επιτροπή του Σαλόν, ο Σερά απομακρύνθηκε από τα επίσημα ιδρύματα και συγκαταλέγονταν στους ανεξάρτητους καλλιτέχνες.
Το 1884 μαζί με άλλους ζωγράφους, μεταξύ των οποίων και ο Μαξιμιλιάν Λους, δημιούργησαν τo Σαλόν των ανεξάρτητων καλλιτεχνών. Εκεί γνώρισε και έγινε φίλος με τον ζωγράφο Πωλ Σινιάκ. Ο Σερά μοιράστηκε τις νέες τεχνοτροπικές ιδέες του με τον Σινιάκ, ο οποίος στη συνέχεια ζωγράφισε συστηματικά με την πουαντιγιστική τεχνοτροπία.
Το καλοκαίρι του 1884-86 ο Σερά άρχισε να φιλοτεχνεί το αριστούργημά του, με τίτλο « Ένα κυριακάτικο απόγευμα στο νησί Λα Γκραντ Ζατ / La Grande Jatte», το οποίο χρειάστηκε δύο χρόνια για να ολοκληρώσει. Η μεγάλη σύνθεση εκτέθηκε το 1886, σε ομαδική έκθεση ιμπρεσιονιστών. Οι τεχνικές που χρησιμοποίησε προκάλεσαν πολλαπλό ενδιαφέρον. Είναι ένα από τα έργα που έχουν καταγραφεί ως «σταθμός» στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης. Την ίδια περίοδο με την αναλυτική επίδραση του φωτός στο χρώμα ασχολήθηκαν επίσης ο Πωλ Σινιάκ και ο Καμίλ Πισαρό. Σαν να είχε προαίσθημα για το πρόωρο τέλος του ο Σερά παρουσίασε ανολοκλήρωτο το έργο του «Τσίρκο» στο όγδοο Σαλόν των Ανεξάρτητων. Το 1891 μετά από μια έντονη αδιαθεσία την Κυριακή του Πάσχα, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 32 ετών.
Ο Σερά αναδείχτηκε σε έναν από τους κορυφαίους ζωγράφους του τέλους του 19ου αιώνα και άλλαξε την κατεύθυνση της μοντέρνας τέχνης εγκαινιάζοντας τον νεο-ιμπρεσιονισμό. Αναγνωρίστηκε ως μία από τις εμβληματικές μορφές της παγκόσμιας τέχνης. Καθώς από τα νεανικά του χρόνια είχε εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον για τις πνευματικές και επιστημονικές βάσεις της τέχνης ασχολήθηκε σε βάθος και με την θεωρητική δουλειά του Ελβετού David Sutter που συνδύαζε μαθηματικά και μουσικολογία.
Ο Σερά είχε μια ιδιοφυή αντίληψη για την εξέλιξη της τέχνης, θεωρώντας πως ήρθε ο καιρός να αποκτήσουν τα φυσικά χρώματα όλη τους την αυθεντικότητα. Ο ίδιος ανέλαβε αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα συλλαβίζοντας την γλώσσα της ζωγραφικής με στοιχειώδη στίγματα, απειροελάχιστες πινελιές στον καμβά, τεχνική που προτιμούσε να αποκαλεί «ντιβιζιονισμό». Μπορεί λόγω του πρόωρου θανάτου του να άφησε ένα περιορισμένο αριθμό έργων, αλλά η δημιουργία του έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην σημαντική περίοδο της σύγχρονης τέχνης.
Ο Σερά, επηρεασμένος από τεχνολογικά και επιστημονικά δεδομένα, κύρια από την νέα φωτογραφική τέχνη με τους χαρακτηριστικούς εκτυπωτικούς κόκκους της, έθεσε τα θεωρητικά και υποδειγματικά πλαίσια για μια συστηματική επίθεση των χρωμάτων στην εικονιστική επιφάνεια. Ο όρος «νεοϊμπρεσιονισμός» προτάθηκε από τον κριτικό τέχνης Félix Fénéon, που θέλησε να κάνει τον συσχετισμό με το κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Ο όρος επικράτησε έναντι του χαρακτηρισμού division «διαίρεση» ή «ντιβιζιονισμός», που αποδεχόταν ο Σινιάκ, όπως και έναντι του όρου «πουαντιγισμός» που κρίθηκε αδόκιμος από τους καλλιτέχνες του κινήματος καθώς περιέγραφε αποκλειστικά την διαδικασία του οπτικού «μωσαικού». Ντιβιζιονισμός ή πουαντιγισμός, η τεχνική αυτή ορολογία ουσιαστικά αδικεί την εσωτερική ανάγκη του Σερά, συγκαλύπτοντας τον απώτερο στόχο του, «την αρμονία της τέχνης» που εκτείνεται σε όλα τα στοιχεία, είτε γραμμικά, είτε τονικά ή χρωματικά.
Ο Σερά αντιλαμβανόταν την επιταγή να βρεί η τέχνη τον χαρακτήρα μιας κοινωνικής και ατομικής αναγκαιότητας. Διοχέτευσε λοιπόν όλη του την ενέργεια, όλη του την δράση σε αυτό τον βασικό σκοπό. Είκοσι χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του το έργο του ασκούσε καθοριστική επίδραση στον Πικάσο και στον Μπρακ, που έκαναν αρκετές αναφορές στην ιδιοφυή εικαστική του προσφορά, η οποία είχε πολλές και διάφορες αισθητικές εφαρμογές.