Γεωργία Μπλιάτσου: «Η δημιουργία είναι επικοινωνία»

Η εικαστικός και γλύπτρια Γεωργία Μπλιάτσου μιλά στο Artviews

Συνέντευξη στη Μαρία Δήμου

Με ανοιξιάτικη διάθεση η εικαστικός Γεωργία Μπλιάτσου μάς υποδέχτηκε στην «αγκαλιά» του εργαστηρίου της και μας μύησε στις ιστορίες  που κρύβονται στα έργα της, στις εξαιρετικές προσωπογραφίες, στα πολύχρωμα φυσικά τοπία, στις ευρηματικές χειροτεχνίες και κατασκευές , που με τόσο μεράκι δημιουργεί.

Σε ένα χώρο που σφύζει από ζωή και αρώματα ποικίλων λουλουδιών της εποχής, η καλλιτέχνιδα ανοίγει το κουτί του παρελθόντος και φτάνει στο σήμερα. Μάς αποκαλύπτει ένα πολύ αγαπητό της κομμάτι, με το οποίο και ασχολείται αυτό τον καιρό, και που δεν είναι άλλο από τη φύση και την μαγεία της, δίνοντας στο τώρα μία γεύση από την αρχαιότητα. Μότο της: «Η δημιουργία είναι επικοινωνία».

Η Γεωργία Μπλιάτσου σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας ενώ αργότερα πήρε στα δικά της χέρια τη διδακτική σκυτάλη με μια δεκαπενταετή συμβολή στη Μέση Εκπαίδευση ως εκπαιδευτικός στον τομέα των καλλιτεχνικών.

Έχει λάβει μέρος σε 25 συνολικά ομαδικές εκθέσεις, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα, ανάμεσα στις σημαντικότερες διακρίσεις της κατατάσσονται εκείνη στην Biennale της Βουλγαρίας το ’89 αλλά και άλλες σε χώρες του εξωτερικού, όπως στη Γερμανία και την Πολωνία. Έργα της βρίσκονται στην Ορθόδοξη Ακαδημία της Κρήτης, στο Μουσείο Βορρέ, στο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας, στο Διεθνές Ιπποκράτειο Ίδρυμα στην Κώ, Rowaq Al-Balqa Foundation, στο Αμάν Ιορδανία, σε ιδιωτική συλλογή στη FIladelphia Usa, στην Credit Lyonnais και σε άλλες ιδιωτικές συλλογές παγκοσμίως.

Μπλιάτσου Γεωργία

Η θεματολογία της περιλαμβάνει πορτραίτα και φυσικά τοπία με βασικότερη πηγή έμπνευσής της τη Μητέρα Φύση. Για τα αντικείμενά της, χρησιμοποιεί κυρίως ξύλο, μέταλλο και πλεξιγκλάς. Τα τελευταία χρόνια, ασχολείται πιστά με τη μελέτη του ιστορικού παρελθόντος και τη μαγική του σύνδεση με το σήμερα, καθότι σύμφωνα με τα λεγόμενά της, το αύριο δεν υφίσταται δίχως το χθες. Ασχολείται επίσης και με την εικονογράφηση βιβλίων.

Δραστηριοποιείται σε Αθήνα και Κέα (Τζια), δύο ιδιαιτέρως σημαντικά μέρη για την ίδια. Στις μέχρι τώρα ζωγραφικές της θεματολογίες, έχει καταπιαστεί με σκιές, λουλούδια, ζώα, σκηνές από την Επανάσταση, τη θάλασσα, τη ζωή, την απουσία και τον συνδυασμό αυτών, καθώς και τη μοναξιά με μια νοσταλγική, πλην όμως, αισιόδοξη πνοή.

Υπάρχει μια πολύ ωραία Ιρλανδική παροιμία που λέει: «Όταν ένας φεύγει απ’ αυτή τη ζωή, αν δεν του έχεις πει πράγματα που ήθελες ή δεν τόλμησες να του πεις, πες το στις μέλισσες. Αυτές θα του το μεταφέρουν».

Η καλλιτεχνική της πορεία ξεκινά από μια ενδότερη ματιά στην κοινότητα της Κέας. Ένα διεξοδικό πορτραίτο για καθέναν από τους ανθρώπους του αγαπημένου της νησιού, μεταφρασμένο σε ζωγραφική και συνεντεύξεις τους στο βιβλίο και την αντίστοιχη έκθεση: «Απογραφές της μνήμης-Μαρτυρίες από την Τζια», που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.

Μέσα σε μια πολυταξιδεμένη και πλούσια σε εμπειρίες διαδρομή από κουλτούρες, ήθη και ειδυλλιακές τοποθεσίες -που άλλωστε ενέπνευσαν και την πλειοψηφία των έργων της- η Γεωργία Μπλιάτσου του σήμερα, εξερευνεί τη «μέλισσα» και τη συναρπαστική της ιστορία από τους μύθους μέχρι και τη σημαντικότητα και τις ποικιλόμορφες πτυχές της σε μια σειρά έργων με τίτλο, «Μέλι & Γάλα».

– Ποιά ήταν τα πρώτα σου βήματα στον καλλιτεχνικό χώρο;

– Αποφάσισα να κάνω μια δουλειά που να έχει σχέση με την ταυτότητα και επειδή στην Αθήνα είναι πάρα πολύ δύσκολο να βρεις μια ομάδα ανθρώπων που να έχουν κοινά χαρακτηριστικά, ξεκίνησα από την Τζια.

Έχω σπίτι στην Τζια κι εκεί θα έλεγα ότι είναι ο δεύτερος τόπος μου, δεν είναι γενέθλιος αλλά είναι μια επιλογή που την αγάπησα πάρα πολύ. Ξεκίνησα από τους γηραιότερους, άρχισα να παίρνω συνεντεύξεις από εκείνους κι έφτασα και στους νεότερους. Κάλυψα όλα τα επαγγέλματα: από τον οδοκαθαριστή μέχρι τον καθηγητή πανεπιστημίου και τον εφοπλιστή. Άρα έχουμε μια κοινωνία που είναι η απεικόνιση της Ελλάδος, μια μικρογραφία της Ελλάδος. Κι αυτό που τελικά εξέλαβα, είναι ότι οι άνθρωποι την Τζια -που ήταν ένα νησί άγνωστο- την έμαθαν πολύ αργότερα παρ’ ότι είναι πολύ κοντά στην Αθήνα.

Οι άνθρωποι πέρασαν πολλή φτώχια, κατοχή, χρήματα έπαιρναν από ελάχιστα επαγγέλματα και ουσιαστικά ήταν μια ανταλλακτική κοινωνία. Ήταν άνθρωποι περήφανοι. Μόχθησαν, δούλεψαν, αγάπησαν τον τόπο τους και πάλεψαν σε αυτόν, με άγριες συνθήκες. Η γη τους δεν είναι τόσο εύφορη όπως είναι η Θεσσαλία ή όπως είναι πάνω στην Μακεδονία. Τα κατάφεραν. Οπότε και με τις συνεντεύξεις έγινε μια καταγραφή επαγγελμάτων, εκ των οποίων κάποια χάθηκαν. Έμαθα πάρα πολλά απ’ αυτούς, αλήθεια.

Όταν ξεκίνησα την έρευνα αισθανόμουν ότι ήμασταν στιγματισμένοι σαν φυλή και μετά από αυτό αισθάνθηκα περήφανη. Γιατί η ιστορία δεν γράφεται μόνο από τους ιστορικούς, γράφεται από τον κάθε άνθρωπο, ο κάθε άνθρωπος έχει την προσωπική του ιστορία. Κι αυτό ήταν πάρα πολύ σημαντικό γιατί ήταν κι ένα ψυχογράφημα. Γυναίκες της ίδιας ηλικίας, στον ίδιο τόπο μεγαλωμένες, η μια με θετική σκέψη απέναντι στην ζωή, ενώ η άλλη με αρνητική σκέψη, βλέπεις το τι πήρε η καθεμία, γιατί σημασία έχει και η στάση που κρατάμε απέναντι στη ζωή μας. Αυτό ήταν και μια έκθεση, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Τζια. Οι καταγραφές των ανθρώπων στη Τζια ήταν διακόσιες, δηλαδή 200 πορτραίτα και 60 συνεντεύξεις.

Διότι όπως λέει και μια Αφρικάνικη παροιμία: «Αν δεν ξέρεις που να πας, δες από πού έρχεσαι».

– Ποιά ήταν η επόμενή σου «στάση» και με τι θέλησες να ασχοληθείς σε αυτή;

– Αφού τελείωσε αυτό, που έχει κι έναν εθνογραφικό και λαογραφικό χαρακτήρα, αυτό που με απασχολούσε είναι πώς επηρεάζει ο δημιουργός τον τόπο του, η δημιουργική σκέψη. Γιατί στην ζωή μας έχουμε μόνο πολιτική σκέψη. Η οποία πολιτική σκέψη τελικά περιορίζει τον τόπο, περιορίζει ορίζοντες. Επειδή, λοιπόν, πιστέυω ότι ο ρόλος της τέχνης είναι να ανοίγει δρόμους, ήθελα να δω πώς επηρεάζει η δημιουργική σκέψη την κοινωνία. Ξεκίνησα από τον γενέθλιο τόπο μου, την Λάρισα, που έχει πάρα πολλούς καλλιτέχνες. Εικαστικούς, αξιόλογους μουσικούς, συγγραφείς, ποιητές και αρχαιολόγους. Διότι όπως λέει και μια Αφρικάνικη παροιμία: «Αν δεν ξέρεις που να πας, δες από πού έρχεσαι». Αυτό είναι καθοριστικό, διότι εμένα πάντοτε με ενδιέφερε και η ιστορία πίσω από ό,τι κάνω.

Στην Λάρισα οι συνεντεύξεις ήταν 50, όπου για τον καθένα τα ερωτήματα ήταν: «Τι είναι τέχνη για σένα;», «Πώς βλέπεις τη ζωή σου;» ή «Θα ήθελες το έργο σου να έχει μεγαλύτερη εμβέλεια από τα όρια της πόλης;». Έχουμε μουσικούς που είναι διάσημοι στο εξωτερικό, όπως η Παπαθανασίου, γυναίκες μαέστρους με καριέρα στη Γερμανία και την Αυστρία. Είναι χαρισματικός κόσμος. Αυτή η έκθεση έγινε στην Πινακοθήκη Κατσίγρα. Ήταν να κρατήσει έναν μήνα και τελικά διήρκησε για δύο μήνες, επειδή ο χώρος ήταν επισκέψιμος για σχολεία με τα οποία ζωγραφίζαμε. Λέγαμε το τι είναι πορτραίτο, πώς στήνουμε μια έκθεση, πώς κάνουμε ένα βιβλίο, κάναμε workshop… Ήταν μια πολύ μεγάλη επαφή με το κοινό και είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον!

– Ρίχνοντας κανείς έστω και μια σύντομη ματιά στις δουλειές σου, μπορεί εύκολα να παρατηρήσει ότι κατέχεις μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση. Από πού αντλείς την έμπνευσή σου; 

– Λόγω καταγωγής μου, οι ενότητες της δουλειάς μου έχουν μεγάλη επαφή με τη φύση. Θεσσαλικός κάμπος, τοπία, λουλούδια. Μετά, λόγω της ύπαρξης του Ιπποκράτη, ο οποίος πέθανε στη Λάρισα, έκανα μια ενότητα με τα τέσσερα στοιχεία του: νερό, φωτιά, αέρας και γη. Κι αυτό αντιπροσώπευε πουλιά, λουλούδια, θάλασσες, καράβια κι έγιναν και κάποιες εκθέσεις στην επαρχία, στην Κω, στη Λάρισα.

Η φύση με απασχολεί, η δουλειά μου ουσιαστικά είναι φύση και άνθρωπος, το περιβάλλον και ο τρόπος με τον οποίο κινούμαστε. Πιστεύω ότι η ζωή είναι τέχνη όταν τη ζεις και η καθημερινότητα επίσης. Γι’ αυτό και ασχολούμαι με το εικαστικό αντικείμενο διότι δεν πρόκειται για ένα αντικείμενο που θα μπει απλώς σε ένα μουσείο, αλλά είναι μέσα στην καθημερινότητά μας. Όλες οι τέχνες είναι ένα πάντρεμα. Αισθάνομαι ότι ο άνθρωπος είναι πολύ ισορροπημένος όταν μπει μέσα σε αυτό τον κόσμο της τέχνης.

ΑΒΕΡΟΦΙΩΣ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

– Έχεις αφιερώσει ένα μεγάλο κομμάτι της καριέρας σου στη Μέση Εκπαίδευση.

– Δίδαξα δεκαπέντε χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση κι εκεί έβλεπες πόσο όλα τα μαθήματα απείχαν από τη ζωή μας. Αισθανόμαστε ότι είναι ξένα από εμάς και ίσως να είναι και ο τρόπος με τον οποίο διδάσκονται που είναι λανθασμένος. Όταν αρχίζεις και προσθέτεις πράγματα από την καθημερινότητα μέσα σε αυτά, αργά ή γρήγορα θα καταλάβουμε ότι το ένα έχει σχέση με το άλλο. Γι’ αυτό τα παιδιά μας είναι λίγο αμέτοχα, έως και πάρα πολύ. Βεβαίως, αφουγκράζονται το τι συμβαίνει στην κοινωνία. Μια κοινωνία που δεν αγαπά την τέχνη, δεν ξέρει την ιστορία της και δεν αγαπά τον τόπο της. Κι αυτό φαίνεται. Λέμε ότι έχουμε καταγωγή από τους προπάτορές μας και είναι τόσο μα τόσο μακρινοί μας συγγενείς. Είναι σαν να είναι τελείως διαφορετικοί. Ενώ μέσα από τη μελέτη, μέσα από την ιστορία αποκτάς αυτόν τον σύνδεσμο. Αυτό πρέπει να πετύχουμε.

– Συνεπώς, σύμφωνα και με τη δική σου προσωπική εμπειρία στο πεδίο της Μέσης Εκπαίδευσης, ποιό είναι το σχόλιό σου για τον τρόπο εκμάθησης του μαθήματος των καλλιτεχνικών στα σχολεία;

– Η τέχνη δεν είναι κάτι ξένο από εμάς, είμαστε εμείς. Αν γίνει μια σωστή δουλειά ξεκινώντας από το δημοτικό, τα παιδιά είναι τόσο εύκολο να το εκλάβουν αυτό. Απλώς είναι λάθος η τακτική. Και αυτό οδηγεί και στο ερώτημα του τι κοινωνία θέλουμε να έχουμε, όταν έχουμε κάνει αλλαγές στην εκπαίδευση αφαιρώντας μαθήματα όπως είναι τα καλλιτεχνικά, πώς θα είναι οι επόμενες γενιές; Είναι λυπηρό γιατί είναι τόσο ταλαντούχα τα παιδιά μας. Βάσει της εμπειρίας μου και μάλιστα στην αρχή που γίνονταν πολλές εκθέσεις με παιδιά από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έβλεπα ότι τα δικά μας παιδιά ήταν όντως συγκριτικά πολύ ανώτερα. Έχουν ένα ανεξάρτητο πνεύμα και από μικρός ο άνθρωπος δεν έχει μάθει να ακολουθεί συγκεκριμένα πράγματα, έχει τη δική του ρότα.

Βλέπουμε ότι μέσα από τις εικόνες που παρουσιάζονται, παρ’ όλα αυτά, χάνουν την φαντασία τους. Μοιάζει να μην εμπιστεύονται το δικό τους τρόπο και ικανότητες και θέλουν έναν άλλο, έτοιμο. Ιδίως τώρα, μετά την περίοδο του κορωνοϊού που τα παιδιά από μικρά είναι μπροστά σε μια οθόνη, έχουν μια έτοιμη εικόνα. Συζητώντας από τους παιδικούς σταθμούς μέχρι το δημοτικό, αυτό ήταν ένα μεγάλο σοκ για τα παιδιά. Δεν τολμούν πια να έχουν δικές τους εικόνες. Κάνουμε αντιγραφείς και όχι δημιουργούς. Δεν θα γίνουν όλοι καλλιτέχνες, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι το παιδί να εμπιστεύεται τον εαυτό του και να μπορεί να διευρύνει τα όρια της φαντασίας του. Άλλωστε εμείς οι δημιουργοί αυτό που κάνουμε είναι να πηγαίνουμε όλο και πιο κάτω, βγάζουμε το φράχτη μας σιγά σιγά έως ότου να ρίξουμε εντελώς τους φράχτες. Αυτό είναι η ιδανική κατάσταση.

 

– Τι αποκόμισες από τα διδακτικά σου χρόνια;

– Η εμπειρία μου στη Μέση Εκπαίδευση ήταν μια καλή εμπειρία, η οποία όμως ταυτόχρονα μου στερούσε το να μπορώ να έχω ελεύθερο χρόνο για να κάνω εκθέσεις και εκτός Αθηνών. Κι αυτός ήταν και ο λόγος που παραιτήθηκα. Και για να είμαι ειλικρινής, όταν έμπαινα στα σχολεία είχα την ίδια αίσθηση που είχα όταν ήμουν κι εγώ μαθήτρια, ότι δηλαδή τα σχολεία ήταν φυλακές. Οπότε, σε όσα σχολεία πέρασα προσπαθούσα να κάνω μια «βιβλιοθήκη», να είναι δημιουργικό το μάθημα, απαιτούσα να έχουμε δική μας αίθουσα, όπου τα παιδιά δούλευαν με μουσική, ελεύθερα. Και στο τέλος όταν κάναμε εκθέσεις, εκείνα δεν πίστευαν ότι αυτά τα έργα ήταν δικά τους.

Πέρασα όλο το λεκανοπέδιο σε διάφορες περιοχές κι ακόμη νιώθω αυτή τη ζεστασιά από τους μαθητές μου. Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια μου στέλνουν μηνύματα. Αυτό είναι πάρα πολύ θετικό. Κάποιοι έγιναν σχεδιαστές κοσμημάτων, ασχολήθηκαν με το κινούμενο σχέδιο, κάποια άλλα παιδιά έφυγαν στην Αγγλία. Είναι καλό να αισθάνεσαι ότι κάτι έχεις δώσει. Βέβαια, έτρεχα πάντα με δικούς μου προτζέκτορες και εξοπλισμό καθώς τα σχολεία δεν ήταν τόσο οργανωμένα. Τους ανοίγεις πόρτες μέσα από αυτό.

Αυτή ήταν η καλή πλευρά της εκπαίδευσης (το ότι με θυμούνται οι μαθητές μου). Η κακή είναι ότι τα σχολεία θα έπρεπε να στηρίζονται περισσότερο στις τέχνες, να δίδασκαν περισσότερη γλώσσα περισσότερη ιστορία, καλύτερα Αρχαία Ελληνικά και Μαθηματικά, μέσα όμως από την τέχνη. Στερούμαστε πάρα πολύ τον τρόπο του να διδάξουμε κάτι. Ενώ, το να πάνε τα παιδιά στο σχολείο θεωρείται ότι είναι το νούμερο ένα για την ελληνική οικογένεια.

– Ποιός ή ποιοί θα έλεγες πως ήταν εκείνοι που σε ώθησαν στο να ξεκινήσεις αυτή σου την εικαστική -μεταξύ άλλων- πορεία; Ποιούς θεωρείς δασκάλους σου;

– Ξεκινώντας φυσικά από τους κλασικούς, για τους οποίους τι να πεις… Ρέμπραντ, Βαν Γκογκ, η σχέση του με τον Γκογκέν… Ήταν θρύλοι στον χώρο των καλλιτεχνικών αλλά πέρα από θρύλοι ήταν και ο τρόπος ζωής τους αυτός, διεκδικούσαν την πινελιά, το χρώμα τους, έκαναν μελέτες. Μετά, Πικάσο, Γκόγια. Έχω δει καταπληκτικές εκθέσεις του Γκόγια, μια τεράστια αντιπολεμική φωνή. Έπειτα θαυμάζω την ρώσικη σχολή, με σπουδαίους καλλιτέχνες και νεότερους. Υπάρχουν και πολλοί νεότεροι ζωγράφοι που είναι συγκλονιστικοί.

Στο σχολείο στη Λάρισα δεν είχαμε το μάθημα των καλλιτεχνικών, είχαμε μάθημα χειροτεχνίας. Επειδή ασχολούμουν με τα χέρια, την κοπτική, την ραπτική, ήταν καλό για μένα. Άρχισα να μη φοβάμαι να ασχοληθώ με τα χέρια μου. Ήταν ένας αρχιτέκτονας, πολύ φίλος, που είχε τελειώσει το Μπαουχάους κι ερχόταν, ο Βασίλης ο Νικολαίδης και μαζί του ερχόταν και ο Γιάννης ο Μίχας. Ο εικαστικός ο οποίος έφερε στην Ελλάδα το αφαιρετικό. Εκείνος ήταν μια αφορμή. Εγώ τότε ήμουν πάρα πολύ μικρή και ζωγράφιζα στο μπλοκ μου. Βέβαια, από πολύ μικρή το θέλω μου ήταν να ταξιδέψω τον κόσμο και να ασχοληθώ με τέχνη.

Δεν ήξερα τι θα ήταν αυτή η τέχνη, ήταν αόριστη. Αλλά αισθανόμουν ότι εκεί ήμουν ταγμένη. Και τελικά και τα έκανα και τα ταξίδια μου κι έχω ταξιδέψει πολύ. Κι αυτό είναι μια πολύ μεγάλη εμπειρία, διότι βλέπεις άλλους πολιτισμούς, άλλα ήθη κι έθιμα. Μου άρεσε πάρα πολύ ο αφρικανικός πολιτισμός, που είναι τελείως διαφορετικός από την Ευρώπη, όπως και η Ασία έχει πάλι τις δικές της αξίες ή η Ανατολή. Οπότε έχω γνώση αυτών των πολιτισμών. Είναι μια καλή βαλίτσα στη ζωή σου αυτό. Έπειτα, πήγα από τη Βακαλό όπου είχα τον Δημητρέα, ο οποίος φυσικά ήταν πολύ θεωρητικός, αλλά από τη θεωρία του πήρα κάποια πράγματα. Ήταν ερωτηματικά για να ανοίξουν κάποιες πόρτες στο διάβασμα και την έρευνα. Μετά πήγα στην Καλών Τεχνών. Εκεί είχα δασκάλους τον Κοκκινίδη, τον Μηταρά.

– Έχεις ταξιδέψει πολύ στην ζωή σου έως τώρα κι αυτό αποτυπώνεται, θα έλεγε κανείς, και στην πινελιά σου. Ποιά ήταν η «σπουδή» σου στο εξωτερικό;

– Στην Καλιφόρνια, ο Ρίτσαρντ Σμιθ, ένας πολύ καλός ζωγράφος, ο οποίος ζωγράφιζε πάρα πολύ ύπαιθρο, πορτραίτα. Κι εκεί, ο ίδιος με μια σειρά από πολλούς ακόμη καλούς ζωγράφους -άλλος με ειδίκευση στο τοπίο, άλλος στην ακουαρέλα, στα λάδια- διδάσκουν. Αυτό κράτησε μια εβδομάδα. Αυτού του είδους η διδαχή εκεί ήταν τεράστια εμπειρία για μένα. Το συνέκρινα με πέντε χρόνια στην Καλών Τεχνών και είχε τεράστια διαφορά, γιατί οι άνθρωποι διδάσκουν διαφορετικά. Πρώτον, αγαπούν πολύ αυτό που κάνουν, όχι ότι οι δικοί μας δεν το αγαπούν αλλά θα έλεγα πως δεν είχαν την μέθοδο.

Στη σχολή αισθανόσουν πως έπρεπε όλα να τα ξέρεις. Που αν τα ήξερες γιατί να είσαι στη σχολή. Μόνο ένας δάσκαλος ασχολούταν με τα πρακτικά, ο οποίος ήταν όντως δάσκαλος και αυτός ήταν ο Τέτσης. Οι υπόλοιποι ήταν πιο θεωρητικοί. Εγώ βέβαια πέτυχα τον Κοκκινίδη σε μια περίοδο που είχε πολλά προβλήματα και γι’ αυτό ήταν και μικρή η συμμετοχή του στη διδασκαλία. Αλλά είναι γεγονός ότι αυτά τα σεμινάρια στην Αμερική ήταν ιδιαιτέρως σημαντικά.

Και φυσικά έγιναν και με όλο τον επαγγελματισμό. Σου παρουσιάζουν υλικά, ό,τι υπάρχει από καβαλέτα και εξοπλισμό. Αυτό δεν το είχαμε στην Καλών Τεχνών. Η «κουζίνα» της ζωγραφικής είναι τα υλικά. Πηγαίνουμε απευθείας στα πιο σύγχρονα και ξεχνάμε τα πιο απλά που είναι και τα πιο βασικά για τα πρώτα σου βήματα. Ξεκινάμε αντίστροφα. Και ξεκινάμε απ’ όλα τα πράγματα στη ζωή μας αντίστροφα. Βγαίνουμε σε αδιέξοδα, ενώ μπορείς απλώς να χαράξεις έναν δρόμο για να πηγαίνουμε όλοι. Εμείς, παρ’ όλα αυτά, κοιτάμε να σκαρφαλώσουμε.

Μπλιάτσου Γεωργία, Μέλι & Γάλα

– Είσαι μια γυναίκα που, όπως είπες, έχεις στην κατοχή σου μια γεμάτη βαλίτσα από εμπειρίες και δη του εξωτερικού. Στο μεταξύ, όμως, συνέβαλλες με το δικό σου λιθαράκι στη Μέση Εκπαίδευση, στη ζωγραφική, τη γλυπτική, τις χειροτεχνίες αλλά παράλληλα υπήρξες και μητέρα.

– Στη ζωή χρειάζεται να υπάρχει μια ισορροπία. Έχω κάνει πολλά και διαφορετικά επαγγελματικά βήματα αλλά έχω υπάρξει και μητέρα, όχι μόνο καλλιτέχνις που είναι σε ένα εργαστήριο κλεισμένη και δουλεύει. Ήθελα επίσης να γυρίσω τον κόσμο, να κάνω διαλείμματα και να ταξιδεύω. Κι αυτό είναι μέρος της ζωής μου, του «εγώ» μου. Είναι πάρα πολλοί καλλιτέχνες που είναι αφοσιωμένοι στο έργο τους και δουλεύουν κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο. Προς τιμήν τους. Όσο μεγαλώνω καταλαβαίνω ότι αυτό θέλει δουλειά κι αισθάνομαι ενοχές αν περάσει μια μέρα και δεν μπορώ να δουλέψω. Αλλά τα χρειάζομαι κι όλα τα άλλα, χρειάζομαι να παίρνω άλλες, νέες εικόνες. Οπότε προσπαθώ να ισορροπώ ανάμεσα στα κενά και τη δουλειά.

Στον κορωνοϊό αισθάνθηκα πολύ ευτυχισμένη που είχα όλο αυτό τον χρόνο δικό μου. Ξαφνικά σταμάτησαν όλα, οπότε όλος αυτός ο χρόνος κενός, ο οποίος πριν ήταν γεμάτος πράγματα που γίνονταν εκεί έξω και δεν ήθελα να τα χάσω. Αλλά είναι μέρος του πολύτιμου χρόνου και η έννοια του χρόνου είναι υψίστης σημασίας στη δουλειά μας. Αφαιρείς χρόνο από τη δουλειά σου και παίρνεις κάτι άλλο ως αντάλλαγμα, αλλά δεν μπορείς να το κάνεις συνέχεια. Οπότε αυτά τα δύο χρόνια ήταν πολύτιμα. Έκανα τη νύχτα μέρα και απολάμβανα τη δουλειά μου. Είχα χρόνο να καθαρίσω το εργαστήριό μου, να δω τα υλικά μου. Δεν ήταν εύκολο να το κάνεις αυτό μέσα στην καθημερινότητα, καθότι τρέχουν διάφορες υποχρεώσεις.

Είμαι μια γυναίκα, που στην αρχή μου έλεγαν: «Θα παντρευτείς, θα κάνεις παιδιά κι έπειτα θα σταματήσεις κάποια στιγμή να το κάνεις αυτό». Δεν έχουμε υποστήριξη, είναι «One-woman Show». Πρέπει να κάνεις και τον μάνατζερ και τις δημόσιες σχέσεις, να κάνεις τα πάντα. Δεν είναι εύκολο. Αν αγαπάς όμως, θα επιμείνεις και κάτι θα καταφέρεις. Δεν περιμένουμε τα πράγματα να είναι ιδανικά γιατί έχουμε μάθει πως δεν μπορούμε να έχουμε ιδανικές συνθήκες, οπότε προσαρμοζόμαστε και το παλεύουμε.

– Διανύουμε μια παγκόσμια κρίση τόσο οικονομική όσο και πολιτισμική. Ποιά είναι η σχέση του σημερινού ανθρώπου με τις τέχνες και ποιά συγκεκριμένα με τη ζωγραφική;

– Σημασία έχει να εκφράζεσαι, να μπορείς να το μεταδώσεις αυτό. Για μένα η μουσική είναι αυτή η οποία πάει κατευθείαν στην καρδιά. Δεν χρειάζεται να ξέρεις τη γλώσσα της. Ακούς αφρικάνικη μουσική, ακούς τζαζ, ό,τι κι αν ακούσεις. Η μουσική μπορεί να σε κάνει να κλάψεις. Με την ζωγραφική, όμως, αυτό είναι πιο δύσκολο. Στη ζωγραφική πρέπει να έχεις κάποιες γνώσεις. Η όπερα τα συνδυάζει όλα, την μουσική, την εικόνα, την ενδυματολογία, τα σκηνικά. Είναι το απαύγασμα, θα λέγαμε, των τεχνών. Αλλά εμείς δεν είχαμε τέτοια παράδοση, οπότε είμαστε λιγότερο μυημένοι. Μακάρι να καταφέρει και η ζωγραφική να το φτάσει αυτό. Είναι πολλές οι τάσεις στην ζωγραφική και είναι πιο δύσκολο να πάρει ο θεατής αυτό που του προσφέρει ο δημιουργός, επειδή δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις. Πολύ εύκολα μπορεί να το απορρίψει γι΄αυτό το λόγο. Θέλει μια παιδεία για να μπορέσεις να ανέβεις αυτά τα σκαλοπάτια της γνώσης.

– Πού βρίσκεσαι τώρα και ποιά είναι η θεματολογία με την οποία καταπιάνεσαι αυτό τον καιρό;

– Τώρα μελετώ το μέλι και το γάλα, που είναι οι τροφές των Θεών. Το μέλι με πήγε στις μέλισσες, καθώς έμενα αυτή την περίοδο στην Τζια όπου έχει πολλές κυψέλες αλλά και λόγω του ότι η μέλισσα είναι ένα έντομο που σηματοδοτεί την πορεία της ανθρωπότητας, γιατί αν εξαφανιστεί η μέλισσα κι εμείς δεν θα έχουμε παραπάνω από 4-5 χρόνια ακόμη ζωής, η καταστροφή του πλανήτη και όλες εκείνες οι φοβίες που μας περιβάλλουν.

Αλλά η μέλισσα είναι και το πρότυπο μιας κοινωνίας όπως είναι και εκείνες των εντόμων και των ζώων, ο οποίος είναι όντως θαυμαστός με πολλές αναφορές στην αρχαία ελληνική γραμματεία -οι ιέριες της Δήμητρας λέγονταν Μέλισσες- και συμβολισμούς. Υπάρχει μια πολύ ωραία Ιρλανδική παροιμία που λέει: «Όταν ένας φεύγει απ’ αυτή τη ζωή, αν δεν του έχεις πει πράγματα που ήθελες ή δεν τόλμησες να του πεις, πες το στις μέλισσες. Αυτές θα του το μεταφέρουν». Έχει μια ψυχαναλυτική έννοια, του τύπου πες το κάπου και μην το κρατάς μέσα σου αλλά η μέλισσα από την αρχαιότητα θεωρείται πως ήταν και ο ψυχοπομπός. Αυτό το τρυφερό έντομο το οποίο μεταφέρει μηνύματα. Μετά φυσικά περνάμε και στο γάλα, που με το μέλι και το γάλα ουσιαστηκά τράφηκε και ο Δίας.

Όσον αφορά το κεφάλαιο του γάλατος, είναι μια καταγραφή όλων των ζώων που δίνουν γάλα, πρόβατο, κατσίκα, το γαϊδουράκι, τα βουβάλια. Στην αρχαιότητα επειδή την περισσότερη ώρα τα πόδια των βουβαλιών ήταν μέσα στο νέρο, έλεγαν πως έχουν μπλε πόδια. Μελετώντας βλέπεις εξαιρετικά πράγματα. Βλέπεις εικόνες, μύθους που αγγίζουν την πραγματικότητα. Ουσιαστικά αυτό τον καιρό εγώ αυτό μελετώ. Και βέβαια, αυτό που είναι απορίας άξιο, είναι το ότι τόσο και το γάλα όσο και το δέρμα των ζώων σήμερα πετιέται. Στην Τζιά, το γάλα δεν το δίνουν σε βιομηχανίες γιατί δεν συμφέρει οικονομικά. Ή το κάνουν τυρί ή το πετούν, μαζί και το μαλλί, ενώ στηρίχτηκαν αιώνες πάνω στο μαλλί και είχαμε όλα τα νοικοκυριά να βασίζονται στην ύφανση των μαλλιών.

Τώρα μέσα σε αυτή την έρευνα, βλέπω ότι στην Αγγλία άρχισαν να κάνουν το μαλλί λίπασμα για τις καλλιέργειες. Το οποίο μαλλί βέβαια, επειδή είναι οργανικό, αποσυντίθεται και δίνει στη γη όλα αυτά τα στοιχεία. Αυτό που με συνδέει εμένα με την αρχαιότητα πηγαίνοντας από την Θεσσαλία στη Τζια, το ίδιο έκανε και ο Αρισταίος. Είναι ο Θεός ο οποίος στην αρχαιότητα δίδαξε τη συστηματική κτηνοτροφία και μελισσοκομία. Η Τζια έχει πολλά μέρη της που έχουν το μελισσάκι. Είχαν κυψέλες και έτρεχε μέλι. Στο Ακρωτήριο στον Τάμελο μάζευαν μέλι από τις άγριες μέλισσες. Για κάθε μου θέμα έχει σημασία και η ιστορία του, δεν είμαι απλώς μια τουρίστρια σε ένα μέρος.

Μπλιάτσου Γεωργία, Μέλι & Γάλα

– Εξού και η συστηματική σου έρευνα για την ιστορία του…

– Με ενδιαφέρει αυτός ο τόπος. Είναι μια σχέση ανταλλαγής, του δίνω και μου δίνει. Τι παίρνουμε και τι αφήνουμε. Και το μεγάλο ερώτημά μου είναι: Τι θα αφήσουμε σαν γενιά; Τι θα αφήσουμε από αρχιτεκτονική αποτύπωμα στον τόπο μας; Δεν ξέρω αν προστατεύουμε τον πλανήτη. Υπάρχουν ισορροπίες, ασχέτως αν θεωρούμε ότι δεν μας συμφέρουν οικονομικά, πλέον που έτσι κι αλλιώς ο οικονομικός παράγοντας είναι τροχοπέδη για τα πάντα.

Μπλιάτσου Γεωργία, Μέλι & Γάλα

– Τι συμβαίνει με την αγορά τέχνης σήμερα και προς τα που οδεύουμε ως κοινωνία;

– Πριν από κάποια χρόνια, πριν από την κρίση ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα. Υπήρχε ένα μέσο κοινό το οποίο αγόραζε κι αυτό περιορίστηκε και ολοένα και περιορίζεται. Δεν είναι ότι δεν υπάρχει κοινό, αλλά είναι περιορισμένο πια. Στην Αμερική και στην Καλιφόρνια συγκεκριμένα όπου πέρασα από διάφορες γκαλερί, υπήρχαν διαφορετικοί «κανόνες», δηλαδή εκεί οι γκαλερί απαρτίζονται από πέντε-έξι καλλιτέχνες που εκθέτουν τα έργα τους, ενώ εδώ τα πράγματα είναι πιο συγκεχυμένα.

Σήμερα αφουγκραζόμαστε αυτό που συμβαίνει γύρω μας γιατί έχουμε τη δυνατότητα να παίρνουμε τα vibes της εποχής, η οποία έχει πολλά ερωτηματικά και αρνητικά. Το θέμα είναι ότι αν δεν είσαι αισιόδοξο άτομο μπορεί να πέσεις σε κατάθλιψη. Ευτυχώς η δημιουργία σε βγάζει από αυτό. Αλλά δεν είναι πολύ θετικά τα πράγματα. Θα έλεγα ότι είμαστε τυχεροί που τα βιώνουμε, διότι όλες οι ιστορικές εποχές είχαν και τις καθόδους. Μέσα από αυτό βγαίνουμε δυνατότεροι.

Υπάρχει όμως μια αναμονή προς το παρόν με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Είμαστε θεατές πραγμάτων που έχουν συμβεί και ακόμη δεν έχουμε καταλάβει, πραγμάτων που αφήνουν σημάδια. Σκέφτομαι πως τα δύο αυτά χρόνια της καραντίνας ήταν μια καλή περίοδος για να περάσουμε χρόνο με τον εαυτό μας αλλά ταυτόχρονα ήταν και μια βαθιά τραυματική εμπειρία. Υποβληθήκαμε σε έναν υποχρεωτικό εγκλεισμό αλλά κυρίως έβλεπες τον συνάνθρωπό σου σαν πηγή μόλυνσης, σαν εχθρό. Όλο αυτό είναι τραυματικό.

Share this
Tags
Μαρία Δήμου
Μαρία Δήμου
Η Μαρία Δήμου έχει σπουδάσει Σκηνοθεσία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης και ασχολείται με τον κινηματογράφο και την αρθρογραφία σε θέματα που άπτονται της τέχνης και του πολιτισμού. Είναι μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων για την Ανεξαρτησία και τη Διαφάνεια των ΜΜΕ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Η αιθέρια τέχνη του συμβολιστή Οντιλόν Ρεντόν

Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος, Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης Ο Οντιλόν Ρεντόν / Odilon Redon (κανονικά Μπερτράν Ρεντόν), γεννήθηκε το 1840 στο Μπορντώ της Γαλλίας, σε...

Η πολυπρισματική αισθητική του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα

Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906. Σε νεαρή ηλικία παρουσίασε τα πρώτα έργα του και...

Αντώνης Χατζηϊωάννου: Η ζωγραφική, ως τέχνη, ανήκει σε όλο τον κόσμο

Συνέντευξη στη Ζέτα Τζιώτη  Πρόσφατα είχαμε την τύχη να επισκεφτούμε την φιλόξενη οικία της οικογένειας του γνωστού συλλέκτη Αντώνη Χατζηϊωάννου και να μιλήσουμε  για την...

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

More like this