Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης
Ο Πάνος Αραβαντινός, γόνος εύπορης αστικής οικογένειας γεννήθηκε το 1886 στην Κέρκυρα, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα. Ξεκίνησε τις σπουδές του παρακολουθώντας απογευματινά μαθήματα ζωγραφικής στο Πολυτεχνείο. Συνέχισε τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Βερολίνου, από όπου αποφοίτησε με άριστα. Από το 1907 έως και το 1910 παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Παρίσι, όπου συναντήθηκε με τον καθηγητή χαρακτικής Δημήτρη Γαλάνη, με την υποστήριξη του οποίου άρχισε να δημοσιεύει σκίτσα του στα γαλλικά περιοδικά και ταξίδεψε σε Ελβετία, Ολλανδία και Αγγλία. Το 1908 επέστρεψε στην Αθήνα.
Ο Αραβαντινός σχεδίασε σκηνικά και κοστούμια για τρεις οπερέτες του επίσης Κερκυραίου συνθέτη, Σπύρου Σαμάρα. Το 1910, κέρδισε το βραβείο για το έργο «Το προσκύνημα των Μάγων» από τις Ακαδημίες του Βερολίνου και Μονάχου. Το 1912 επέστρεψε στην Ελλάδα και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-19130) ως έφεδρος αξιωματικός και η πρώτη του σκηνογραφική δουλειά ήταν η διακόσμηση εορταστικών τελετών για τις ελληνικές νίκες στο Αργυρόκαστρο. Από το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και ως το 1917, έζησε στο πατρικό του σπίτι στην Αθήνα. Καθιερώθηκε ως προσωπογράφος της «υψηλής κοινωνίας», αφού ζωγράφιζε για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Παράλληλα, εργάστηκε ως σχεδιαστής και σκηνογράφος επιβλέποντας σκηνικά και κοστούμια για οπερέτες σε θέατρα της Αθήνας και του Πειραιά.
Το 1917 εγκαταστάθηκε στη Γερμανία. Η Όπερα του Μονάχου ανακοίνωσε τότε διαγωνισμό για τα σκηνικά της όπερα του Ριχάρδου Στράους «Μια γυναίκα χωρίς σκιά». Ο Αραβαντινός αποφάσισε να λάβει μέρος στο διαγωνισμό, παρά το γεγονός ότι συμμετείχαν εξέχοντες Γερμανοί σκηνογράφοι, και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Μετά την μεγάλη διάκριση δημιούργησε τα σκηνικά για άλλες παραστάσεις της Όπερας του Μονάχου.
Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου πέραν των άλλων παραστάσεων όπερας δημιούργησε σκηνικά για τον «Ιπτάμενο Ολλανδό» και «Τριστάνο και Ιζόλδη» του Ριχάρδου Βάγκνερ. Το 1921, το γερμανικό Γραφείο Ευρεσιτεχνιών του απένειμε βραβείο για τα αρχιτεκτονικά του σχέδια για τα δημόσια θέατρα και αίθουσες συναυλιών, και η Κρατική Όπερα του Βερολίνου τον διόρισε ως καλλιτεχνικό της διευθυντή. Χάρη στον Αραβαντινό, ο Δημήτρης Μητρόπουλος προωθήθηκε και έγινε επάξια ο μαέστρος της Όπερας του Βερολίνου. Το 1926, Αραβαντινός έλαβε τον τίτλο του «Καλλιτεχνικού Συμβούλου» των γερμανικών θεάτρων. Το 1927 κλήθηκε στην Αθήνα για να δώσει οδηγίες σχετικά με την ανακαίνιση της σκηνής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά και του Βασιλικού θεάτρου. Ο Αραβαντινός αποδέχθηκε την πρόσκληση, αλλά πέθανε στο Παρίσι εξαιτίας επιδημίας γρίπης το 1930.
Στο σκηνογραφικό λυρικό ρεπερτόριο του Αραβαντινού περιλαμβάνονται σημαντικές ιστορικές παραστάσεις όπως η όπερα «Βότσεκ» του Άλμπαν Μπεργκ (παγκόσμια πρώτη), η παράσταση «Χριστόφορος Κολόμβος» του Νταριούς Μιλώ, οι όπερες «Η απαγωγή από το Σεράι», «Οι γάμοι του Φίγκαρο» , «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ, «Φιντέλιο» του Μπετόβεν, «Ο ελεύθερος σκοπευτής», «Ομπερόν» του Βέμπερ, «Ο ιπτάμενος Ολλανδός», «Τανχόυζερ», «Τριστάνος και Ιζόλδη», «Πάρσιφαλ» του Βάγκνερ, «Άιντα», «Οθέλλος», «Η δύναμη του πεπρωμένου» του Βέρντι, «Τόσκα», «Μποέμ» του Πουτσίνι κ.α.
Το 2002 είδα την εντυπωσιακή έκθεση «Πάνος Αραβαντινός 1884-1930, Ζωγραφική για το Θέατρο, Τα χρόνια του Βερολίνου» που διοργανώθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με επιμέλεια της Έφης Ανδρεάδη. Στο προλογικό κείμενο του καταλόγου ανέφερε: «Στα έργα του αναγνωρίζονται οι επιρροές της «νέας εικόνας, οι ανταύγειες του εξπρεσσιονισμού, η γοητεία του κονστρουκτιβισμού, η ζωτικότητα της ρωσικής πρωτοπορίας, οι τομές των ντανταιστών, αλλά και οι συνειρμοί των συμβολιστών.»
Το 2011 παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη το βιβλίο-λεύκωμα της ιστορικού Φωφώς Μαυρικίου για την ζωή και την καλλιτεχνική πορεία του Αραβαντινού. Η διεξοδική μελέτη της βασίστηκε σε πρωτογενές αρχειακό υλικό (αλληλογραφία, κριτικές, φωτογραφίες). Μεγάλο μέρος του πρωτοδημοσιευμένου υλικού συλλέχθηκε από τα αρχεία των Ιδρυμάτων Όπερας της Γερμανίας, Πανεπιστημιακών Σχολών Θεατρολογίας και του Μozarteum του Σάλτσμπουργκ.
Όμως το έργο και πιθανόν η υστεροφημία του μεγάλου Έλληνα δημιουργού θα είχαν χαθεί εξαιτίας μιας πυρκαγιάς που έξι χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του, τύλιξε στις φλόγες τις αποθήκες των σκηνικών της Linden όπερας καίγοντας ένα σημαντικό κομμάτι της δουλειάς του. Ευτυχώς αργότερα ένα μεγάλο μέρος του έργου του, κυρίως ακουαρέλες σκηνικών, τρισδιάστατες μακέτες, αφίσες, κοστούμια, σκίτσα, ελαιογραφίες και το φωτογραφικό αρχείο της οικογένειας Αραβαντινού διασώθηκαν και συγκεντρώθηκαν από τις αδερφές του Νίκη και Καλλιόπη Αραβαντινού και από το Σύλλογο Φίλων του Μουσείου Σκηνογραφίας Πάνου Αραβαντινού, που ιδρύθηκε περίπου το 1990, με σκοπό να κάνει γνωστό το έργο του φημισμένου δημιουργού στο ευρύ κοινό.
Χάρις σε δωρεές και αγορές το υλικό αυτό περιήλθε στην κατοχή του Δήμου Πειραιά και δημιουργήθηκε το Μουσείο Πάνου Αραβαντινού, στο Δημοτικού Θέατρο Πειραιά, όπου και παρέμεινε ως το 2005 για να μεταφερθεί μετά στην Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά, περιμένοντας την διαμόρφωση του χώρου βάσει των μουσειολογικών μελετών και των απαραίτητων κονδυλίων για να ανοίξει και να υποδεχθεί το κοινό. Το 2017 ολοκληρώθηκε με επιτυχία η διαδικασία διαμόρφωσης χώρου και δόθηκε η δυνατότητα στους φιλότεχνους να θαυμάσουν τον περίτεχνο σκηνογραφικό κόσμο του Πάνου Αραβαντινού, του πρωτοπόρου Έλληνα που έβαλε τη δική του ανεξίτηλη καλλιτεχνική σφραγίδα στο Ευρωπαϊκό Θέατρο.