Γράφει ο Γιώργος Δήμος
Ο ελληνικής καταγωγής, Γάλλος συγγραφέας, Αντονέν Αρτώ, είναι περισσότερο γνωστός για τον εκκεντρικό χαρακτήρα και τις ριζοσπαστικές ιδέες του, παρά για το σχετικά μικρό και σε πολλές περιπτώσεις αποσπασματικό έργο του.
Η θεωρία για την οποία θυμόμαστε κυρίως τον Αρτώ σήμερα, είναι αυτή του «Θεάτρου της Σκληρότητας», την οποία αναπτύσσει στο βιβλίο του, «Το θέατρο και το είδωλό του» (1938). Ο Αντονέν Αρτώ ταλαιπωρήθηκε στη ζωή του, τόσο λόγω των πρωτοποριακών και συχνά ωμών ιδεών του, όσο και λόγω της εξάρτησής του στα οπιούχα, αλλά και της σχιζοφρένιας, η οποία τον βασάνισε ως το τέλος.
Ο Αντονέν Αρτώ υπήρξε πρωτοπόρος της σχολής του Υπερρεαλισμού και έτσι βρέθηκε υπεύθυνος για τη σύνταξη περιοδικών, όπως το Révolution Surréaliste. Υπό την σκηνοθετική επίβλεψη του Άμπελ Γκανς, υποδύθηκε τον επαναστάτη Ζαν-Πωλ Μαρά, στο «Ναπολέων» (1927) και έτσι ξεκίνησε μια πορεία στη μεγάλη οθόνη που συνέχισε με το ρόλο του ιεροεξεταστή στο «Πάθος της Ζαν Ντ’ Αρκ» (1928) του Κ. Τ. Ντράγιερ και κεντρικό ρόλο στη σουρεαλιστική ταινία μικρού μήκους της Ζερμέν Ντιλάκ, «La Coquille et le clergyman» (1928), η οποία βασίστηκε σε δικό του σενάριο.
Το «Θέατρο και το είδωλό του» εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1938 από τις Εκδόσεις Γκαλιμάρ. Στο θεωρητικό κείμενο, ο Αρτώ εξερευνεί εναλλακτικές μορφές θεάτρου, όπως το χορευτικό μπαλινέζικο θέατρο, και προτείνει ένα πιο άμεσο, διαδραστικό τρόπο για να δίνεται μία παράσταση, έτσι ώστε να προξενεί βαθύτερα συναισθήματα στο κοινό.
Όσο αφορά τη θεματολογία, ο Αρτώ γυρίζει πίσω στο Ιακωβιανό θέατρο, όπως το «Κρίμα που είναι πόρνη» (1629-33) του Τζον Φορντ, για να βρει πιο σκληρές μορφές δράματος που, όπως πιστεύει, έχουν περισσότερες μοντερνιστικές προεκτάσεις. Ο ίδιος ο Αρτώ σκηνοθέτησε μερικά έργα επάνω σε αυτό το μοτίβο, τα οποία ανέβηκαν στο Θέατρο Αλφρέντ Ζαρί, όπως, για παράδειγμα, τους «Τσέντσι» (1935) του Πέρσι Σέλλεϋ και το «Jet de Sang» (1925), που φέρει τη δική του υπογραφή.
Ο Αντονέν Αρτώ είχε την πρώτη του επαφή με το όπιο στην εφηβεία. Όντας ένας ανήσυχος χαρακτήρας, με προδιάθεση στη σχιζοφρένεια, οι γονείς του τον έστειλαν σε σανατόριο, όπου ο υπεύθυνος γιατρός του συνταγογράφησε λάβδανο. Την περίοδο της διαμονής του εκεί, ο Αρτώ γνώρισε τις ιστορίες του Έντγκαρ Άλαν Πόε και τα ποιήματα του Σαρλ Μπωντλαίρ και του Αρθούρου Ρεμπώ.
Το 1935, εθισμένος πια για τα καλά στα οπιούχα και με την ψυχική του υγεία σιγά-σιγά να φθίνει, ο Αντονέν Αρτώ αποφάσισε να ταξιδέψει στο Μεξικό, όπου πίστευε πως θα εύρισκε ένα «κίνημα που να υποστηρίζει την επιστροφή στον πολιτισμό πριν από τον (ερχομό του) Κορτές».
Ο Αρτώ ξεμένοντας από το συνταγογραφημένο λάβδανο, πέρασε το στερητικό σύνδρομο στο δρόμο της αναζήτησης των Ταραουμάρα, μιας φυλής ιθαγενών που έκαναν τελετές με χρήση του κακτοειδούς ψυχεδελικού φυτού, πεγιότ. Η εμπειρία αυτή του Αρτώ είναι καταγεγραμμένη στο βιβλίο, «Ταξίδι στη Χώρα των Ταραουμάρα», που ολοκληρώθηκε το 1947 και επανεκδόθηκε το 1976.
Ο Αρτώ επέστρεψε αργότερα στη Γαλλία, με την ψυχική του υγεία να έχει ήδη καταρρεύσει, και εκεί, όπως αναφέρει, βρήκε ένα ξύλο, το οποίο άνηκε όχι μόνο στον Ιησού Χριστό και τον Άγιο Πατρίκιο, αλλά και στον Εωσφόρο. Ο Αρτώ ταξίδεψε λίγο μετά στην Ιρλανδία, χωρίς να μιλάει καλά αγγλικά και αργότερα γύρισε και πάλι στην Γαλλία, όπου τελικά συνελήφθηκε και οδηγήθηκε στο φρενοκομείο, ύστερα από μια συμπλοκή με δύο άτομα που νόμιζε πως τον καταδίωκαν.
Ο Αντονέν Αρτώ ξεπέρασε το επεισόδιο αυτό μετά από art therapy και ηλεκτροσόκ και συνέχισε την καριέρα του με την ηχογράφηση του «Pour en Finir avec le Jugement de Dieu» (Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του Θεού) (1947), ενός αθυρόστομου και βλάσφημου ξεσπάσματος, προοριζόμενο για το ραδιόφωνο, το οποίο δεν βγήκε στον αέρα, παρά σχεδόν μια δεκαετία αργότερα.
Το πολύπλευρο και χαρακτηριζόμενο από βαθιά γνώση έργο του Αντονέν Αρτώ έχει αφήσει ανεξίτηλα το σημάδι του, τόσο στο θέατρο και τη λογοτεχνία, όσο και στον κινηματογράφο και τη μουσική. Η κληρονομιά που μας έχει αφήσει, φέρνει στο νου το ρητό του Τζον Ντράιντεν, πως «τα μεγάλα μυαλά βρίσκονται πολύ κοντά στην τρέλα».