Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Ο Vassili Kandinsky γεννήθηκε στη Μόσχα το 1866. Το 1886 παρακολούθησε μαθήματα Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Το 1896 αρνήθηκε την πανεπιστημιακή έδρα της Νομικής στο Ντορπάτ και έφυγε από την Ρωσία για να σπουδάσει ζωγραφική στο Μόναχο. Η σχολή δεν τον ικανοποιούσε και το 1902 ίδρυσε την ομάδα «Die Phalanx» και τον επόμενο χρόνο ζωγράφισε την πρώτη παραλλαγή του «Γαλάζιου Καβαλάρη». Τα επόμενα χρόνια ταξίδευσε στην Ευρώπη και τη Ρωσία και συνέχισε να ζωγραφίζει και να εκθέτει έργα παραστατικά. Το 1909 είναι η χρονιά των αισθητικών πειραματισμών του με «τέχνη χωρίς αντικείμενο» και αρχίζει την σειρά των «Αυτοσχεδιασμών».
Το 1910 ζωγράφησε την «Πρώτη Αφηρημένη Ακουαρέλα», τον «Αυτοσχεδιασμό 6» και τις τρείς πρώτες από την σειρά «Συνθέσεις». Το 1911 ίδρυσε την ομάδα του «Γαλάζιου Καβαλάρη» με τους Marc, Macke, Jawlensky, Werefkin, Münter, Feininger, Bloch και έκαναν εκθέσεις στο Μονάχο μέχρι το 1914, χρονιά που διαλύθηκε η ομάδα. Το 1912 εκδόθηκε το θεωρητικό έργο του «Για το Πνευματικό στην Τέχνη» και το 1913 οι «Ανασκοπήσεις».
Με την κήρυξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου επιστρέφει στη Ρωσία. Οργάνωσε εκεί το Μουσείο Κουλτούρας Εικαστικών Τεχνών και το 1917 ανακηρύχθηκε μέλος του τομέα Καλών Τεχνών στο Συμβούλιο του Λαού για την δημόσια εκπαίδευση και καθηγητής στην Ακαδημία Τεχνών της Μόσχας. Το 1922 τον προσκάλεσε ο Walter Gropius να διδάξει στη Βαϊμάρη. Έγινε καθηγητής και αντιπρόεδρος του Bauhaus. Το 1926 εκδόθηκε η σπουδαιότατη μελέτη του «Το σημείο και η γραμμή σε σχέση με την επιφάνεια». Όταν το Bauhaus μεταφέρθηκε στο Βερολίνο, ακολούθησε εκεί και αυτός. Το 1937 το ναζιστικό καθεστώς κατάστρεψε έργα του μαζί με άλλα πρωτοπόρων ζωγράφων. Πέθανε το 1944.
Ο Καντίνσκι θεωρείται πατέρας της αφηρημένης ζωγραφικής, αυτός που απελευθέρωσε την γραμμή και το χρώμα από τη φυσιοκρατική απόδοσή τους. Με αδήριτη ανάγκη για πνευματική αντίσταση απέναντι στον αλλοτριωμένο τρόπο ζωής των αρχών του 20ου αιώνα, ανήκει στους διανοούμενους που αμφισβήτησαν το απειλητικό παρόν της εποχής τους. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις, της φυσικής και της αστρονομίας, οι θεωρίες του Einstein και η κβαντική μηχανική, προσέφεραν ήδη ένα νέο μοντέλο αντίληψης και ερμηνείας της πραγματικότητας. Παράλληλα και δυναμικά, η τέχνη συμπορευόταν ερευνητικά.
Ο Καντίνσκι, υποστήριζε την ενοποίηση των αφηρημένων εννοιών με την άμεση εμπειρία, την σύζευξη της Θεωρίας της Γνώσης με τον μυστικισμό, της αλήθειας με την πραγματικότητα. Στο έργο του «Για το Πνευματικό στη Τέχνη» σημαντική θέση κατέχει το αίτημα της εσωτερικής αναγκαιότητας, της εσωτερικής πληρότητας, της εντιμότητας στην τέχνη και την ζωή, που θεωρεί ότι είναι ένα ενοποιημένο σύνολο. Η «εσωτερική αναγκαιότητα» είναι αυτή που υπαγορεύει και ενορχηστρώνει όλα τα απαραίτητα οπτικά και πνευματικά στοιχεία που θα αποτελέσουν το έργο τέχνης.
Σύμφωνα με τον καλλιτέχνη επιδιώκεται η δημιουργία ενός έργου τέχνης γεννημένου από μια ζωντανή και ειλικρινή, πνευματική πνοή. Μας λέει: «Η δημιουργία ενός έργου είναι η δημιουργία ενός κόσμου». Αιτιολογικά «η τέχνη δεν είναι δημιουργία χωρίς σκοπό, αλλά δύναμη που εξυπηρετεί την ανάπτυξη και την ευαισθητοποίηση της ανθρώπινης ψυχής». Επίσης, ο καλλιτέχνης «οφείλει να διαπαιδαγωγείται και να εμβαθύνει στην ψυχή του, να φροντίζει πρωταρχικά αυτή την ψυχή και να την αναπτύσσει. Η ευθύνη του καλλιτέχνη ξεκινά από την προσωπική του αυτοανάπτυξη και εξέλιξη, ώστε και το έργο του να ανταποκρίνεται και να αντανακλά το εσωτερικό μεγαλείο και την αξία του.
Έννοιες όπως οι «εσωτερικοί ήχοι» και η «εποχή του Μεγάλου Πνευματικού Στοιχείου», που ενστερνιζόταν ο Καντίνσκι, τώρα τείνουν εκτός τόπου και χρόνου εξαιτίας της συμβιβαστικής μεταμοντέρνας κατεύθυνσης. Σύμφωνα με τον Brandon Taylor, το όραμα της μοντερνιστικής ουτοπίας, όπως αυτό έχει διατυπωθεί και βιωθεί μέχρι το 1960 έχει πλέον περιθωριοποιηθεί. Όμως, η ζωγραφική επανάσταση του Καντίνσκι και οι θεωρητικές του καταθέσεις είναι ανεξίτηλα.
Η σχέση των έργων του με τη μουσική, της οποίας η γλώσσα, όπως αναφέρει ο ιστορικός τέχνης, στοχαστής Bruno Haas, είναι «το ξαφνικό κύμα προσωρινότητας» στα έργα του Καντίνσκι δεν σχετίζεται «με την μάλλον κοινότοπη έννοια ότι τα επί μέρους τμήματα του πίνακα γίνονται διαδοχικά αντιληπτά από τον θεατή». Αντίθετα, η έννοια του χρόνου βιώνεται στα έργα του «αιφνίδια, εδώ και τώρα». Η συνθετική δομή τους παρουσιάζει δυνητικά ομοιότητες με τις ταυτόχρονες νότες μιας συγχορδίας.
Ενδιαφέρουσα παράμετρος της εικαστικής και φιλοσοφικής σκέψης του καλλιτέχνη είναι η παραπομπή σε μια «Νεοπλατωνική» αντίληψη περί δημιουργίας μιας εικόνας. Η αφηρημένη εικόνα είναι η απεικόνιση του Ιδεατού, την οποία ο Καντίνσκι ως καλλιτέχνης μπορεί να αντιληφθεί και να μεταδώσει αφού φιλοσοφικά προϋπάρχει. Σαν ένας προφήτης που «έχει αναλάβει την εκτέλεση ενός δύσκολου έργου που γίνεται συχνά ο Σταυρός του», παρακινούμενος από μια θεϊκή έμπνευση, δημιουργεί ένα βελτιωμένο αντίγραφο του Αληθινού σε σχέση με αυτό που υπάρχει στην καθημερινή εμπειρία της παραστατικής πραγματικότητας.
Ο Will Grohmann έχει παραθέσει τα τρία στάδια της διαδικασίας δημιουργίας ενός αφηρημένου πίνακα του Καντίνσκι: 1. Οργανική επεξεργασία του μεμονωμένου χρώματος με τη στοιχειώδη κεντρική φόρμα. 2. Λειτουργική, στοχευμένη σύνθεση του χρώματος και της φόρμας, κατασκευή- οικοδόμηση της ολοκληρωμένης φόρμας. 3. Συνδυαστική ένωση όλων των στοιχείων με τρόπο που εξυπηρετεί καλύτερα το σκεπτικό της ενιαίας σύνθεσης του έργου.
Το σημείο, η γραμμή, η επιφάνεια και το χρώμα είναι τα βασικά δημιουργικά «συστατικά» του καλλιτέχνη. Κάθε νέο έργο εμπεριέχει μια δυναμική απόκλιση από την δεδομένη θεμελιώδη αρχή που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία ενός ήδη υπάρχοντος έργου τέχνης. Κατά αυτόν τον τρόπο με παλλόμενη χρωματική τάξη και ένταση αποκλείονται οι γενικεύσεις και εξασφαλίζεται η διαρκής ανανέωση, η αέναη παραλλαγή των προσφιλών του αυτοσχεδιασμών και η επ’ άπειρον αναδιοργάνωση των φανταστικών συνθέσεων στο επίπεδο.