Κώστας Ευαγγελάτος,
Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Ο Τουλούζ Λωτρεκ / Henri de Toulouse Lautrec γεννήθηκε στο Αλμπί, της νότιας Γαλλίας το 1864. Γιος του Κόμη Αλφόνσου και της Κόμισσας Αντέλ ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, απογόνων αριστοκρατικής οικογένειας που είχε χάσει όμως το μεγάλο κύρος της. Οι γονείς του ήταν πρώτα ξαδέρφια, προκειμένου να διατηρηθεί η περιουσία της οικογένειας. Η ενδογαμία τους στην περίπτωση του Λωτρέκ, προξένησε γενετικές ανωμαλίες, με βασική την ατελή οστεογένεση. Τα πόδια του δεν αναπτύσσονταν, μετά από ρήξεις που υπέστη νεαρός στο αριστερό και δεξί του πόδι. Το ύψος του Λωτρέκ έφθανε μόλις το 1,54. Εξαιτίας αυτής της ανωμαλίας στην σωματική του διάπλαση, αδυνατούσε να ακολουθήσει μία συμβατική κοινωνική ζωή, γεγονός που λειτούργησε καταλυτικά στο να αφοσιωθεί στην ζωγραφική.

Το 1882 μετακόμισε στο Παρίσι για να σπουδάσει τέχνη και γνωρίστηκε με άλλους καλλιτέχνες όπως ο Εμίλ Μπερνάρ και ο Βαν Γκογκ, του οποίου ζωγράφισε το πορτρέτο. Έλαβε ακαδημαϊκή εκπαίδευση, αλλά σύντομα εγκατέλειψε τις τεχνικές συμβάσεις της προοπτικής για να ασχοληθεί με τους πρωτοποριακούς πειραματισμούς, επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από την ανατολική αισθητική (Japonisme). Το πολυσύνθετο εικαστικό έργο του τον ανέδειξε σημαντικό καλλιτέχνη του μεταιμπρεσιονισμού, ενώ θεωρείται ο επίσημος εικονογράφος της νυχτερινής ζωής της Μπελ Επόκ στα καμπαρέ του Παρισιού.

Οι πίνακες του χαρακτηρίζονταν από έντονα χρώματα και ανθρώπινες παρουσίες σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους. Θεωρείται επιπλέον ένας από τους πρωτοπόρους στην τέχνη της λιθογραφικής αφίσας, γνωστός κυρίως για τις αφίσες που φιλοτέχνησε για το καμπαρέ Μουλέν Ρουζ. Ασχολήθηκε εντατικά και εποικοδομητικά με την τεχνική της λιθογραφίας, επηρεασμένος από περίφημα και δημοφιλή ασιατικά χαρακτικά. Έζησε κυρίως στη Μονμάρτρη, που αποτελούσε το κυρίαρχο κέντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας της εποχής του. Οι φίλες του στα καμπαρέ του Παρισιού και η απεικόνιση της πολύχρωμης θεατρικής παριζιάνικης ζωής στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα συνιστούν εικόνες μιας παρακμής που ο ίδιος βίωσε με μεθυστική δημιουργική διάθεση.

Ο αποκαλούμενος «νάνος» ευγενής έζησε ανάμεσα στα κορίτσια της νύχτας, ως παρατηρητής και συμμέτοχος στην καλλιτεχνική αλλά και στην ερωτική ζωή τους αποδίδοντας σχεδιαστικά και ζωγραφικά, με οξεία οπτική και μοναδική αισθαντικότητα την απόκρυφη καθημερινότητα τους. Ζούσε ανάμεσα σε εργάτες, εμπόρους, κακοποιούς, νταβατζήδες, πόρνες και ένα πλήθος καλλιτεχνών μποέμ, συνεχώς αναζητώντας τα θέματά του σε αλέες, μπαρ και μπορντέλα, στα διάσημα κλαμπ της εποχής, όπως τα Chat Νoir (Ο Μαύρος Γάτος), Lapin Αgile (Το σβέλτο κουνέλι) και Cigale (Τo τζιτζίκι), κάνοντας παράλληλα ένα ταξίδι δημιουργικό, παρακμιακό και καταστρεπτικό που θα τον τοποθετούσε όμως στο πάνθεον των μεταϊμπρεσιονιστών και θα τον συνέδεε άρρηκτα με τους κορυφαίους καλλιτέχνες.

Όταν το καμπαρέ Moulin Rouge άνοιξε για το κοινό τού ανατέθηκε να δημιουργήσει μια σειρά από αφίσες, η οποία του επέτρεψε να βγάλει χρήματα, εκτός του τακτικού επιδόματος που λάμβανε από την οικογένειά του. Στη συνέχεια, το καμπαρέ κράτησε μια θέση γι’ αυτόν και εξέθεσε τους πίνακές του. Μεταξύ των γνωστών έργων που ζωγράφισε για αυτό και άλλα παρισινά νυχτερινά κέντρα είναι οι απεικονίσεις γνωστών πρωταγωνιστριών του θεάματος, όπως της τραγουδίστριας Ιβέτ Γκιλμπέρ, της χορεύτριας Λουίζ Βεμπέρ, η οποία δημιούργησε το γαλλικό Can-Can, της χορεύτριας Ζαν Αβρίλ. Ο Λωτρέκ πέρασε πολύ χρόνο σε οίκους ανοχής, όπου έγινε αποδεκτός από τις πόρνες και τις μαντάμ σε τέτοιο βαθμό που συχνά μετακόμιζε και ζούσε εκεί για εβδομάδες κάθε φορά.

Ο Τουλούζ-Λωτρέκ παρέδιδε μαθήματα ζωγραφικής στη Σουζάν Βαλαντόν, ένα από τα μοντέλα του και πιθανώς και ερωμένη του, που έγινε και η ίδια αξιόλογη ζωγράφος, μητέρα του ζωγράφου Ουτριλό και ερωμένη του μουσικοσυνθέτη Ερίκ Σατί. Κατά την διάρκεια της καριέρας του, η οποία διήρκεσε λιγότερο από είκοσι χρόνια, ο Τουλούζ-Λωτρέκ δημιούργησε ελαιογραφίες, ακουαρέλες, εκτυπώσεις και αφίσες, σχέδια, κάποια κεραμικά και βιτρό και άγνωστο αριθμό έργων που σήμερα είναι χαμένα. Στα έργα του Λωτρέκ εντοπίζονται παραλληλισμοί με την σερβιτόρα του Μανέ στο «Μπαρ στα Φολί Μπερζέρ» και τις χορεύτριες του μπαλέτου πίσω από τις σκηνές του Ντεγκά.

Ήταν εξαιρετικός στο να αποτυπώνει ανθρώπους στο εργασιακό τους περιβάλλον, με το χρώμα και την κίνηση της φανταχτερής νυχτερινής ζωής να είναι παρόντα, αλλά με ατόφιο και απλό ρεαλισμό, χωρίς την αίγλη τους. Ήταν αριστοτέχνης στην αποτύπωση σκηνών πλήθους στις οποίες οι μορφές είναι ιδιαίτερα εξατομικευμένες. Την εποχή που ζωγραφίστηκαν, οι μεμονωμένες μορφές στους μεγαλύτερους πίνακές του μπορούσαν να αναγνωριστούν μόνο από την σιλουέτα τους και τα ονόματα πολλών από αυτούς τους χαρακτήρες έχουν καταγραφεί. Η επιδέξια απεικόνιση των ανθρώπων βασίστηκε στο ζωγραφικό του στυλ, το οποίο είναι ιδιαίτερα γραμμικό και έδινε μεγάλη έμφαση στο περίγραμμα με γραφίστικη άνεση. Συχνά πρόσθετε το χρώμα με μακριές, λεπτές πινελιές, οι οποίες αφήνουν να διαφανεί μεγάλο μέρος του πίνακα πάνω στον οποίο ήταν ζωγραφισμένες. Πολλά από τα έργα του μπορούν να ταξινομηθούν ορθότερα ως σχέδια με έγχρωμο χρώμα.

Παραδομένος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο αλκοόλ και τις καταχρήσεις, με διαλυμένη την υγεία του εξαιτίας της πνευματικής και φυσικής του εξάντλησης, ο Λωτρέκ, μέσα από την ελευθερία που επέλεξε προκειμένου να δημιουργεί χωρίς περιορισμούς, επέλεξε και τον δρόμο της αυτοκαταστροφής. Το 1899 η σωματική κατάσταση του επιδεινώθηκε και νοσηλεύτηκε. Η υγεία του όμως δεν επανήλθε ποτέ. Επέστρεψε κοντά στη μητέρα του, όπου ξεψύχησε παράλυτος τον Σεπτέμβρη του 1901 από επιπλοκές λόγω αλκοολισμού και σύφιλης. Μετά τον θάνατό του η μητέρα του και ο έμπορος τέχνης Μορίς Ζογιάν, προώθησαν την δουλειά του με δυναμική αφοσίωση και είκοσι χρόνια μετά πραγματοποιήθηκε η επιθυμία της μητέρα του, που είχε συμβάλλει οικονομικά, στην ανέγερση ενός μουσείου στο Aλμπί προς τιμή του Λωτρέκ, που μας προσκαλεί σε μια αισθητική, ηδονική μέθεξη.
