Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ο εικαστικός Σίμος Καραφύλλης (1935-2009) σπούδασε ζωγραφική και σκηνογραφία στις Ακαδημίες Καλών Τεχνών της Βιέννης και του Ντύσσελντορφ. Άρχισε την σκηνογραφική καριέρα του το 1960 στο Κρατικό Θέατρο του Άμστερνταμ.
Συνεργάστηκε ως πρώτος σκηνογράφος με τα Κρατικά Θέατρα του Μύνστερ, της Βρέμης και τις Όπερες του Μονάχου και της Νυρεμβέργης. Για τις σκηνογραφίες του στα «Παραμύθια του Χόφμαν» τιμήθηκε το 1973 με το βραβείο Βαυαρίας «Αστέρια της χρονιάς» και το βραβείο Κουλτούρας της Νυρεμβέργης. Στην Ελβετία και την Γερμανία σκηνογράφησε παραστάσεις όπερας και θεάτρου και συνεργάσθηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Πέτερ Τσάντεκ του «Μπερλίνερ Ανσάμπλ».
Θεωρήθηκε ένας από τους πρωτοπόρους στη χρήση νέων συνθετικών υλικών για σκηνικά, ιδιαίτερα υφασμάτινων-πέπλων κάθε είδους. Λόγω της ελαφράδας των υλικών αυτών τον αποκάλεσαν «ο σκηνογράφος του βουάλ» (la voile, ύφασμα). Παράλληλα έγιναν εκθέσεις με ζωγραφικά έργα του στη Λουκέρνη, στο Ντάρμστατ και την Νυρεμβέργη.
Στην Αθήνα πρωτοεμφανίστηκε σκηνογραφικά το 1985 με τον θίασο του Νίκου Κούρκουλου στο θέατρο «Κάππα» για την παράσταση του έργου του Άρθουρ Μίλερ «Ψηλά από την γέφυρα», όπου στα σκηνικά έκανε χρήση διαφανών συνθετικών υλικών για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Συνεργάσθηκε επίσης με το Εθνικό Θέατρο («Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»- 1986, «Σιωπηλή Γυναίκα»- 1995, «Μάγισσες του Σάλεμ»- 1996, «Καμίνο ρεάλ»- 2001, «Μiserere»- 2001, «Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο– 2003, «Ο κύκλος με την κιμωλία- 2005- για αυτή του την σκηνογραφία τιμήθηκε με το Βραβείο του περιοδικού «Αθηνόραμα»- κ.ά.). Συνεργάστηκε με το ΚΘΒΕ («Αγριόπαπια»- 1987), με την Εθνική Λυρική Σκηνή («Σίμον Μποκανέγκρα» – 1998, «Ναμπούκο»-1999), με διάφορα ΔΗΠΕΘΕ, με το «Θέατρο Τέχνης» («Πράβντα», «Θεϊκά λόγια» 1986-1987), με τον Θεατρικό Οργανισμό «Αργώ» («Αμαρτίες και ψέματα»- 2002), την Θεατρική Εταιρεία «Όψεις» (« Ένας μήνας στην εξοχή»- 2002, «Ντάμα κούπα»- 2003, «Ουντ»- 2004).
Παράλληλα είχε μεγάλη δραστηριότητα ως σχεδιαστής, μελετητής και διαμορφωτής εκθέσεων. Η ενασχόληση μου με την ζωγραφική κινείται με άνεση σε πεδία πολύ διαφορετικά από τα σκηνογραφικά του δεδομένα, τις θεατρικές δουλειές καθώς και τα αρχιτεκτονικά σχεδιάσματα του για διαμορφώσεις εσωτερικών χώρων.
Στα ζωγραφικά ταμπλώ και τα σχέδια του αυστηρές, δυσοίωνες, μεταμορφωμένες εξωκοσμικές φιγούρες αναδύονται πολυπρισματικά συνθέτοντας ένα εφιαλτικά προβληματισμένο και σκεπτόμενο κόσμο. Σαν ανώνυμες αινιγματικές παρουσίες σε έργο του Φραντς Κάφκα μετεωρίζονται ανάμεσα στο φως και το έρεβος, μένοντας τελικά σταθερές στην ασαφή και παράδοξη δύναμη τους.
Με τον Σίμο Καραφύλλη γνωρίστηκα το 1986 που ανέλαβα την καλλιτεχνική διεύθυνση της γκαλερί DADA την οποία είχε ιδρύσει το 1978 επιστρέφοντας οριστικά από την Γερμανία στην Αθήνα.
Η λειτουργία της γκαλερί σε τρεις εκθεσιακούς ορόφους έδωσε ώθηση σε συνεργασίες με σύγχρονους ξένους καλλιτέχνες, και την δυνατότητα για την προβολή μιας νέας γενιάς καλλιτεχνών όλων των εικαστικών μορφών. Ιδιαίτερα η συνεργασία του με το Ινστιτούτο Γκαίτε είχε πολύ θετικούς καρπούς, όπως η αναδρομική έκθεση του Horst Antes και η πρώτη έκθεση στην Ελλάδα του διεθνούς κινήματος της «Οπτικής Ποίησης».
Επίσης οι συλλεκτικές εκδόσεις τέχνης, portfolios με λιθογραφικές ανατυπώσεις αριθμημένων έργων και οι κατάλογοι των εκθέσεων έθεσαν για τα δεδομένα της εποχής, νέες βάσεις για πρακτικές μεθόδους προβολής των εικαστικών δημιουργών.
Στην μεταβατική περίοδο της γκαλερί DADA από την οδό Αντήνορος στην παράπλευρη οδό Πρατίνου, που μεταφέρθηκε με την νέα της μορφή και διεύθυνση το 1986, συνεργαστήκαμε για την εσωτερική και αισθητική διαμόρφωση της στον μικρότερο αλλά ιδιαίτερα κομψό και πρακτικό χώρο της πίσω από την Εθνική Πινακοθήκη.
Το καταπληκτικό με τον Σίμο Καραφύλλη που στη Γερμανία είχε αποκτήσει αρκετές «τευτοτινές» αρετές.
‘Ηταν ο συνεπής και αβίαστος επαγγελματισμός του, η αποχή από κάθε είδους περιττής κοινωνικής ζωής και η αφοσίωση του στην καλλιτεχνική δημιουργία. Αν και είχε σημαντικές γνωριμίες από τον κόσμο του θεάτρου επεδίωκε την προσωπική απομόνωση σχεδιάζοντας και ζωγραφίζοντας τα συνειρμικά του οράματα.
Αξιοθαύμαστα ζωγραφικά σχέδια που τεχνικά έμοιαζαν με χαρακτικές οξυγραφίες, συνθέσεις με σπαράγματα προσώπων και αντικειμένων που ενορχήστρωναν ένα παράδοξο πανηγύρι συμβολικών οργανισμών.
Με εμφανείς επιρροές από τα διδάγματα του κυβισμού, του σουρρεαλισμού, και του ντατανταισμού στη ζωγραφική του δεν θύμιζε καθόλου τις υποβλητικές μακέτες με τα απλά, ρωπογραφικά και ρεαλιστικά σκηνικά της υπέροχης παράστασης «Θεικά λόγια» του Βαλιέ ντελ Ινκλάν που είχε ανεβάσει το «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν, όπως και τις τόσες άλλες θαυμάσιες μακέτες από σκηνικά του για την Εθνική Λυρική Σκηνή και τις πολλές σημαντικές παραστάσεις του διαχρονικού φίλου του Νίκου Κούρκουλου.
Το φάσμα της εικαστικής του δουλειάς παρουσιάστηκε σε ατομική έκθεση του στη Γκαλερί «Σκουφά 4» το 1982, στο Κολλέγιο Αθηνών το 1985 και σε τρεις ατομικές εκθέσεις του στην γκαλερί DADA μέχρι το 1993.
Η σημαντική και ανανεωτική συμβολή του στην Ελληνική Σκηνογραφία έχει επισημανθεί σε αναλυτικές εκδόσεις για την ιστορία της, με ανάλογες εκθέσεις και παρουσιάσεις στην Αθήνα και την θεσσαλονίκη.
Η Μαρλένα Γεωργιάδου αναφέρει σχετικά σε προλογικό της κείμενο για την σχέση του Καραφύλλη με το πνεύμα του Κάφκα:
«Διαβάζοντας τον Φραντς Κάφκα, αναπόφευκτα ξεπηδούν εμπρός μας εικόνες συχνά περίεργες. Συλλήψεις του πνεύματος πλασμένες μέσα στην αγωνία του, μορφές που αναδύονται μέσα από το πάθος και τον αγώνα του, την βασανιστική αναζήτηση μιας υπαρξιακής δικαίωσης. Σε μια έκθεση σχεδίων του Καραφύλλη είδα πως η δουλειά του έφερε μαζί της πολλά στοιχεία από τον κόσμο του Κάφκα.
Μ’ έναν τρόπο ολότελα δικό του, με βαθειά γνώση του Καφκικού πνεύματος και δημιουργική ευαισθησία». Όπως γράφει ο Κάφκα σε ένα γράμμα του στην Φελίτσε Μπάουερ «…οι εικόνες είναι πράγματα θαυμάσια, οι εικόνες είναι απαραίτητες, αλλά και βασανιστικές συνάμα..»
Αποκαλυπτικά ενός έμφυτου υπαρξιακού κόσμου που αναμοχλεύεται αισθητικά είναι τα τεχνικά άρτια και συνάμα ψυχογραφικά έργα του Σίμου Καραφύλλη.
*Ο Κώστας Ευαγγελάτος είναι Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης.