Ο Κονσταντίν Μπρανκούζι γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1876 σε μικρό χωριό της Ρουμανίας. Οι στερήσεις συντρόφευσαν τα παιδικά του χρόνια. Σε ηλικία επτά χρονών ήταν βοσκός στα Καρπάθια Όρη ζώντας την κρυφή ζωή της φύσης, αντιμετωπίζοντας τα πρωτόγονα φαινόμενα και παρατηρώντας την ομορφιά της. Εμπειρίες που σημάδεψαν την όλη του πορεία.
Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος*
Στα εννιά του χρόνια φεύγει για το Τίργκου-Ζίου και ασχολείται διαδοχικά με διάφορες δουλειές. Εκεί αναδεικνύεται η προσαρμοστικότητα, η εξυπνάδα και η δεξιοτεχνία του στις κατασκευές ξύλινων αντικειμένων. Μέχρι τα δεκαοκτώ χρόνια του δούλευε ως βοηθός σε ξυλουργείο και μόνος άρχισε να μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένας ντόπιος βιομήχανος διακρίνει το εξαιρετικό ταλέντο του και τον γράφει στη σχολή Διακοσμητικών Τεχνών το 1894. Μετά διαγωνίζεται για τη Σχολή Καλών Τεχνών στο Βουκουρέστι και εγγράφεται το 1898. Ήδη στη Ρουμανική πρωτεύουσα έχει ξεσπάσει η διαμάχη ανάμεσα στο κατεστημένο του ακαδημαϊσμού και τους νεωτεριστές.
Η καλλιτεχνική παιδεία που αποκτά ο Μπρανκούζ , αν και δεν του ταιριάζει, του αποκαλύπτει τα μυστικά της άψογης τεχνικής και αναδεικνύει τις έμφυτες ικανότητες του. Το 1904 πήγε στο Παρίσι που σπουδάζει μέχρι το 1906 στη Σχολή Καλών Τεχνών, κάνοντας διάφορες δουλειές για να επιζήσει και να διατηρεί το μικρό ατελιέ του.
Στον τοίχο του, η μόνη διακόσμηση, που φανερώνει την μεγάλη φιλοδοξία του, είναι ένα χειρόγραφο με την ρήση: «Μη χάνεις το θάρρος σου, μη φοβάσαι, θα φτάσεις. Να δημιουργείς σαν θεός, να διατάζεις σαν βασιλιάς, να δουλεύεις σαν σκλάβος.».
Συμμετέχει με γλυπτικές του προτομές και συνθέσεις στα Σαλόν του 1906 και του 1907. Στα έργα του είναι εμφανής η επίδραση του κορυφαίου Ροντέν που του έδειξε τον δρόμο για να αποτινάξει τα ακαδημαϊκά στερεότυπα και να αναζητήσει την εσωτερική έκφραση. Σκοπός του πλέον ήταν να ανακαλύψει “την ουσία των πραγμάτων και όχι την εξωτερική τους φόρμα”.
Ένα ταφικό μνημείο που φιλοτεχνεί μετά από παραγγελία αποτελεί σταθμό και συμπυκνώνει σε αυτό όλα τα διδάγματα για τον μοντέρνο προσανατολισμό του. Με απαρχή το ταφικό «Φιλί» σαν παρωδία του ομότιτλου έργου του Ροντέν και προμήνυμα της αφαιρετικής τέχνης από το 1908 και μετά ο Μπρανκούζι διαμορφώνει το δικό του απαράμιλλο στυλ.
Στυλιζάρισμα στη γεωμετρική φόρμα, στοιχεία από την ρωμανική τέχνη και μεσογειακά αρχαϊκά πρότυπα, ανατολίτικα μοτίβα, συντείνουν στην οπτικοποίηση της πρωτογονικής αλήθειας του, που πραγματώνεται μοναδικά με την ζωτικότητα της πλαστικής του.
Παρά την εγκατάσταση του στο Μονπαρνάς και τις φιλικές του σχέσεις με τον Μοντιλιάνι, τον «ντουανιέ» Ρουσώ, τον Μαρσέλ Ντυσάν, τον Φερναν Λεζέ, τον μουσικό Ερικ Σατί και άλλους καλλιτέχνες της «Μπελ Επόκ» η φτωχική ζωή του συνεχίζεται.
Το 1913 όμως συμμετέχει με πέντε σημαντικά έργα του στην περίφημη έκθεση του “Armory Show» / «Έκθεση του Οπλοστασίου» στη Νέα Υόρκη. Ανάμεσα τους και η προσωπογραφία της «Δεσποινίδας Πογκάνι», πρότυπο καθαρής γλυπτικής φόρμας. (Κάποιος την χαρακτήρισε σαν… σφιχτοβρασμένο αυγό πάνω σε ένα κομμάτι ζάχαρη.)
Όμως για να εκτοξευθεί η φήμη του συνέβαλαν καθοριστικά δύο συμβάντα. Το 1920 απορρίφθηκε ως άσεμνο το έργο του «Πριγκίπισσα Χ» στο «Σαλόν των Ανεξαρτήτων», παρά τις έντονες διαμαρτυρίες συναδέλφων του προξενώντας τεράστιο θόρυβο στον κόσμο της τέχνης.
Το 1926 ο φωτογράφος Edward Steichen αγόρασε ένα από τα εργα της σειράς που είχε φιλοτεχνήσει ο Μπρανκούζι με τίτλο «Bird in Space» (Πουλί στο διάστημα) και προσπάθησε να το φέρει στις Η.Π.Α.. Οι ανώτεροι υπάλληλοι του τελωνείου δεν δέχτηκαν το “πουλί” ως έργο τέχνης και επέβαλαν ένα υψηλό δασμό για την εισαγωγή του ως βιομηχανικού προϊόντος.
Ο Μπρανκούζι, αγανακτισμένος αντέκρουσε την απόφαση του τελωνείου και ενήγαγε το Αμερικανικό Δημόσιο που χρέωσε τον υψηλότερο φόρο για τα ακατέργαστα μέταλλα, αντί του φόρου για έργα τέχνης. Ο Μπρανκούζι τελικά κέρδισε τη δίκη και έγινε αιφνίδια διάσημος. Τα έργα του βρήκαν ένθερμη ανταπόκριση από τους συλλέκτες στις Η.Π.Α., όταν στην Ευρώπη η κριτική ήταν ακόμη αυστηρή και διφορούμενη μαζί του. Η μεγάλη επιτυχία δεν τον άλλαξε. Σαράντα χρόνια παρέμεινε στο ίδιο εργαστήριο και συνέχισε να δημιουργεί ακατάπαυστα με νεανική διάθεση και αισιοδοξία. Όπως έλεγε «Αυτό που σας προσφέρω είναι η καθαρή χαρά».
Στα γλυπτά του φτιαγμένα από ξύλο, πέτρα, μάρμαρο διαμορφώνει φόρμες ελεύθερες από την γήινη βαρύτητα. Άσκησε σημαντική επιρροή στους γλύπτες της γενιάς του καθώς και σε μεταγενέστερους όπως ο Χένρυ Μουρ, o Οσίπ Ζάτκιν, ο Γεράσιμος Σκλάβος κ.α.
Σε αφιέρωμα στα “Cahiers D’ arts” ο Κριστιάν Ζερβός αναφέρει: «Η απλοποίηση και λιτότητα των μορφών υποβάλλουν την πνευματική ηρεμία και την κλασική ελληνική γαλήνη. Κάθε ίχνος έκδηλης έκφρασης φλυαρίας και πάθους έχει εξαφανιστεί. Κάθε διατάραξη στη βιοθεωρία του, κάθε γεγονός, ικανό να σπάσει τον γυάλινο πύργο του του είναι εχθρικό γιατί θεωρεί «πως προκαλεί φθορά στην έμπνευση και τα φυσικά χαρίσματα και καταστρέφει την ζωτικότητα του δημιουργού»
Τελικά αναγνωρίστηκε σαν κορυφαίος ανανεωτής της γλυπτικής τέχνης και πέρασε στην αιωνιότητα στις 16 Μαρτίου 1957.
Με τη διαθήκη του κληροδότησε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού πολλά γλυπτά του, με τον όρο να μεταφερθεί ολόκληρο το εργαστήριό στο μουσείο. Πλέον το εργαστήριο του έχει ανακατασκευαστεί στον προαύλιο χώρο του Κέντρου Πομπιντού και είναι επισκέψιμο. Επίσης έργα του βρίσκονται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, στο Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας, στο Ινστιτούτο Τεχνών του Σικάγο, στο Εθνικό Μουσείο του Βουκουρεστίου.
Στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς όπου αναπαύεται, μπορούμε να δούμε το περίφημο «Φιλί» του να στέκει στοργικά πάνω από τον τάφο της Tania Rachevskaia, τη Ρωσίδα φοιτήτρια και φίλη που έδωσε τέλος στη ζωή της από τον έρωτά της για κείνον
Στα περίχωρα του μικρού χωριού του Τίργκου-Ζίου της Ρουμανίας ορθώνεται η «Ατέρμονη Κολόνα», που οι επάλληλες ρομβοειδείς φόρμες της οδεύουν προς τον ουράνιο θόλο, ενώ στον δημόσιο κήπο του χωριού έχει στήσει «Το Τραπέζι της Σιωπής», ένα επιβλητικό και υποβλητικό εικαστικό περιβάλλον που συμβολίζει την μυστικιστική τάση του να εξερευνήσει το απροσμέτρητο και τις μεταφυσικές διαστάσεις.
*Ο Κώστας Ευαγγελάτος είναι Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης
*Οι φωτογραφίες από την έκθεση στο ΜΟΜΑ: Γιάννης Λιάκος