Γράφει η Λιάνα Ζωζά
You can’t get away from yourself by moving from one place to another… έγραφε ο Αμερικανός συγγραφέας Ernest Hemingway, στο μυθιστόρημά του The Sun Also Rises, αλλά ήταν αυτό ακριβώς που έκανε και ο ίδιος.
Το μυθιστόρημά του, χαρακτηρίσθηκε δυναμικό, έντονο, αδρό κι ανεπιτήδευτο και τον καθιέρωσε σαν συγγραφέα μέσα από τους χαρακτήρες του, που θα μπορούσαν να είναι και υπαρκτοί μιας και ο Hemingway έζησε σαν αυτοεξόριστος στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920, παρέα με άλλους διάσημους συγγραφείς και υπήρξε η βίβλος της “Lost Generation”.
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ernest Miller Hemingway, γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου 1899 σε ένα προάστιο (Oak Park, Illinois) του Σικάγο, σε μια συντηρητική κοινότητα, της οποίας, ο γιατρός πατέρας του και η μουσικός μητέρα του αποτελούσαν αξιοσέβαστα μέλη της.
Ο μικρός Ernest πήρε το όνομα του παππού του, όνομα που μεγαλώνοντας θα σχολίαζε λέγοντας πως σίγουρα δεν είναι της αρεσκείας του ένα όνομα που τον συνδέει άμεσα με τον αφελή έως και ανόητο ήρωα του έργου του Oscar Wilde “The Importance of Being Earnest”. Μεγάλωσε σε ένα όμορφο οικογενειακό περιβάλλον, με εκδρομές και κατασκηνώσεις τα καλοκαίρια στο δάσος, όπου έμαθε με τον πατέρα του να κυνηγά και να ψαρεύει, αλλά και συγκρούσεις με τη μητέρα του, όταν εκείνη επέμενε να κάνει μαθήματα μουσικής, πράγμα που όπως παραδέχθηκε αργότερα τον βοήθησε στη συγγραφή.
Στα γυμνασιακά του χρόνια, εκτός από τις εξαιρετικές του επιδόσεις στα μαθήματα, το αμερικάνικό ποδόσφαιρο και το μποξ, αρχίζει να δημοσιογραφεί με αξιώσεις στην εφημερίδα του σχολείου βάζοντας τα θεμέλια για τη μετέπειτα δημοσιογραφική, αλλά και συγγραφική του καριέρα. Ξεκινά να δουλεύει επαγγελματικά σαν ρεπόρτερ στη The Kansas City Star στα 17 του μόλις χρόνια, μην έχοντας καν στο μυαλό του να συνεχίσει τις σπουδές του.
Έφηβος ακόμη, μαθαίνει να κυνηγά την είδηση, να πίνει σκληρά ποτά στα μπαρ με τους μεγαλύτερους δημοσιογράφους, αλλά και τους καλύτερους κανόνες στο να συγγραφείς με επιτυχία και να κρατάς τους αναγνώστες σου ευχαριστημένους… Μικρές προτάσεις, σύντομοι παράγραφοι, ενεργητικά ρήματα, αυθεντικότητα στη γραφή, όχι προσπάθεια εντυπωσιασμού, πρόλογος, κυρίως θέμα, επίλογος και κυρίως να μην τους κάνεις να βαρεθούν στην αρχή, γιατί τους έχασες για πάντα.
Η χαρά της δημοσιογραφίας δεν κρατά παρά μόλις έξι μήνες, γιατί ξεκινά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και με την προτροπή του πατέρα του αποφασίζει να καταταγεί στο στρατό. Η αποτυχία της πρώτης του προσπάθειας που πιθανόν να οφειλόταν σε κάποιο πρόβλημα όρασης που είχε, στέφεται με επιτυχία, όταν δηλώνει εθελοντής στον Ερυθρό Σταύρο και φεύγει για το ιταλικό μέτωπο παρέα με το μπλοκάκι του δημοσιογράφου που σκοπεύει να το γεμίσει με εμπειρίες ζωής.
Η σκληρή πραγματικότητα δεν αργεί να τον συναντήσει με το σοβαρό τραυματισμό του και τη μεταφορά του σε νοσοκομείο του Μιλάνου για να αναρρώσει. Στο νοσοκομείο συναντά και τον έρωτα, που έρχεται με τη μορφή εθελόντριας νοσοκόμας και φέρει το όνομα Agnes von Kurowsky. Το ειδύλλιο δεν έχει ευτυχισμένο τέλος, αλλά του δίνει το υλικό και τον χαρακτήρα της Catherine Barkley για το μυθιστόρημα A Farewell to Arms (Αποχαιρετισμός στα Όπλα), 1929.
Το τέλος του πολέμου φέρνει την επιστροφή στα πάτρια εδάφη, μια θέση ανταποκριτή και δημοσιογράφου στην εφημερίδα Toronto Star Weekly και μια κοπέλα την Hadley Richardson που θα πάρει τη θέση στην καρδιά και στη ζωή του Hemingway. Την παντρεύεται μετά από σύντομη σχέση και φεύγουν μαζί για το Παρίσι. Εκεί συναντά την Gertrude Stein, τον James Joyce, τον Ezra Pound και συνδέεται φιλικά μαζί τους, αλλά και τον Scott Fitzgerald με τον οποίο συνδέεται με μια δυνατή φιλία και έναν μεγάλο αλληλοθαυμασμό του ενός για τη δουλειά του άλλου.
Καλύπτει δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και δίνει σημαντικές ανταποκρίσεις για την καταστροφή της Σμύρνης και την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη. Ξεκινά να γράφει τα πρώτα του βιβλία και επιστρέφει για λίγο στην Αμερική για να γεννηθεί εκεί ο γιος του. Επιστροφή οικογενειακώς στο Παρίσι, όπου την περίοδο 1925-1929 ολοκληρώνει μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων το μυθιστόρημα The Sun Also Rises (Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά) και το A Farewell to Arms (Αποχαιρετισμός στα Όπλα) με το οποίο πέτυχε συγγραφική αναγνώριση και έγινε εμπορική επιτυχία.
Το 1927, φέρνει τον χωρισμό με την Hadley Richardson, όταν εκείνη μαθαίνει πως υπάρχει παράλληλα και η Pauline Pfeiffer, ανταποκρίτρια μόδας για τα περιοδικά Vanity Fair και Vogue. Παντρεύονται αμέσως μετά το διαζύγιο και εγκαθίστανται στο Key West της Florida. Αντίστοιχα, το 1928, φέρνει την είδηση της αυτοκτονίας του πατέρα του, που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και προβλήματα υγείας και τον ερχομό του δεύτερου γιου του. Η έκδοση του επόμενου βιβλίου του, Death in the Afternoon, δεν γίνεται πριν από το 1932 και έχει σαν θέμα του την ταυρομαχία τόσο από εγκυκλοπαιδική άποψη όσο και στην θρησκευτική και μεταφυσικής της διάσταση. Οι ταυρομαχίες υπήρξε για τον Hemingway ένα ελκυστικό θέαμα και θέμα.
Ο Ισπανικός εμφύλιος ξεσπά και το δημοσιογραφικό του δαιμόνιο τον καλεί να ταξιδέψει στην Ισπανία, το 1937, προκειμένου να τον καλύψει δημοσιογραφικά. Εκεί ξανασυναντά την Martha Gellhorn, που και εκείνη καλύπτει τον πόλεμο και αναπτύσσει μαζί της μια ακόμη παράλληλη σχέση. Δεν αργεί να έρθει το διαζύγιο, το 1940 και ο επόμενος γάμος, λίγες εβδομάδες αργότερα με την εγκατάστασή τους στην Κούβα, στη γνωστή Finca Vigia, που ήταν και το πρώτο σπίτι που αγόρασε ο Hemingway, έναντι 18.500$ και θα είναι η βάση του σχεδόν μέχρι και το θάνατό του.
Το βιβλίο του For Whom the Bell Tolls (Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα), ολοκληρώνεται στην Κούβα το 1940
Το βιβλίο του For Whom the Bell Tolls (Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα), ολοκληρώνεται στην Κούβα, το 1940 και βρίσκονται σ’ αυτό καταγεγραμμένες όλες οι προσωπικές του εμπειρίες από τον ισπανικό εμφύλιο, Ακόμη και τα ονόματα των ηρώων του είναι τα πραγματικά ονόματα του ζευγαριού που πολέμησαν και έπεσαν μαχόμενοι για τις ιδέες τους.
Ένας ακόμη μεγάλος πόλεμος ξεκινά, ο Β’ Παγκόσμιος και ο Hemingway, απλά τον παρακολουθεί με ελάχιστη ανάμειξη μέχρι την άνοιξη του 1944 που αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ευρώπη για να τον καλύψει δημοσιογραφικά και έτσι βρίσκεται στο Λονδίνο. Σε αυτή την περίοδο έρχεται η ρήξη στη συζυγική του σχέση με την Martha Gellhorn και η συνάντηση με τη δημοσιογράφο του περιοδικού Time, Mary Welsh με την οποία παντρεύονται τελικά το 1946, χρονιά που τελειώνει ο πόλεμος και εκείνος επιστρέφει στην Αμερική.
Η ανατροπή έρχεται μόλις δυο χρόνια αργότερα με το βιβλίο του Ο Γέρος και η Θάλασσα, η βράβευσή του με το Βραβείο Πούλιντζερ (1953) και το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1954).
Ακολουθεί το 1950, ένα ακόμη μυθιστόρημα, το Across the River and Into the Trees, μια ρομαντική ιστορία που λαμβάνει χώρα στη μεταπολεμική Βενετία, αλλά και κακές κριτικές, αμφισβητώντας συγχρόνως και την ικανότητά του στο να συνεχίσει να γράφει σπουδαία έργα. Η ανατροπή έρχεται μόλις δυο χρόνια αργότερα με το βιβλίο του Ο Γέρος και η Θάλασσα, η βράβευσή του με το Βραβείο Πούλιντζερ (1953) και το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1954).
Τα προβλήματα υγείας, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και η κατάθλιψη τον οδηγούν στο να εγκαταλείψει την Κούβα και να εγκατασταθεί στο Αϊντάχο. Καταφέρνει να ολοκληρώσει το αυτοβιογραφικό A Moveable Feast, το τελευταίο του, όπως θα αποδειχθεί, έργο που θα εκδοθεί τελικά μετά το θάνατό του. Η κατάθλιψη και η παράνοια τον οδηγούν στην κλινική Mayo και η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας γίνεται την άνοιξη του 1961. Τελικά, αυτοπυροβολείται στο κεφάλι με κυνηγητικό όπλο λίγες μέρες πριν τα εξηκοστά δεύτερα γενέθλιά του.
Ο τάφος του βρίσκεται μέχρι και σήμερα, στο Ketchum του Αϊντάχο, με χαραγμένη τη φράση: “Περισσότερο από όλα αγαπούσε την πτώση…τα κίτρινα φύλλα πάνω στις λεύκες, τα φύλλα που επιπλέουν στο ποτάμι και πάνω από τους ψηλούς λόφους τον μπλε ουρανό … Τώρα θα είναι μέρος τους για πάντα…”.