Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος,
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Ο Χάιμ Σουτίν / Chaïm Soutine γεννήθηκε το 1893 σε ένα χωριό της Λευκορωσίας, με γονείς του πτωχούς Εβραίους. Σχεδίαζε από μικρός και κάποτε ζωγράφισε έναν άντρα της περιοχής του, αλλά δέχτηκε επίθεση για το σχέδιο του από έναν φανατικό ορθόδοξο Εβραίο γιό ραβίνου, που έκρινε το έργο ανορθόδοξο. Χτύπησε τόσο πολύ τον νεαρό Σουτίν που έπρεπε να νοσηλευτεί. Με την αποζημίωση που πήρε η οικογένειά του κατάφερε να γραφτεί σε σχολή τέχνης στη Βίλνα. Τρία χρόνια αργότερα, το 1913, ο εικοσάχρονος Σουτίν, έφτασε για σπουδές στο Παρίσι. Σπούδασε στην École des Beaux-Arts με τον Φερνάν Κορμόν και σύντομα ανάπτυξε εξαιρετικά προσωπικό όραμα και τεχνική ζωγραφικής. Εκεί ζούσε σε ακραία φτώχεια, σχεδόν εξαθλίωση, αλλά μπόρεσε να ζωγραφίζει, να επισκέπτεται το Λούβρο και να συσχετίζεται με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες.
Ο Σουτίν υπήρξε επιστήθιος φίλος του Μοντιλιάνι αν και είχαν εντελώς διαφορετική καταγωγή και διαφορετικές προσωπικότητες. Ο Σουτίν είχε το βλέμμα και τον τρόπο ενός μετανάστη, με κακή μόρφωση. Εμφανιζόταν άπλυτος, φοβισμένος και νευρικός. Ήταν δύσκολο να τον θεωρήσει κάποιος ως φίλο του αστού, μορφωμένου, επιδεικτικού Μοντιλιάνι, που περιφερόταν τα βράδια στο Μονπαρνάς για να σχεδιάσει πορτρέτα, ενίοτε με αντάλλαγμα μερικά ποτά. Όταν πέθανε ο Μοντιλιάνι το 1920, σε ηλικία 35 ετών, ο Σουτίν βρισκόταν στην Κυανή Ακτή. Η απώλεια του φίλου του τον σόκαρε, σχεδόν τον κατέστρεψε ψυχολογικά.
Και οι δυο για ένα διάστημα έζησαν στην La Ruche, μια κατοικία για τους αγωνιζόμενους καλλιτέχνες στο Μονπαρνάς. Από το 1900, η συνοικία Μονπαρνάς, που έγινε δημοφιλής από τον Απολλιναίρ, είχε αντικαταστήσει την Μονμάρτρη που ήταν το επίκεντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στο Παρίσι. Έγινε νέος τόπος συνάντησης για μουσικούς, συγγραφείς, ζωγράφους, γλύπτες, ηθοποιούς, που συχνά δυσκολεύονταν οικονομικά και νοίκιαζαν μικρά στούντιο. Εκεί γνωρίστηκαν οι δυο καλλιτέχνες και έγιναν φίλοι. Ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε το πορτρέτο του Σουτίν πολλές φορές.
Η κοινότητα των Εβραίων ζωγράφων στο Παρίσι, στην οποία εντάχθηκε το 1913, του είχε μεγάλη εκτίμηση. Θαύμαζαν τη μονομανία του, την απόλυτη προσήλωση στην τέχνη. Οι πιο σπουδαίοι πίνακές του δημιουργήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1920, όπως οι τρεις εκδοχές του «The Beef», που ζωγράφησε το 1925. Πλημμυρισμένο με βαθιά κόκκινα χρώματα σε βαθύ μπλε φόντο, το σφάγιο εκφράζει το αχόρταγο πάθος του για ζωή και την εμμονή του με τον επερχόμενο θάνατο. Ήταν μια εικαστική εκδοχή της μανίας του να ασχολείται με νεκρές φύσεις ζώων και ψαριών, για τα οποία, σύμφωνα με μαρτυρίες, ένιωθε ταυτόχρονα έλξη και αηδία. Ωστόσο, σε μια έκρηξη δομικού και χρωματικού πλούτου, αντιπροσωπεύουν, σε ένα απλό και απτό αναπαραστατικό επίπεδο, όσα χρειαζόταν για να τον φέρουν πιο κοντά στην ζωή. Αισθητικά αντικείμενα σαν συμβολικά θύματα της φυσικής σκληρότητας του κόσμου, όπου η επιθυμία για ζωή συνδυάζεται με την μακάβρια γοητεία του θανάτου.
Τα μοντέλα του ήταν ταπεινοί άνθρωποι, σερβιτόροι, υπηρέτριες, αγρότες. Ταυτιζόταν με τις μοναχικές και βασανισμένες υπάρξεις. Ζωγράφιζε με ένα είδος φρενίτιδας, απλώνοντας τα έντονα χρώματά του στις επιφάνειες. Ο Σουτίν ζωγράφισε τον εαυτό του και με το έργο αυτό φανέρωσε την σκοτεινή του διάθεση. Στην αυτοπροσωπογραφία του τόνισε το αγωνιώδες βλέμμα του, ένα περίεργα στριμμένο αυτί, έναν παραμορφωμένο ώμο, ένα μπράτσο που μοιάζει τέρατος. Αναπαράστησε την ύπαρξη του ανελέητα, αδίστακτα, με διάχυτη την αποστροφή για την εικόνα του.
Στην διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στον οποίο δεν υπηρέτησε λόγω κακής υγείας, ζωγράφιζε, αλλά συχνά κατέστρεφε τους καμβάδες του. Μετακόμισε με τον έμπορο τέχνης Λέοπολντ Ζμπορόφσκι στη Νίκαια για να ξεφύγει από πιθανή γερμανική εισβολή στο Παρίσι. Για μεγάλο διάστημα του Μεσοπολέμου έζησε στο Ceret και στο Cagnes, όπου ζωγράφισε δεκάδες παραμορφωμένα αφύσικα τοπία. Τότε, ο Άλμπερτ Μπαρνς, Αμερικανός συλλέκτης, ενθουσιάστηκε με την ιδιότυπη δουλειά του και αγόρασε μεγάλο αριθμό έργων του. Αλλά ο Σουτίν ήταν ήδη άρρωστος, καταβεβλημένος από πόνους και αιμορραγίες. Για ένα διάστημα, έχοντας κάποια χρήματα, επέστρεψε στο Παρίσι. Τότε ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η σύντροφός του απελάθηκε, ενώ ο ίδιος αναγκάστηκε να φύγει και να κρυφτεί για να μην τον στείλουν οι ναζί σε στρατόπεδο εξόντωσης. Το 1943 πέθανε από αιμορραγικό έλκος στομάχου. Ο Πάμπλο Πικάσο ήταν ένας από τους λίγους που πήγαν στην κηδεία του το 1943 στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς.
Ο Σουτίν αναδείχθηκε σε κεντρικό πρόσωπο του ευρωπαικού μοντερνισμού. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους εξπρεσιονιστές της σχολής του Παρισιού που διαμόρφωσε την ανήσυχη φύση του. Αν και φιλοτέχνησε αρκετά σχέδια δεν βρέθηκαν μετά τον θάνατο του καθόλου σημειώσεις. Δεν κρατούσε ημερολόγιο και είχε γράψει μόνο μερικές επιστολές. Ως ζωγράφος ακολούθησε τον δικό του προσανατολισμό. Δεν εντάχθηκε όμως στον κυβισμό, τον ντανταϊσμό και τον φωβισμό, εμμένοντας και καλλιεργώντας την δική του παθιασμένη ζωγραφική έκφραση. Η καλλιτεχνική καινοτομία του έργου του Σουτίν άσκησε επιρροή στον 20ό αιώνα και αποτέλεσε αποφασιστική πηγή έμπνευσης για τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και τους ζωγράφους της σχολής του Λονδίνου, που άντλησαν από την κληρονομιά του, ιδιαίτερα ο Φράνσις Μπέικον.