Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ο Σπύρος Βασιλείου γεννήθηκε το 1903 στο Γαλαξίδι. Με υποτροφία των προκρίτων του Γαλαξιδίου, σπούδασε ζωγραφική στο Πολυτεχνείο. Πρώτος δάσκαλος του από το 1921-23 ήταν ο Αλέξανδρος Καλούδης. Απογοητευμένος από τα υποχρεωτικά μαθήματα με το κάρβουνο και το μολύβι, μαζί με άλλους συμφοιτητές του πρωτοστάτησε σε μια κίνηση ανανέωσης των εργαστηρίων της σχολής.
Οι «επαναστάτες» φοιτητές γράφονται στο εργαστήριο του Νικόλαου Λύτρα (1923-26), κοντά στον οποίο μυούνται στις αρχές του ιμπρεσιονισμού, στις αξίες του καθαρού χρώματος και στην εκ του φυσικού μελέτη της πρόσπτωσης του φωτός στα πρόσωπα, τα αντικείμενα και το τοπίο. Μετά την αποφοίτηση του το 1926 εξέθεσε έργα του στο «Φουαγιέ» του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών. Ξεκινάει συνεργασία με εφημερίδες και περιοδικά δημοσιεύοντας σχέδια και εικονογραφήσεις.
Το 1926 συνεκθέτει με τους Πολύκλειτο Ρέγκο, Σπύρο Κόκκινο και Αντώνη Πολυκανδριώτη, στην «Έκθεση των Τεσσάρων». Στην πρώτη ατομική έκθεσή του το 1929 προξένησε μεγάλη αίσθηση για την αξιοποίηση βυζαντινών μοτίβων με νέες φόρμες και αποχρώσεις.
Το 1930 απέσπασε το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τα σχέδια των τοιχογραφιών του ιερού ναού του Αγίου Διονυσίου στο Κολωνάκι. Η αγιογράφηση του μεγάλου ναού ολοκληρώθηκε το 1939.
Την περίοδο 1941-45 καταπιάστηκε εντατικά με τη χαρακτική τέχνη, με εξαιρετικά ποιοτικά αποτελέσματα σε όλα τα είδη της απεικονίζοντας συγκλονιστικά θέματα της Κατοχής και της Αντίστασης. Υπήρξε δραστήριο μέλος των καλλιτεχνικών ομάδων «Τέχνη» και «Στάθμη» και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος.
Συμμετείχε σε διεθνείς εκθέσεις, στην Μπιενάλε της Βενετίας (1934, 1964), Αλεξάνδρειας το 1957, Σάο Πάολο το 1959. Έργα του παρουσιάστηκαν στο Ντιτρόιτ το 1955 που αγιογράφησε εκεί τον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και το 1960 στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη. Για το έργο του “Φώτα και Σκιές” απέσπασε το βραβείο Guggenheim του Ελληνικού τμήματος της (AICA).
Ασχολήθηκε με την σκηνογραφία και την ενδυματολογία, όπου παρουσίασε ένα σημαντικό σε ποιότητα και αριθμό έργο, σε όλα τα θεατρικά είδη, αλλά και σε κινηματογραφικές ταινίες του σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη, όπως η βραβευμένη στις Κάννες «Ηλέκτρα», 1962 και η διεθνής παραγωγή «Όταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά», 1967. Ευρηματικές και ατμοσφαιρικές ήταν οι σκηνογραφίες του στην Ε.Λ.Σ., όπως στην όπερα «Μαντάμα Μπατερφλάυ» και «Η καταδίκη του Φάουστ» στο Ηρώδειο. Από το 1971-74 έγιναν ατομικές εκθέσεις έργων του στη Βασιλεία, Παρίσι, Γενεύη, Ζυρίχη, Κολωνία. Στην Εθνική Πινακοθήκη διοργανώθηκε αναδρομική του έκθεση το 1975 και το 1983 παρουσιάστηκε ένα εικαστικό του πολυθέαμα.
Δίδαξε στην Παπαστράτειο Σχολή, στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και συνεργάστηκε με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Έχουν εκδοθεί βιβλία, ημερολόγια και λευκώματα με έργα του όπως: «Γαλαξιδιώτικα καράβια», 1934, «Παιδικά σχέδια», 1930, σε συνεργασία με τον Αγήνορα Αστεριάδη, «Ζωγραφιές του Μπάρμπα-Σπύρου», 1948, «Φώτα και σκιές», 1969.
Η γνωριμία μου με τον Βασιλείου και την αφοσιωμένη υποδειγματικά στη διάδοση του έργου του σύζυγο του Κική Βασιλείου από το 1981, που ήμουν φοιτητής μέχρι και το 1985 που αποβίωσε στην Αθήνα, ήταν εμψυχωτική και μια προτροπή για συνεχή δημιουργικότητα. Επίσης συνεργάστηκα για χρόνια με τις δύο κόρες του, την Δροσούλα Έλιοτ, εκδότρια των περιοδικών “The Athenian” και “Το Ρόδι” καθώς και την Δήμητρα Βασιλείου-Φωτοπούλου, γκαλερίστα στην Αθήνα (Πινελιά, Αγία Παρασκευή) και την Ερέτρια (Μανδρότοιχος Σπύρου Βασιλείου).
Στα καθιερωμένα εορταστικά κούλουμα της Καθαρής Δευτέρας στο εμβληματικό σπίτι τους κάτω από την Ακρόπολη και στην ευρύχωρη ταράτσα με τους ιπτάμενους χαρταετούς, έδιναν το “παρών” γνωστοί και διαπρεπείς εκπρόσωποι των γραμμάτων, των τεχνών, της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Η παραδοσιακή αυτή σύναξη με θέα τον Παρθενώνα, που αναβίωνε ποικιλότροπα την «Αθηναϊκή Αποκριά», συνεχίστηκε από την οικογένεια ακόμη και όταν από το 2004 μέχρι το 2016 μετατράπηκε ο χώρος σε «Μουσείο- Ατελιέ», με πολλαπλές καλλιτεχνικές παρουσιάσεις και μορφωτικές δράσεις.
Ο Σπύρος Βασιλείου διακρίθηκε σαν ένας από τους πλέον δημιουργικούς Έλληνες εικαστικούς. Την καλλιτεχνική του παραγωγή χαρακτηρίζει η αφομοίωση των διδαγμάτων της λαϊκής και της βυζαντινής τέχνης, με σεβασμό στα μοτίβα και σύγχρονη αισθητική προσέγγιση.
Η πολύπλευρη δραστηριότητα του επεκτεινόταν σε ευρύτερα επικοινωνιακά πεδία, με συμμετοχές του σε κριτικές επιτροπές, καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς, ραδιοτηλεοπτικές συνεντεύξεις, εκπομπές για παιδιά, εικονογραφήσεις μουσικών δίσκων κ.α.
Τεχνοτροπικά κινήθηκε πάνω στον άξονα της επιστροφής στις ρίζες της παραδοσιακής τέχνης, που ενέπνευσε ελληνοκεντρικά σημαντικούς καλλιτέχνες της σπουδαίας γενιάς του 1930. Τα εικαστικά έργα του, τα οποία απεικονίζουν το φυσικό και αστικό τοπίο καθώς και σκηνές της κοινωνικής ζωής και της καθημερινότητας, προσεγγίζουν και περιγράφουν με χρυσοκοντυλιές την απλή, ευγενική ζωή, με λυρική και ονειρική διάθεση, συνδυάζοντας το λόγιο με το λαϊκό στοιχείο και την παράδοση με τον μαγικό ποιητικό ρεαλισμό.