Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ο Γκίλμπερτ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη μικρή πόλη Σαν Μαρτίνο στους Δολομίτες των Άλπεων. Σπούδασε, αρχικά, στη Γερμανία, σε σχολές τέχνης και στην Ακαδημία του Μονάχου. Το 1967 μετακόμισε στο Λονδίνο για να συνεχίσει τις σπουδές του. Ο Τζορτζ που γεννήθηκε στην Αγγλία το 1942 σε ηλικία 15 ετών εγκατέλειψε το σχολείο. Αργότερα σπούδασε στη σχολή τέχνης για ενήλικες του Ντάρλινγκτον.
Οι Gilbert & George συναντήθηκαν ως φοιτητές στο Saint Martin’s School of Arts, το 1967 όπου παρακολουθούσαν μαθήματα σύγχρονης γλυπτικής. Έκτοτε συνεργάζονται και εκφράζονται εικαστικά ως ζωντανά γλυπτά, δημιουργούν με ευστροφία και κριτική διάθεση μια σκληρή, ιδιότυπη, ποιητική και συγκινησιακά φορτισμένη πρωτόγονη Αντιτέχνη, στην οποία η λογική τάξη και η τρέλα βρίσκονται σε διαρκή ένταση.
Η δουλειά τους περιστρέφεται γύρω από την ζωή των μεγαλουπόλεων, το θάνατο, την ελπίδα, τη ζωή, τον φόβο, το σεξ, τα χρήματα και τη θρησκεία. Κοινωνικά ζητήματα δείχνουν τις αντιφάσεις τους, άλλοτε χαρούμενα και τραγικά κι άλλοτε σουρεαλιστικά και συμβολικά.
Στόχος δεν είναι να σοκάρουν, αλλά να δείξουν τί συμβαίνει στον κόσμο με το σύνθημά «Τέχνη για όλους»: πανκ και χίπστερς, αρχές και ξένοι, πρωτοσέλιδα και διαφήμιση.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι Gilbert & George καθιέρωσαν το καλλιτεχνικό τους όραμα ως Living Sculptures. Σχεδόν τέλεια συντονισμένοι, με άψογα κοστούμια, συνέθεσαν μια ταυτόσημη μονάδα ζώντας την καθημερινή τους ζωή με τρόπο τόσο δημιουργικό, όσο και αυστηρό. Με αυτοπειθαρχία, η τέχνη τους εξελίχθηκε μεταξύ σπιτιού και στούντιο στη γειτονιά του Spitalfields στο Λονδίνο για πάνω από πέντε δεκαετίες. Εκεί παρακολούθησαν και αποτύπωσαν τον μετασχηματισμό της συνοικίας.
Το σπίτι και το στούντιο τους στην οδό Fournier υπήρξαν τα καλλιτεχνικά τους επίκεντρα, από τότε που μετακόμισαν εκεί το 1968, ακολουθώντας απλές, αταξικές ρουτίνες για μια απόλυτη δημιουργική έκφραση για όλους και όχι για την ελίτ.
Το 1932 με έντονα βαμμένα τα πρόσωπά τους είχαν τραγουδήσει το Underneath the Arches, τραγούδι για την έλλειψη στέγης στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Έκτοτε παρεμβαίνουν δυναμικά, σχολιάζουν και αμφισβητούν τα πάντα. Χαρακτηριστική έχει μείνει η αντίδρασή τους όταν τα έργα τους απορρίφθηκαν από μία έκθεση στο Λονδίνο: Ατάραχοι ζωγράφισαν τα κεφάλια τους και εμφανίστηκαν στα επίσημα εγκαίνια, όπου στέκονταν ακίνητοι στο κέντρο της γκαλερί, ως ζωντανά εκθέματα.
Αφού αρχικά επικεντρώθηκαν σε ιδιωτικά μοτίβα, έστρεψαν την προσοχή τους σε θέματα των πόλης. Η τέχνη τους από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 απεικονίζει ένα ερειπωμένο Λονδίνο σε κοινωνική αναταραχή. Γύρω στο 1974 άρχισαν να τοποθετούν στα έργα τους ένα πλέγμα που έγινε και η υπογραφή τους και το οποίο συνεχίζουν να χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα. Εφάρμοσαν μια διακριτικά ιδιότυπη τεχνική με πολύπλοκες εικόνες σε παζλ με μορφές και συνθήματα σε μεγάλες συνθέσεις. Με πολλαπλά σχέδια αρχικά που εκτύπωσαν σε πολλά χαρτιά συναρμολογημένα και μετά με κολλάζ επιζωγραφισμένων φωτογραφιών με αλληλένδετες οπτικές διηγήσεις συνθέτουν αδιάκοπα τις μνημειακές εικόνες τους.
Την δεκαετία του 1980, το ασπρόμαυρο των πρώτων εικόνων τους ενώθηκε με κόκκινο και στη συνέχεια σταδιακά με άλλα χρώματα, τα οποία έγιναν βασικά συμβολικά και ατμοσφαιρικά συστατικά της τέχνης τους. Οι εικόνες τους έγιναν μεγαλύτερες και πιο τολμηρές.
Τα σύμβολα σε λαμπερά χρώματα αμφισβητούν καθιερωμένους κανόνες περί σεξ, θρησκείας και ανθρώπινων σχέσεων. Αυτές οι συνθέσεις Pictures (1982/83), περιλαμβάνουν μια ομάδα εικονογραμμάτων. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, στην παγκόσμια κρίση του AIDS, οι Gilbert & George άρχισαν να τοποθετούν στα συνθετικά τμήματα τα γυμνά τους σώματα καθώς και σωματικά υγρά (αίμα, ούρα, σπέρμα, περιττώματα). Το είδαν ως την πιο άμεση έκφραση του εαυτού τους και της ευάλωτης ανθρώπινης φύσης.
Στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, οι καλλιτέχνες συγκέντρωσαν χιλιάδες τίτλους εφημερίδων, διαφημίσεις, αυτοκόλλητα, πινακίδες, λογότυπα, τα οποία εκφράζουν τις συνθήκες διαβίωσής πολιτών. Αυτά τα αστικά δείγματα αποτέλεσαν τη βάση για ομάδες εικόνων που αμφισβητούν τα κοινωνικά ταμπού και την τρέχουσα ηθική.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 οι φωτογραφίες τους έγιναν ψηφιακές. Όπως έχουν δηλώσει: «Θέλαμε πάντα να κάνουμε μια τέχνη για όλους, να ασχοληθούμε με τη ζωή, τον θάνατο, το σεξ, το φύλο, με καθολικές έννοιες που απασχολούν όλους τους ανθρώπους. Μια τέχνη με σάρκα και οστά».
Η αναδρομική έκθεση τους στη Φρανκφούρτη με έργα από το 1971-2019, που ολοκληρώθηκε το 2021 ξεδίπλωσε εντυπωσιακά όλη την διαδρομή τους.
Περιγράφουν συνολικά έναν ονειρικό κόσμο που οι όψεις του είναι βίαιες, απόκοσμες, γκροτέσκες και παράφορες. Τα φαιά χρώματα και τα υποβλητικά, κατακερματισμένα τοπία αντιμετωπίζουν τον θεατή με αδυσώπητη επιθετικότητα σε μια κοινωνία όπου η έννοια της διαπραγμάτευσης έχει πάψει να υπάρχει. Με βλέμμα κενό, σαν ψυχροί παρατηρητές με πρόσωπα και σώματα καρικατούρες παρατηρούν τους θεατές, ενώ από τις γενειάδες τους βγαίνουν λουλούδια, μπίρα, παραμορφωμένα ζώα, γραβάτες με μυρμήγκια ή το καβούκι μιας χελώνας. «Επιθετικά παράλογες αυτές οι «Beard Pictures» μεταμορφώνουν την ιστορία σε μια τρελή παράτα, που η διάθεση κυμαίνεται ανάμεσα στην επιστημονική φαντασία, στο καθαρό όνειρο και στη βικτωριανή καρικατούρα», επισημαίνει ο Michael Bracewell.